Είναι κάποιες εικόνες που αποτυπώνονται ανεξίτηλα στη σκέψη, και μας συντροφεύουν κάθε φορά που θέλουμε να αποδράσουμε έστω και για μερικές στιγμές. Μία τέτοια εικόνα είναι αυτή που αντίκρυσα όταν ανέβαινα τις στροφές μετά τον Καλαρρύτικο ποταμό στα Τζουμέρκα με κατεύθυνση το Συρράκο.
Ο ορμητικός ποταμός λες και χωρίζει στα δύο τη στεριά, το καταπράσινο περιβάλλον, αλλά και το ισχυρό και γεμάτο αγριάδα ανάγλυφο της περιοχής εξιτάρει τα συναισθήματα, και την ίδια στιγμή δημιουργεί μία δέσμη επιλογών που η μία δένει με την επόμενη. Από τη μία η Πράμαντα και οι δίδυμοι καταρράκτες, από την άλλη το Συρράκο και η άγρα ομορφιά του τόπου, έρχονται όλα και δένουν μεταξύ τους.
Στο πετρόκτιστο Συρράκο
Ανεβαίνοντας για πρώτη φορά στα Αθαμανικά Όρη, στο Συρράκο, πριν από αρκετά χρόνια, θυμάμαι ξεκάθαρα πόσο εντυπωσιάστηκα αρχικά από τη διαδρομή και το φιδωτό δρόμο και στη συνέχεια από την εικόνα που αντικρύζεις φτάνοντας στο χωριό. Είναι γαντζωμένο, λες και προσπαθεί να κρυφτεί σε μία από τις πλαγιές του όρους Λάκμος, χρησιμοποιώντας τα χρώματα της πέτρας και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική.
Τίποτα δεν μοιάζει παράταιρο και όλα είναι ενταγμένα σε ένα πλαίσιο ισορροπίας. Το Συρράκο, βρίσκεται σε υψόμετρο 1200 μέτρων και έχει ουσιαστικά δύο τρόπους για να το προσεγγίσεις. Σε κάθε περίπτωση τα αυτοκίνητα θα μείνουν έξω από τον οικισμό και θα χρειαστεί να περπατήσετε για να απολαύσετε τη μοναδικότητα αυτού του χωριού. Αυτό κάνουμε και εμείς και επιλέγουμε τη δυτική είσοδο, αφήνοντας το αυτοκίνητο και στη συνέχεια περπατώντας στο λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί στο γεφύρι, κάτω από το οποίο περνάει ο Χρούσιας, παραπόταμος του Καλαρρύτικου, και από εκεί μπαίνουμε στον ανακηρυγμένο παραδοσιακό οικισμό. Όλα τα σπίτια είναι πέτρινα και η σκεπή τους είναι φτιαγμένη από σχιστόλιθο, όπως κατά κύριο λόγο είναι φτιαγμένες οι σκεπές των σπιτιών στα βόρεια του νομού Ιωαννίνων, στα Ζαγοροχώρια. Αυτή την τεχνική εδώ στα Τζουμέρκα την συναντάμε κατά κύριο λόγο, μόνο στο Συρράκο και στους γειτονικούς Καλαρρύτες.
Η ιστορία του χωριού ξεκινάει το 15ο αιώνα τότε που κατοικήθηκε από Βλαχόφωνους κατά κύριο λόγο πληθυσμούς. Στο πέρασμα των χρόνων, έχει γνωρίσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, κάτι που γίνεται αντιληπτό και από τα κτίρια που υπάρχουν σήμερα εδώ. Ξεχωρίζει το τριώροφο πέτρινο κτίριο του παλιού δημοτικού σχολείου, το οποίο φτιάχτηκε πριν από σχεδόν 100 χρόνια, και σήμερα λειτουργεί ως ξενώνας με 9 δωμάτια.
Κτηνοτροφία, εμπόριο, αλλά και σε πολύ μεγάλο βαθμό η αργυροχρυσοχοΐα, συνετέλεσαν καταλυτικά στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, η οποία πλέον δίνει σημαντικό βάρος στην ανάπτυξη του τουρισμού. Παράλληλα, οι δυσκολίες της περιοχής, τα άγονα, γεμάτα πέτρες εδάφη, ώθησαν τους κατοίκους στην αξιοποίηση της δύναμης του νερού του ποταμού Χρούσια ώστε να επεξεργαστούν την πρώτη ύλη, το μαλλί από τα πρόβατα, και να αναπτύξουν σημαντικά την παραγωγή υφαντών και την μεταποίηση τους σε κουβέρτες και κάπες. Τα προϊόντα αυτά, ιδιαίτερα οι κάπες, ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη και έμπαιναν στα πιο αριστοκρατικά σπίτια εκείνης της εποχής.
Κατά την επίσκεψη στο Συρράκο, παιρνάμε από το λαογραφικό μουσείο Κρυστάλλη, έναν χώρο πολύ προσεγμένο, που μιλάει για την ιστορία του τόπου, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν. Το σπίτι του ποιητή Κρυστάλλη, αφού πέρασε από την ιδιοκτησία γνωστών Συρρακιωτών και ευεργετών, πλέον ανήκει στην τοπική κοινότητα όπου από το 1997, έχει δημιουργήσει το μουσείο.
Στη σκιά της Στρογγούλας, στην Πράμαντα
Εμβληματικός οικισμός των Τζουμέρκων, βρίσκεται στα 840 μέτρα υψόμετρο, κάτω από την κορυφή της Στρογγούλας, και έχει την μεγαλύτερη κινητικότητα από όλα τα χωριά της περιοχής. Η Πράμαντα, είναι χτισμένη αμφιθεατρικά, ενώ στην κεντρική πλατεία, η οποία αποτελεί και σημείο συνάντησης για κατοίκους και επισκέπτες, βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Ένας οικισμός ήρεμος και ταυτόχρονα με ζωηρή καθημερινότητα, καθώς αποτελεί το κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του ασχολούνται σε σημαντικό βαθμό με την κτηνοτροφία, ωστόσο η Πράμαντα αποτέλεσε ένα από τα πιο γνωστά μαστοροχώρια, με τους κατοίκους να είναι από τους πιο περιζήτητους μαστόρους.
Η ανάπτυξη του οικισμού στη συγκεκριμένη θέση πιθανολογείται ότι έγινε τον 15ο αι. από κτηνοτρόφους αλλά και καταδιωκόμενους κατά κύριο λόγο από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.
Ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα, είναι το σπήλαιο της Ανεμότρυπας το οποίο εξερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1960, και είναι χαρακτηρισμένο ως ένα από τα πλέον αξιόλογα των Βαλκανίων. Αποτελείται από 7 θαλάμους με εντυπωσιακούς σχηματισμούς, σταλαχτίτες και σταλαγμίτες, ενώ είναι πολύ εντυπωσιακό ότι μέσα από το σπήλαιο περνάει η κοίτη του Αράχθου.
Στους ήσυχους Κτιστάδες
Είναι σχεδόν μεσημέρι όταν φτάνουμε στους Κτιστάδες και αποφασίζουμε να κάνουμε μία σύντομη στάση στην πλατεία. Είναι μία κρύα ημέρα και οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού μάλλον έχουν προτιμήσει τη ζεστασιά του σπιτιού τους, ή βρίσκονται στις δουλειές τους. Κάνοντας μία μικρή βόλτα, βλέπεις ένα χωριό που πασχίζει να διατηρήσει την οντότητά του, ακόμη και αν αυτό κάποιες φορές μπορεί να μοιάζει περίπλοκο εξαιτίας των δυσκολιών της καθημερινότητας. Μην ξεχνάμε ότι τα χωριά αυτά απέχουν σημαντικά από τα Ιωάννινα ή την Άρτα, που είναι οι δύο μεγάλες και πλησιέστερες πόλεις, με αποτέλεσμα η καθημερινότητα να μην είναι εύκολη.
Κάνουμε μία βόλτα στην πλατεία, απολαμβάνουμε την απόλυτη ηρεμία και τη θέα. Περπατάμε δίπλα στην πετρόκτιστη όμορφη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, και παρατηρούμε τα δύο τεράστιά πλατάνια που το καλοκαίρι μετατρέπουν αυτή την πλατεία σε σημείο συνάντησης, ιδιαίτερα για τις ζεστές μέρες, καθώς δημιουργούν ένα μικροκλίμα. Ο οικισμός βρίσκεται σε υψόμετρο 706 μέτρων, και το παλαιότερο όνομά του, ήταν Κουσοβίστα. Οφείλει το σημερινό του όνομα στην παρουσία πολλών και άριστων τεχνιτών πέτρας, οι οποίοι ταξίδευαν σε πολλά μέρη της χώρας για να χτίσουν σπίτια.
Στον εμβληματικό Καταρράκτη
Είναι ένα χωριό συνυφασμένο με την ύπαρξη των δίδυμων καταρρακτών που δεσπόζουν μόλις 5 χλμ. βόρεια του χωριού και σε υψόμετρο 1360 μέτρων. Περνάμε από τον οικισμό και κατευθυνόμαστε προς τους καταρράκτες. Ο δρόμος σε κάποια σημεία έχει τεχνικά θέματα, ωστόσο με καλή θέληση και διάθεση τα προβλήματα προσπερνιούνται και έχουμε ήδη φτάσει. Περνάμε από το αναψυκτήριο και συναντάμε τον κ. Νίκο, όπου τα τελευταία 22 χρόνια βρίσκεται καθημερινά εδώ υποδεχόμενος άλλοτε τους λιγοστούς και άλλοτε τους περισσότερους επισκέπτες.
Λόγω περιόδου, αυτό τον καιρό δεν υπάρχει ιδιαίτερη κίνηση ωστόσο οι εικόνες είναι μαγικές. Περπατάμε από το μονοπάτι προς τη βάση του καταρράκτη και παρόλο που το νερό είναι λιγοστό, το περιβάλλον είναι επιβλητικό και εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο πιο έντονη θα είναι η αίσθηση όταν με το λιώσιμο του χιονιού το νερό των δύο καταρρακτών κυλά ορμητικά και δημιουργεί έντονο βουητό. Επιστρέφουμε στο μαγαζί, μιλάμε με τον κύριο Νίκο που μας λέει ιστορίες από την καθημερινότητά του, αλλά και για τις σούπες, τις πίτες και τα ψητά που ετοιμάζει για τους επισκέπτες αυτού του μοναδικού σημείου. Το ταξίδι συνεχίζεται.
ΠΗΓΗ TRAVEL GR.