Της Ειρήνης Καρύδη
Είναι αλήθεια, πλέον ότι βιώσαμε όλοι μας την «καραντίνα».
Κλειστήκαμε σπίτι, κληθήκαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας, την οικογένεια μας και όλους τους συνανθρώπους μας. Κάναμε τους απολογισμούς μας, ανακεφαλαιώσαμε και επαναπροσδιοριστήκαμε με βάση τις καινούριες συνθήκες.
Κάποιοι γνωριστήκαμε για πρώτη φορά με τη φύση, τα παγκάκια, τις φόρμες και τον καφέ στο χέρι, κάποιοι ανακαλύψαμε το περπάτημα, την αξία των ζώων και φερθήκαμε ίσως με περισσότερη ευγένεια στους ανθρώπους που έμειναν πίσω για τη δική μας εξυπηρέτηση (αυτοί που συνέχισαν να δουλεύουν, παρά τον «κίνδυνο»).
Κάποιοι από εμάς μάθαμε, επιτέλους, πως οι στιγμές ευτυχίας δεν αγοράζονται, κάποιοι συνειδητοποιήσαμε πως το κυνήγι του πλούτου δεν είχε να μας προσφέρει το παραμικρό, καθώς πλούσιοι και φτωχοί κινούμασταν με τον ίδιον τρόπο και λογοδοτούσαμε για την έξοδο μας… καθάρισε για λίγο ο αέρας από τους «δήθεν», από τη διαδικτυακή επιδειξιμανία, «του, τι φόρεσα», «πού βγήκα» και «τι έφαγα», «με ποιον αγκαλιάστηκα», «πόσο ερωτευμένος είμαι» κ.α. Αυτή η σφαλιάρα λοιπόν, είναι διαρκείας και έρχεται με δόσεις και λίγο-λίγο…
Αρχίσαμε εν ολίγοις να ενδιαφερόμαστε για το «κοινό καλό»!!!Για την κοινή μας…. «ΝΕΑ» ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Περάσαμε μία περίοδο που μας στοίχισε και δυστυχώς, από ότι δείχνει θα καθυστερήσουν πολύ να φανούν τα σημάδια της «Άνοιξης». Ενώ όσοι «επιβίωσαν» από την βαρυχειμωνιά της «πανδημίας» και τα ερείπια, που άφησε πίσω της καλούνται να χτίσουν τα πάντα από την αρχή.
Γιατί κακά τα ψέματα, αν πάμε να μπαλώσουμε τα ερείπια με κουρελούδες σε λίγο καιρό πάλι για τα ίδια θα μιλάμε.. και δεν θα σας μιλήσω για οικονομικά και πολιτική, αλλά για ένα θεμέλιο που τόσο μας έλειψε και χωρίς αυτό κρίνω ότι ανοικοδόμηση δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Μιλάω για το ΗΘΙΚΟ ΧΡΕΟΣ, κάτι που πολλοί από εμάς τώρα τελευταία το γνωρίσαμε.
Τι είναι, όμως ηθικό χρέος;
Δεν θα αποπειραθώ να δώσω ορισμό, αλλά θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω μέσα από κάποια ιστορικά παραδείγματα τι σημαίνει ηθικό χρέος απέναντι σε πατρίδα, σε εαυτό και στο σύνολο.
Αντίστοιχα θα σας μιλήσω για τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους του, τον Βυζαντινό ιστοριογράφο Μιχαήλ Δούκα και τον νεοϋορκέζο αστυνομικό Φράνκ Σέρπικο. Έπειτα από αυτό το χωροχρονικό ταξίδι θα προσγειωθούμε στο ΤΩΡΑ.
Ήταν αρχές Σεπτέμβρη του 480 π.Χ., ακόμα καλοκαιράκι στον κάμπο της Λαμίας και ίσα που ένιωθες μια ψυχρούλα το βράδυ από τους βουνίσιους αέρηδες.
Σε μια σταλιά τόπο, αποφάσισε ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους να θυσιαστεί. Γιατί το ήξερε καλά ότι μόνο κάποιες μέρες θα βάσταγε μπροστά στο περσικό στράτευμα. Ήταν σχεδόν ασύλληπτο, γιατί έβαλε τον εαυτό του και την ομάδα του να θυσιαστούν, για να δώσει περιθώριο στην πατρίδα του μερικές μέρες για να ετοιμαστεί.
Κάθε ανάσα που έπαιρνε μαχόμενος για αυτήν, κάθε πληγή που άντεχε, ήταν ανάσα για την πατρίδα του, άρα το Ηθικό Χρέος απέναντι σε αυτή. Η δικιά του ηρωική ήττα, ήταν λίπασμα για τον επόμενο θρίαμβο της πατρίδας.
Αυτό το ψυχρό αεράκι αντίστασης του Καλλίδρομου, το πήρε ο μέγιστος Αλεξανδρινός και σε δυο γραμμές το όρισε να στέκει λαμπερό σαν μάρμαρο παριανό στις ζωές και στις ψυχές των ανθρώπων. «Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες».
Μεγάλη υπόθεση, λοιπόν, να ξέρεις να ορίζεις τις δικές σου Θερμοπύλες σε σχέση με εσένα και την πατρίδα. Ακόμα μεγαλύτερη να ξέρεις να τις φυλάς ως το τέλος.
Κωπηλατούμε, πλέον στον χρόνο και στο Αιγαίο Πέλαγος και φτάνουμε στη Λέσβο το 1462 μ.Χ. εκεί ζει ο μεγάλος βυζαντινός ιστοριογράφος Μιχαήλ Δούκας που μας άφησε παρακαταθήκη την σπαρακτική αφήγηση της άλωσης της Πόλης.
Η μεγαλύτερη, όμως παρακαταθήκη του είναι άλλη και αρχίζει από την πολιορκία της Μυτιλήνης από τους Τούρκους, κατά την οποία ο Δούκας συνεχίζει τη συγγραφή της ιστορίας, ενώ οι τελευταίες λέξεις της ιστοριογραφίας του κόβονται απότομα.
Είναι πραγματικά αδιανόητο, γιατί τον είχαν σκοτώσει ή τον αιχμαλώτισαν καθώς εξιστορούσε την πολιορκία της ίδιας της πόλης που ζούσε.
Κατά τις τελευταίες ώρες του, δεν κοίταξε να φάει, να κάνει έρωτα, να προσευχηθεί ή οτιδήποτε θα ανακούφιζε την αγωνία του, αλλά να εκπληρώσει το ηθικό χρέος απέναντι στην αποστολή του για τις επόμενες γενιές, μένοντας πιστός μέχρι τέλους στην εξιστόρηση και στο χρέος να μάθουν οι επόμενοι την πραγματική ιστορία.
Φεύγουμε, πια, από τα Ελληνικά ύδατα και διασχίζουμε τον ατλαντικό και φτάνουμε στο 1970 στα στενά του Μπρούκλιν και του Μπρόνξ.
Ο Φράνκ Σέρπικο, αστυνομικός της Νέας Υόρκης αγανακτισμένος από την εκτεταμένη διαφθορά της τοπικής αστυνομίας και την κάλυψη της από την πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία, αποφασίζει να μιλήσει στους New York Times.
Η συνέχεια ήταν καταιγιστική, καθώς οι Αμερικάνοι μαθαίνουν για το πέπλο ανομίας και συγκάλυψης της αστυνομίας της Νέας Υόρκης.
Ο ίδιος ο Σέρπικο γίνεται ο απόκληρος αστυνομικός και τραυματίζεται σοβαρά σε μια έφοδο, στην οποία πιθανώς ήταν παγιδευμένος από τους «δικούς» του συναδέλφους… επιλέγοντας να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του με τα τραύματα στο κορμί και στην ψυχή να τον ακολουθούν. (αξίζει να δείτε τη συγκλονιστική ομώνυμη ταινία με πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη).
Αυτό ήταν το ηθικό χρέος απέναντι στις αρχές της δικαιοσύνης , της τήρησης των νόμων και της εμπιστοσύνης του κοινωνικού συνόλου στη λειτουργία των θεσμών. Δεν χρειάστηκε να πει «και τι να κάνω τώρα;», «είναι οι δικοί μου, θα τους καλύψω, να παίρνω ήσυχα τον μισθό μου».
Τα έβαλε με ένα ολόκληρο σύστημα και κατέστρεψε τη ζωή του, το αποτέλεσμά όμως ήταν εως τώρα η πιο έντιμη αστυνομία στις ΗΠΑ να είναι αυτή της Νέας Υόρκης.
Και φτάνουμε, πλέον, και στο σήμερα Σε ένα ΤΩΡΑ όπου καμιά τεχνολογική πρόοδος, καμιά αναδιάρθρωση της οικονομίας ή μεταρρύθμιση στην παιδεία δεν αρκεί από μόνη της για να στηρίξουμε ξανά τη χώρα και την κοινωνία στα πόδια της.
Ηθικό μας χρέος είναι να ορίσουμε τις Θερμοπύλες μας, να μείνουμε πιστοί στην αποστολή μας και στο χρέος μας απέναντι σε κοινωνία και χώρα, ακόμα και αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με τους «δικούς μας» υπηρεσιακά, οικογενειακά και ιδεολογικά.
Το γνωρίζω δεν είναι εύκολο και δεν θα εμπεδώσει σαν λογική και πρακτική άμεσα.
Πρέπει, όμως, να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να καταφέρουμε να σταθούμε ατομικά και συλλογικά στο ρευστό μέλλον που έρχεται καλπάζοντας.