Η Ελένη και ο Παναγιώτης άφησαν πίσω τη ζωή τους στην πρωτεύουσα για μία πιο ποιοτική καθημερινότητα στην ορεινή Αρκαδία.
Είναι δύο το μεσημέρι και στο λιθόστρωτο κεντρικό στενό της Καρύταινας το μικρό παντοπωλείο της Κυριακής είναι κλειστό. Η Ελένη Κουσκουρέλου με περιμένει στη διασταύρωση, το ραντεβού είναι στο ωραίο πέτρινο σπίτι κάτω από το κάστρο, όπου ζει μαζί με την οικογένειά της.
Η φράση του Νίκου Καζαντζάκη που το χαρακτήρισε ως «Τολέδο της Πελοποννήσου» έρχεται στο μυαλό μου καθώς το βλέπω να υψώνεται, άγρυπνος φρουρός της μικρής «καστροπολιτείας» όπου περπατάω. Παρότι αυστηρό, το φημισμένο φρούριο νιώθω ότι με καλωσορίζει, χάρη στο ευγενικό χαμόγελο της γυναίκας που έχω μπροστά μου και με καλεί να δρασκελίσω το κατώφλι. Ο Παναγιώτης, ο σύζυγός της, μας περιμένει καθισμένος στο τραπέζι. Ευγενική φυσιογνωμία, γελαστή. Φιλόξενη, όπως και το σπιτικό που έφτιαξε με τα χέρια του, κάνοντας τις πέτρες να ξανασυνδεθούν, να υψωθούν και να συνταιριάσουν για να δεχτούν τη μικρή του οικογένεια.
«Ζούσαμε και δουλεύαμε στην Αθήνα. Η ιδέα να έρθουμε στην Καρύταινα για να μείνουμε είχε πέσει στο τραπέζι μετά το 2000. Ο Τάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ και στα 25 του ήρθε στην Αθήνα. Εγώ έχω αναμνήσεις από το χωριό, γιατί εδώ ήταν το σπίτι των παππούδων μου. Θυμάμαι πως πάντα μου άρεσε η ελευθερία που ένιωθα στο χωριό. Συναντιόμασταν με ξαδέρφια, παίζαμε κρυφτό μεγάλοι και μικροί στην πίσω γειτονιά», λέει η Ελένη σερβίροντάς μου ελληνικό καφέ.
Τα παράθυρα της κουζίνας και του σαλονιού έχουν άπλετη θέα στον οικισμό, την ιδανική θέα που όλοι ονειρευόμαστε κλεισμένοι στα διαμερίσματα. Αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα επαναλάμβαναν τη λέξη ελευθερία. «Ορίζοντας», προσθέτω νοερά. Και δυνατότητες να ζήσεις με μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Η απόφαση να αλλάξουν τη ζωή τους
Η Ελένη είναι παιδαγωγός. Με κάθε χαμόγελό της, με κάθε φράση, νιώθω ότι μου μεταδίδει τη χαρά της ζωής. Τη χαρά που προσφέρει εδώ και 35 χρόνια στα παιδιά. Αλλά και στους γονείς που την επιλέγουν για να τα απασχολήσει δημιουργικά στα πάρτι που διοργανώνουν. Πλέον ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου, συνεργάζεται με μουσεία, οργανώνει θεματικές γιορτές για παιδιά, μαζί με τον Παναγιώτη που έχει αναλάβει τα ηχητικά και τον φωτισμό. Μικρές, κανονικές παραγωγές. Οι αποστάσεις δεν τους ενοχλούν, τις θεωρούν μικρές -δεν συγκρίνονται καν με τις ώρες που χαράμιζαν στους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας.
«Στην Αθήνα δούλευα σε νηπιαγωγείο και παράλληλα έκανα σεμινάρια παιδαγωγικής μουσείου και θεατρικού παιχνιδιού -έχω εξειδικευτεί σε αυτό. Ήμουν για ένα διάστημα και εξωτερικός συνεργάτης στο Παιδικό Μουσείο της Αθήνας. Εκεί κάναμε κάτι πρωτοποριακό για την εποχή: παιδικές γιορτές μέσα στα εκθέματα», λέει. Όμως, έψαχνε κάτι διαφορετικό, παρόλο που η απόφαση άργησε λίγο να παρθεί. Έψαχνε να ριζώσει και να ζήσει κοντά στη φύση. Η λέξη ελευθερία επανέρχεται σαν «μάντρα».
«Δούλευα από 18 χρονών. Έβλεπα τις μαμάδες να τρέχουν για να προλάβουν να είναι καλές σε όλους τους ρόλους τους. Ήθελα όταν κάνω κι εγώ παιδί να έχω μαζί του χρόνο ποιοτικό και ουσιαστικό. Όταν γεννήθηκε ο γιος μας, ο Διονύσης, μάς έδειξε καθαρά τον δρόμο. Είχαμε την ιδέα να έρθουμε εδώ μόνιμα, «μπαλαντζάραμε», ένα βήμα προς, τρία πίσω. Εγώ δεν ένιωθα έτοιμη. Με πίεζε στη σκέψη ότι θα ήμουν σε ένα μέρος όπου μπορεί να ελεγχόμουν από την τοπική κοινωνία. Αυτό το δούλεψα με τον εαυτό μου, έκανα drama therapy 3 χρόνια. Με βοήθησε πάρα πολύ, μου ξεκαθάρισε τη σκέψη, τις επιλογές και τις προτεραιότητες. Κι έτσι, όταν ήρθαμε ήμουν πλέον έτοιμη».
Με τον γιό της μόλις δυόμιση χρονών, τον άντρα της να δουλεύει στην τράπεζα στη Μεγαλόπολη και στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του να φτιάχνει το σπίτι τους, με πολλά προβλήματα -για κάποιο διάστημα χωρίς καν ρεύμα στο σπίτι-, η απόφαση άρχισε να υλοποιείται. Και η Ελένη να βγάζει τα προς το ζην, κάνοντας κάτι που της αρέσει, απολαμβάνοντας τη ζωή στο χωριό και τη συναναστροφή με τους ντόπιους και τους επισκέπτες που έρχονται τα σαββατοκύριακα, στα τριήμερα και στις γιορτές.
«Εδώ στην Καρύταινα κάνω δυο πράγματα. Το ένα είναι το «Τρένο της χαράς». Το τρένο συμβολίζει τη φυγή μας από την πόλη. Προσθέσαμε τη λέξη χαρά γιατί αυτό θέλουμε να δίνουμε στους ανθρώπου.
Δημιουργικό παιχνίδι και πολιτιστικές δράσεις συναντιούνται στην Καρύταινα
Το τρένο «κουβαλάει» το θέμα κάθε εκδήλωσης. Στο υπόγειό τους φυλάνε τα διάφορα σκηνικά που χρησιμοποιούν. Στο κινητό της υπάρχουν δεκάδες φωτογραφίες. Και στο internet το facebook page όπου κάθε φορά προβάλλει τις εκδηλώσεις. «Κάθε μήνα προσπαθούμε να δημιουργούμε μια εκδήλωση, μια δράση με κάθε αφορμή. Για να ευχαριστιούνται οι Καρυτινοί και να φέρνουμε κόσμο από την Αθήνα στο χωριό», παρατηρεί, ρωτώντας με αμέσως μήπως θα ήθελα να μου φτιάξει κάτι να φάω.
Η Ελένη έχει γίνει επίσης πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου το «Κοινόν Καρυτινών», κι έτσι διοργανώνουν πολιτιστικές δράσεις για την ανάδειξη του τόπου. «Ένα παράδειγμα είναι η αναβίωση που κάναμε με αφορμή την πρώτη μάχη του αγώνα που έγινε κοντά στην Καρύταινα, στις 27 Μαρτίου του 1821. Την παρακολούθησαν 900 άτομα -ντόπιοι και επισκέπτες. Τότε συνεργαστήκαμε με συλλόγους αναβιωτών στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, που συλλέγουν παραδοσιακές φορεσιές και όπλα. Μετά φτιάξαμε ένα ντοκιμαντέρ ως παρακαταθήκη για τον τόπο μας», λέει και σηκώνεται φουριόζα να μου φέρει ένα γλυκό για κέρασμα.
«Στο χωριό έχουμε κάνει και γιορτές γεύσης. Στήσαμε στην πλατεία σκηνικά με κουζίνα, καφενεδάκι. Tα παιδιά μαγείρευαν επιτόπου, είχαμε και μια ορχήστρα με άλλα παιδιά 9-11 ετών που μας παίξανε ρεμπέτικα. Εγώ έπαιξα με τα παιδιά παραδοσιακά παιχνίδια που έχουν σχέση με τη διατροφή. Ήταν από τις πιο ωραίες μας γιορτές. Φέτος, μαζί με την Λίλλυ Τριαντάρη κάναμε αφηγήσεις παραμυθιών με φόντο το κάστρο, σε μια αυλή του πρώην δημαρχείου. Με την πειραματική σχολή Καλαμάτας οργανώσαμε το καλοκαίρι κατασκευή θεατρικής κούκλας και εμψύχωσή της. Αυτό έγινε σε συνεργασία με την Λέτα Πετρουλάκη, μια γυναίκα πολύ δραστήρια που οργανώνει και το φεστιβάλ κουκλοθέατρου της Καλαμάτας κάθε χρόνο. Τα παιδιά εντυπωσιάστηκαν μαζί της», συμπληρώνει, βομβαρδίζοντάς με με πληροφορίες.
Όταν το χόμπι γίνεται δημιουργία
Η έκπληξη θα έρθει σε λίγα λεπτά από τον λιγομίλητο Παναγιώτη, ο οποίος σε μια αποστροφή της κουβέντας θα μου πει ότι αφενός έχει μάθει μόνος του να φτιάχνει χειροποίητα δερμάτινα εξώφυλλα για άλμπουμ, αφετέρου κάνει συλλογή παραδοσιακών υφαντών χαλιών. Ένας ακόμη δραστήριος και πολυπράγμων άνθρωπος βρίσκεται μπροστά μου. «Η ιδέα ξεκίνησε όταν κατάλαβα ότι για να βάλουμε τις φωτογραφίες του γάμου μας σε ένα δερματόδετο άλμπουμ, έπρεπε να δώσω 3-4 μισθούς στον βιβλιοδέτη. Και τότε σκέφτηκα ότι αυτό μπορώ να το κάνω μόνος μου. Έτσι πειραματίστηκα. και μετά άρχισα να φτιάχνω δικά μου. Είναι όλα στο χέρι, με φυσική κατεργασία. Για το εσωτερικό χρησιμοποιώ πάπυρο και λεπτά διάφανα φύλλα, τις λεγόμενες «αράχνες», όπως τα έκαναν παλιά. Στην Αθήνα δημιούργησα ένα μεγάλο δίκτυο καλών πελατών που μου έκαναν πολλές παραγγελίες σε γιορτές -έφτασα να βγάζω όσα χρήματα έπαιρνα και από την τράπεζα», καταλήγει χαμογελώντας.
Το άλλο του χόμπι το απέκτησε βλέποντας πεταμένες στα σκουπίδια προίκες ολόκληρες από ολοκαίνουργια και απάτητα χειροποίητα υφαντά χαλιά, τους «γιούκους», όπως τα έλεγαν. Μαζεύοντάς τα, έφτασε να κάνει μια συλλογή τουλάχιστον 600 από αυτά.
Συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, μου μιλάνε στο τέλος για το μέλλον τους: «Αναζητούμε το επόμενο βήμα. Είναι πιθανό να ανοίξουμε στο ισόγειο του σπιτιού μια αντικερί -άλλωστε ο Τάκης έχει μια μεγάλη συλλογή και από άλλα αντικείμενα. Μαζεύει παλιά τηγάνια που βρίσκει πεταμένα στο ρέμα, κόσκινα που είναι έργα τέχνης. Λάμπες λουξ παλιάς τεχνολογίας, σίδερα μασίφ που τα χρησιμοποιούσαν οι ράφτες», προλαβαίνει να πει η Ελένη.
Λίγο πριν τους παραδώσω στα χέρια του φωτογράφου μας, του Περικλή Μεράκου, θα τους ρωτήσω για τη ζωή στην Καρύταινα τον χειμώνα, περιμένοντας ενδόμυχα να τους ακούσω να παραπονιούνται. Η απάντηση με ξαφνιάζει: «Αυτή είναι η εποχή που η ζωή στο χωριό είναι ιδανική. Συναντιόμαστε με φίλους πολύ πιο συχνά. Όταν έρχονται από την Αθήνα – κάτι που γίνεται τα περισσότερα σαββατοκύριακα-, απλά μας χτυπάνε το τζάμι και μπαίνουν. Έχουμε καταλήξει να τους βλέπουμε πολύ πιο συχνά από ό,τι όταν ζούσαμε στην πόλη».
Λίγα λεπτά αργότερα θα φωτογραφηθούν μόνοι τους και μαζί. Με φυσικότητα θαυμαστή. Κι ένα αγκάλιασμα που φανερώνει ανεπιτήδευτη συντροφικότητα και αγάπη.