Σέ μιάν ἀπό τίς ἀναμοχλεύσεις τῆς προσωπικῆς μου βιβλιοθήκης (συνηθισμένες, κάθε καλοκαίρι, καθώς “πενία τέχνας κατεργάζεται”) ἔπεσα πάνω σ΄ ἕνα λατρεμένο βιβλιαράκι (ὡς πρός τό ἁπτό μέγεθος…) τῶν φοιτητικῶν μου χρόνων: “Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση” , τοῦ Ι.Θ.Κακριδῆ, ἐκδ. ΜΙΕΤ. Σέ αὐτό γίνεται λόγος, μεταξύ ἄλλων, γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ μύθου τοῦ Μελεάγρου σέ νεοελληνικά παραμύθια. Αὐτός ὁ μῦθος ἀναπαράγει τό μοτίβο τῆς ἐξαντικειμενικευμένης ἀτομικῆς ζωῆς σέ ἕνα ἀντικείμενο – σύμβολό της (στό Μελέαγρο πρόκειται γιά ἕνα δαυλό πού ἔκαιγε στήν ἑστία, ὅταν τόν ἐπισκέφτηκαν ὡς μωρό οἱ Μοῖρες) , ἡ ἀπώλεια τοῦ ὁποίου (ἐδῶ, μέ τήν ὁλοκλήρωση τής καύσης του) ἐπιφέρει ἀκαριαῖα τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου…
Του Δημήτρη Βουρλιωτάκη
Ἡ ἐπιλογή ἑνός ξύλου ὡς “ἐξωτερικῆς ψυχῆς” σαφῶς συνδυάζεται μέ ἀνιμιστικές προσεγγίσεις τῆς φύσης, ὅπου οἱ φυτικοί ὀργανισμοί θεωροῦνται φορεῖς προσωπικῆς ψυχῆς, γι΄ αὐτό καί πολλοί ἐξ αὐτῶν ἀντιμετωπίζονται ὡς μεταμορφωμένοι ἄνθρωποι. Φυσικά, αὐτές οἱ μεταμορφώσεις πού ἀποτυπώνουν τόν κύκλο τῆς ζωῆς καί τό ἀέναο γίγνεσθαι τοῦ φυσικοῦ κόσμου, στή μυθική λογική ἀποδίδονται στήν ἐκδικητικότητα ἤ τή φιλανθρωπία τῶν ἀνθρωπομορφικῶν θεῶν.
Ὁ παραλληλισμός μέ τίς βιβλικές ἔννοιες τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως ἦταν στή σκέψη μου γονιδιακά καί ἱστορικά ἀναπόφευκτη. Βλέπετε, ὁ συνονόματος προπάππους μου, Δημητρός Βουρλιωτάκης, ὅταν πῆρε τό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς ἀπό τό Λιθρί τῆς Μικρασίας γιά τήν Παλιά Ἑλλάδα (καί, τελικά, τήν Ἐρυθραία Ἀττικῆς), μέσα στά λίγα πράγματα πού περιέσωσε, ἦταν τά βιβλία τῆς ψαλτικῆς του (ξακουστός ψάλτης στά μέρη του) καί κάτι ἐλάχιστους Ἀρχαίους… Γιά μένα αὐτό ἦταν ἀνέκαθεν ἡ περίτρανη απόδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ…
Τό δέντρο τῆς ζωῆς στερήθηκαν οἱ πρωτόπλαστοι γιά χάρη τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Χάνοντας, λοιπόν, τήν ἐξωτερική ψυχή τους, γεύθηκαν τό θάνατο τῆς ἀτομικῆς ὕπαρξης. Αὐτό, βέβαια, ἦταν τό πικρό ἀντίτιμο τῆς αὐτοσυνείδησης μέσα στό ξέφωτο τῆς ἠθικῆς συγκρότησης τοῦ εἶναι τους. Προτοῦ γευθοῦν τό πικρό ψωμί τοῦ μετεωρισμοῦ μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ ἦταν βουτηγμένοι στήν εὐφρόσυνη ἀπροσδιοριστία τῆς ζωῆς καθ΄ ἑαυτήν καί “καθόλου” (=γενικά). Ὁ ἠθικός προβληματισμός τούς ἔφερε στήν ὀδυνηρή διαύγεια τοῦ “καθέκαστον” , στήν ἀτομική προσωπικότητα, στήν ἐπιμέρους πραγμάτωση τῆς ζωῆς, πού, ὅμως, ἔχει ἡμερομηνία λήξης… Ὁ “δαυλός” τοῦ καθενός μας, ἀργά ἤ γρήγορα, θά καῆ…
Τό εὔλογο ἐρώτημα εἶναι τί θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ὁ “δαυλός” τῆς δικῆς μας μετανεωτερικῆς – ὑπερτεχνολογικῆς ζωῆς…
Ἐπί τοῦ παρόντος φαίνεται πώς τό ρόλο τῆς ἐξωτερικῆς μας ψυχῆς διαδραματίζουν οἱ περσόνες μας στά κοινωνικά δίκτυα τοῦ παγκοσμίου ἱστοῦ. Αὐτές τροφοδοτοῦμε ἐναγωνίως μέ ἄφθονη καύσιμη ὕλη, οἰστρηλατούμενοι ἀπό τήν ἐσωτερική ὑπαρξιακή μας πυρκαγιά γιά αὐτοεπιβεβαίωση. Αὐτό εἶναι τό σύγχρονο καντηλάκι τῆς ζωῆς μας, γιά τό ὁποῖο ἀγωνιᾶμε μπάς καί σβήση καί χαθῆ ἡ ἀστραφτερή ὑπερτεχνολογική μας ζωή. Ἡ διαφορά μας μέ ἐκεῖνο τό μακρινό Μελέαγρο τοῦ μύθου εἶναι ὅτι τό μυστικό τῆς ζωῆς του τό κρατοῦσε στά χέρια της ἡ μάνα του, διότι ὁ μῦθος ἦταν πλασμένος σε μητριαρχική κοινωνία. Ἀντιθέτως, τό δικό μας μυστικό τό διαχειριζόμαστε ἐμεῖς σέ τέτοιο βαθμό, πού τό ἐκφυλίζουμε σέ ἐπιπόλαιη ἐκ-μυστήρευση στά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης…
Τελικά, μπάς κι εἴμαστε “Μελεαγρότεροι” τοῦ Μελεάγρου;