Ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 1 επαναλειτουργεί από την περασμένη Πέμπτη, έπειτα από τις εργασίες συντήρησης που προηγήθηκαν, μεταφέροντας όμως ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου που είναι μειωμένες σε σχέση με το παρελθόν.
Οι αναλυτές στην πλειονότητά τους δεν εκπλήσσονται από αυτήν την εξέλιξη. Οι ρωσικές ροές είχαν άλλωστε ήδη μειωθεί σημαντικά, και ο αγωγός επαναλειτούργησε παρά τις περί του αντιθέτου ανησυχίες.
Η Γηραιά Ήπειρος εξακολουθεί, ωστόσο, να βρίσκεται σε κατάσταση ενεργειακού συναγερμού, κατάσταση από την οποία δεν αναμένεται να βγει σύντομα. Αντιθέτως.
«Τα προβλήματα φυσικού αερίου της ΕΕ δεν πρόκειται να τελειώσουν με την απεξάρτηση από τη Ρωσία», σημειώνει σε ανάλυσή του ο ιστοχώρος Gzero του Eurasia Group, υπογραμμίζοντας πως, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει ενεργειακός εφοδιασμός που να είναι απαλλαγμένος από κινδύνους («…there’s no such thing as a risk-free energy supply») αλλά ούτε και ενεργειακός εφοδιασμός χωρίς πολιτικές προεκτάσεις («all energy is political»).
Οι Ευρωπαίοι έχουν εδώ και καιρό συνειδητοποιήσει ότι η υπερβολική εξάρτηση από μόνο μια πηγή ενέργειας τους καθιστά γεωπολιτικά ευάλωτους. Ωστόσο, η στροφή από τη Ρωσία προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική δεν θα είναι ομαλή ή ανέφελη, όπως σημειώνεται.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2021, η Βόρεια Αφρική κάθεται πάνω σε 620 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου, ενώ η Αλγερία ήδη ξεχωρίζει ως ένας από τους πέντε μεγαλύτερους προμηθευτές της Ευρώπης. Τα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στα νερά του Ισραήλ υπολογίζονται σε περίπου δύο τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Ενώ και το Κατάρ, ο νούμερο ένα παραγωγός υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στον κόσμο, θέλει να κάνει μπίζνες με την Ευρώπη.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, και με φόντο πια τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι αναλαμβάνουν δράση. Ο Ιταλός απερχόμενος πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι υπέγραψε προ ημερών συμφωνία με την πρόεδρο της Αλγερίας, Αμπντελματζίντ Τεμπούν, που ανοίγει τον δρόμο ώστε η Αλγερία να γίνει ο κορυφαίος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ιταλίας. Τις τελευταίες εβδομάδες, το Κατάρ συμφώνησε να αυξήσει τις παραδόσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στη Γερμανία, ενώ και η ΕΕ συνήψε τριμερή συμφωνία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ για τη μεταφορά ισραηλινού LNG στην Ευρώπη μέσω αιγυπτιακών εγκαταστάσεων.
Η νέα πολιτική της Ευρώπης για το φυσικό αέριο θα είναι και εκείνη επιρρεπής σε κινδύνους πλην όμως διαφορετικούς από εκείνους που απορρέουν πια από μια επιθετική Ρωσία.
Οι μεγαλύτερες άμεσες προκλήσεις θα έχουν να κάνουν με τη δημιουργία κατάλληλων νέων ενεργειακών υποδομών μεταφοράς και διασύνδεσης στην Αφρική και στην Ανατολική Μεσόγειο, για τις οποίες θα απαιτηθούν μεγάλες επενδύσεις.
Πάντως η εκτίμηση των αναλυτών του Eurasia Group είναι πως οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να κινηθούν γρήγορα σε αυτό το μέτωπο, αν και πλέον έχουν το κίνητρο για να το πράξουν.
Ένας δεύτερος μεγάλος «πονοκέφαλος» απορρέει από τα μελλοντικά σχέδια της Ευρώπης για το κλίμα – σχέδια που θέλουν την ΕΕ να είναι κλιματικά ουδέτερη ως το 2050, έχοντας επιτύχει μηδενικές εκπομπές – τα οποία όμως συγκρούονται με όσα προωθούνται τώρα στο μέτωπο του φυσικού αερίου με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι Ευρωπαίοι διστάζουν να συνάψουν συμβάσεις που θα τους υποχρεώνουν να συνεχίζουν μακροπρόθεσμα να εισάγουν ορυκτά καύσιμα για αρκετές δεκαετίες.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Eurasia Group, η Ευρώπη πορεύεται επί του παρόντος με ορίζοντα δεκαετίας και, ως εκ τούτου, τα κράτη στα οποία η Ευρώπη τώρα στρέφεται για να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες υδρογονανθράκων γνωρίζουν ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος τους.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, οι εξαγωγείς ενέργειας (χώρες όπως το Κατάρ για παράδειγμα) είναι σαφές πως θα ασκήσουν πιέσεις στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν πιο μακροπρόθεσμα συμβόλαια από τους Ευρωπαίους. Σημειωτέων πως για τους εξαγωγείς, η Ευρώπη δεν είναι η μοναδική αγορά. Υπάρχει και η Ασία.
«Η ιδέα ότι η Ευρώπη μπορεί να εξασφαλίσει προμήθειες φυσικού αερίου μέχρι το έτος 2030 και στη συνέχεια να διαφοροποιηθεί γρήγορα δεν είναι πολύ ρεαλιστική», σημειώνει από την πλευρά του ο Μπεν Κάχιλ του Center for Strategic and International Studies.
Πηγή: kathimerini