Η Ελλάδα κατέχει μία από τις υψηλές θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη σε ποσοστά παχυσαρκίας των πολιτών της, ενώ η θέση της επιδεινώνεται όσον αφορά το ποσοστό παχυσαρκίας σε ανηλίκους.
Με μεταβολική βόμβα που απειλεί τη δημόσια υγεία στη χώρα μας παραλληλίζουν οι ειδικοί την παχυσαρκία και ζητούν άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις.
Η Ελλάδα κατέχει μία από τις υψηλές θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη σε ποσοστά παχυσαρκίας των πολιτών της, ενώ η θέση της επιδεινώνεται όσον αφορά το ποσοστό παχυσαρκίας σε ανηλίκους. Το 2019, παχύσαρκος ήταν 1 στους 6 πολίτες (17%) και σχεδόν 1 στους 2 (50%) είχε βάρος πάνω από το φυσιολογικό. Αντίστοιχη υψηλή συχνότητα παχυσαρκίας διαπιστώνεται και στα παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών. Μόνο το 30,3% του γενικού πληθυσμού έχει κανονικό βάρος.
Τα στοιχεία παρουσίασαν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παχυσαρκίας (τιμάται στις 4 Μαρτίου αλλά λόγω του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος και του εθνικού πένθους η παρουσίασή τους έγινε σήμερα) οι ειδικοί κκ Κώστας Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης των Τεχνολογιών Υγείας, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Πα.Δ.Α., Ευθύμιος Καπάνταης, Παθολόγος με Εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας, Νικόλαος Τεντολούρης, καθηγητής Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας και η κυρία Αναστασία Μπαρμπούνη, Καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας, Υγιεινής και Πρόληψης Νόσων, Τμήμα Δημόσιας & Κοινοτικής Υγείας, Σχολή Δημόσιας Υγείας, Πα.Δ.Α.
Με βάση τα δεδομένα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σήμερα το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού στον δυτικό και αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπέρβαροι και το 25% παχύσαρκοι (OECD analyses on the WHO Global Health Observatory, 2018). Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ότι το ποσοστό της παχυσαρκίας στην επόμενη δεκαετία θα φθάσει στο 50% με τους μισούς από τους παχύσαρκους να έχουν νοσογόνο παχυσαρκία. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, προβλέπεται ότι το 2030 σχεδόν 1 στους 3 κατοίκους θα είναι παχύσαρκος, με ρυθμό ετήσιας αύξησης του ποσοστού από το 2010 έως το 2030 να είναι 1,5%, ενώ στα παιδιά ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός αύξησης είναι 2,1%. Η άκρως δυσοίωνη πρόβλεψη είναι ότι το 2060 το 75% των κατοίκων της Ελλάδας θα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Η επίπτωση της παχυσαρκίας
Η παχυσαρκία, ως νόσος αλλά και ως αιτιολογικός παράγοντας, επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό φορτίο νοσηρότητας, καθώς συνδέεται με μια σειρά από νοσήματα όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2, η δυσλιπιδαιμία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, η κατάθλιψη, τα προβλήματα του μυοσκελετικού κ.ά.
Με βάση εκτιμήσεις για την Ελλάδα, η συνολική οικονομική επιβάρυνση από την παχυσαρκία ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 2,4% του ΑΕΠ ή, σε νομισματικά μεγέθη, σε 4,3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πάνω από το 50% αυτής της δαπάνης αφορά σε απώλειες παραγωγικότητας, δηλαδή επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας, ως αποτέλεσμα της απουσίας από την εργασία λόγω προβλημάτων υγείας, που συνδέονται με την παχυσαρκία. Κάθε χρόνο, η νοσοκομειακή δαπάνη του δημόσιου συστήματος υγείας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας (και των συνδεόμενων με αυτή νοσημάτων) υπερβαίνει τα 650 εκατομμύρια ευρώ, σε ένα σύστημα, το οποίο διαχρονικά αλλά και ιδιαιτέρως στις μέρες μας, λειτουργεί με μεγάλο φόρτο.
Ωστόσο, για το ευρύ κοινό η παχυσαρκία είναι υποεκτιμημένη ως νόσος. Το 84% των ατόμων δεν γνωρίζει ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση πολλών καρκίνων, το 50% αγνοεί τη σχέση της παχυσαρκίας με τα καρδιοαγγειακά συμβάντα και το 25% δεν γνωρίζει ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία. Η πραγματικότητα είναι ότι η παχυσαρκία είναι αιτία σοβαρών, ακόμα και απειλητικών, για τη ζωή καταστάσεων. Όσο περισσότερο παχύσαρκος είναι κάποιος, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος να αποκτήσει μία σχετιζόμενη με την παχυσαρκία χρόνια πάθηση.
Κατά τον ΟΟΣΑ, η παχυσαρκία ενοχοποιείται για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής και μείωση του ΑΕΠ. Μόνο στην Ευρώπη, οι πρόωροι θάνατοι που οφείλονται στην παχυσαρκία και τις συνέπειές της ξεπερνούν τους 337.000 ετησίως, ενώ το κόστος ξεπερνά το 70 δις. ευρώ ετησίως.
Το προφίλ των παχύσαρκων ατόμων
Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εισοδηματικής ανισότητας στις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των υπέρβαρων παιδιών, ενώ η παχυσαρκία στα παιδιά της Ευρώπης σχετίζεται στενά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γονέων τους.
Υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και στη χώρα μας εντοπίζονται σε άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό ή/και εκπαιδευτικό επίπεδο και με ανεπαρκή σωματική δραστηριότητα. Επίσης, στην Ελλάδα, όσον αφορά παράγοντες που επιδρούν στην εμφάνιση της παχυσαρκίας, σημειώνεται υψηλή πρόσληψη ζάχαρης και χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών, ενώ παρατηρούνται υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών. Ανευρίσκονται επίσης υψηλά ποσοστά παθήσεων που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρκίνος της μήτρας, του μαστού κλπ.
Η διαχείριση του προβλήματος
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι πολύπλοκη και απαιτεί διεπιστημονικές και διατομεακές παρεμβάσεις σε βάθος χρόνου με συνέπεια και συνέχεια, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας απαιτεί κυρίως παρεμβάσεις κοινοτικής προσέγγισης με τη συνεργασία των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας και δημόσιας υγείας στην οικογένεια, στο σχολείο, στους χώρους εργασίας και στους «θύλακες» ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Ο απώτερος σκοπός των παρεμβάσεων αυτών είναι να βελτιωθεί η υγειονομική και διατροφική εγγραμματοσύνη των πολιτών και η προσαρμογή της συμπεριφοράς των νοικοκυριών σε καλές πρακτικές που συνδυάζουν την υγεία, την ευεξία και την απόλαυση της καθημερινής ζωής.
Στη χώρα μας είναι υπό ανάπτυξη ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας και της παχυσαρκίας των ενηλίκων με παρεμβάσεις που στοχεύουν σε ευρύτερες αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον που θα διευκολύνει την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η βελτίωση και αλλαγή του τρόπου ζωής και των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών που επηρεάζουν την υγεία οδηγεί σε βελτίωση της διατροφής, αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και διατήρηση ενός υγιούς βάρους, με απώτερο στόχο τη συνεπακόλουθη βελτίωση των δεικτών νοσηρότητας και την πρόληψη χρονίων νοσημάτων που σχετίζονται με το σωματικό βάρος.