Οι εκλογές στην Τουρκία και οι επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Η 15η Μαΐου βρίσκει την Τουρκία διχασμένη με την αντιπολίτευση να αμφισβητεί ευθέως τα εκλογικά αποτελέσματα τα οποία με καταμετρημένο το 94,24% των ψήφων δίνουν στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προβάδισμα με 49,59%, τον ηγέτη της ενωμένης αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου 44,67% και τον τρίτο εθνικιστή υποψήφιο Σινάν Ογκάν να συγκεντρώνει το 5,29% (σύμφωνα με την Καθημερινή) και να αποτελεί την έκπληξη αλλά και σε μεγάλο βαθμό τον ρυθμιστή των εξελίξεων του δεύτερου γύρου των εκλογών που θα διεξαχθούν στις 28 Μαΐου.
Στις 191.000 κάλπες προσήλθε η μεγάλη πλειοψηφία των 60.697.833 τούρκων εκλογέων με τη συμμετοχή να πλησιάζει το 88%. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι τα 5,5 εκατομμύρια ψήφιζαν για πρώτη φορά, ψηφοφόροι εκ των οποίων οι περισσότεροι δεν γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους διαφορετική ηγεσία από τον τούρκο πρόεδρο ο οποίος ανήλθε στην εξουσία πριν 20 χρόνια, στις 14 Μαρτίου 2003, όταν στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Σημίτης, από τότε η Ελλάδα άλλαξε 9 Πρωθυπουργούς (σσ: εκ των οποίων 2 υπηρεσιακοί) με τον Ερντογάν να παραμένει αδιάλειπτα στην εξουσία.
Αν θέλει κανείς να περιγράψει σε μία πρόταση το τι συνέβη στις τουρκικές εκλογές μπορεί να πει πως ο Τούρκος πρόεδρος διέψευσε τις δημοσκοπήσεις (σσ: και τις εκτιμήσεις των δυτικών) και ο ηγέτης της αντιπολίτευσης διέψευσε τις προσδοκίες για πολιτική αλλαγή κάτι που εν πολλοίς οφείλεται στο ότι επέλεξε να είναι ο ίδιος αντίπαλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παρά το γεγονός ότι είχε χάσει επανειλημμένα από αυτόν, ενώ στον αντίποδα ο Εκρέμ Ιμάμογλου θα είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.
Παρόλα αυτά δεν πρέπει να αποδοθεί μεγαλύτερη ευθύνη, από ότι του αναλογεί, στον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και αυτό διότι η κυβέρνηση Ερντογάν είχε φροντίσει με μεθοδεύσεις και έωλες κατηγορίες να τον θέσει (σσ: τον Εκρέμ Ιμάμογλου) εκτός εκλογικής διαδικασίας, κάτι που δεν ήταν το μόνο ανορθόδοξο που έκανε προκειμένου να διατηρηθεί στη προεδρία.
Ορισμένα πράγματα τα οποίο δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψιν, κατά τις εκτιμήσεις των δυτικών κυρίως μέσων, αλλά και των δημοσκόπων, ήταν πως στην Τουρκία 17 εκατομμύρια άνθρωποι, το 20% δηλαδή του πληθυσμού, ζουν αποκλειστικά από τα επιδόματα τα οποία είχε αυξήσει το τελευταίο διάστημα πάρα πολύ ο τούρκος πρόεδρος, κάτι που όπως φάνηκε, εκτιμήθηκε δεόντως. Ακόμα στην Ανατολία, εκεί που είναι ιδιαιτέρως ισχυρός ο Τούρκος πρόεδρος, υπάρχει πολύ μικρή έως ελάχιστη πρόσβαση στο διαδίκτυο, σε αντίθεση με τα μικρασιατικά παράλια και τα μεγάλα αστικά κέντρα που ήταν πιο ισχυρή η ενωμένη αντιπολίτευση, και για αυτό το λόγο ελάχιστοι απαντούσαν στις μετρήσεις που γινόταν με αποτέλεσμα να μην ληφθούν σοβαρά υπόψιν στην στάθμιση των ευρημάτων των δημοσκοπήσεων.
Ακόμα ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος έχοντας παραμένει αδιάλειπτα 20 χρόνια στην εξουσία, έχει κατορθώσει να ελέγξει πλήρως τον κρατικό μηχανισμό διαμορφώνοντας μία κατάσταση η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως Ερντογανισμός.
Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία ένας αυταρχικός ηγέτης δεν παρέδωσε την εξουσία με εκλογές, είτε διότι απλά δεν έκανε εκλογές είτε διότι «φρόντιζε» να τις κερδίζει διότι όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά σημασία δεν έχει μόνο ποιος ψηφίζει αλλά και ποιος μετράει.
Πράγματα που φαντάζουν αδιανόητα σε μία δυτική χώρα, και ο λόγος είναι ακριβώς ο τρόπος της διακυβέρνησης του, η οποία είχε δημιουργήσει πλέον όχι απλά πολιτικούς αντιπάλους αλλά «εχθρούς».
Η πολιτική του επικράτηση ήταν ταυτόχρονα και θέμα φυσικής επιβίωσης, για το λόγο αυτό οι καταγγελίες της συμπροέδρου του κόμματος της γερμανικής αριστεράς Die Linke πως Γερμανοί παρατηρητές εμποδίσθηκαν δια των όπλων από Τούρκους στρατιώτες από το να εισέλθουν σε εκλογικά τμήματα δεν προκαλεί καμία εντύπωση.
Ενώ ο αρχηγός της αντιπολίτευσης μίλησε ευθέως για παρέμβαση της Ρωσίας στις τουρκικές εκλογές, ενώ και η ίδια η Ρωσία έχει εκφράσει με διάφορους τρόπους την στήριξή της στον Τούρκο Πρόεδρο με ότι αυτό συνεπάγεται και γνωρίζοντας τα όσα έχουν ειπωθεί στο παρελθόν για παρέμβαση ακόμα και στις Αμερικανικές εκλογές.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
Αναφορικά τώρα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αναμένεται να αλλάξουν παρά μόνο, ίσως σε επίπεδο ρητορικής, ανεξάρτητα από το ποιος θα επικρατήσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με τον Ερντογάν σε κάθε περίπτωση να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες τόσο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν όσο και γιατί θα έχει τον αέρα του νικητή, αλλά και διότι το προφίλ και η ιδεολογία που έχουν οι ψηφοφόροι του τρίτου εθνικιστή υποψηφίου Σινάν Ογκάν που συγκέντρωσε το 5,29%, είναι πιο κοντά στο Τούρκο Πρόεδρο.
Σε κάθε περίπτωση οι γνωρίζοντες θεωρούν εντελώς απίθανο να στηρίξει την αντιπολίτευση διότι αυτή έχει την στήριξη των Κούρδων.
Σε κάθε περίπτωση όποιος και αν είναι τελικά ο νικητής το σίγουρο είναι πως θα χρειαστεί την στήριξη των εθνικιστών με αποτέλεσμα ο ακραίος εθνικισμός να είναι αυτός που θα καθορίζει την εξωτερική πολιτική της γείτονος χώρας διότι αθροιστικά φτάνει το 25% με τον εθνικιστή Σινάν Ογκάν υποψήφιο πρόεδρο της Συμμαχίας ΑΤΑ να συγκεντρώνει 5,29%, την Μεράλ Ακσενέρ 10% και τον Νεβλέτ Μπαχτσελί 10,8% (αν και ανήκουν σε άλλους σχηματισμούς) με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η διακυβέρνηση της Τουρκίας χωρίς την στήριξή τους.
Παρά την προσωρινή ύφεση της έντασης η οποία είναι συγκυριακή, δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια ουσιαστική αλλαγή, η μακρόχρονη αναθεωρητική πολιτική της γείτονος χώρας δεν πρόκειται να αλλάξει και τα όσα ακούγονται για στροφή της Τουρκίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και για “διπλωματία των σεισμών” το πλέον πιθανό είναι ότι θα αποδειχθούν ευσεβείς πόθοι και η εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι ως δια μαγείας άλλαξε η επί δεκαετίες αναθεωρητική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αναμένεται να διαψευστεί και αυτό διότι αφενός αυτή η ύφεση είναι συγκυριακή και οφείλεται κυρίως στους σεισμούς αλλά και τις εκλογές και αφετέρου να πούμε ότι η Τουρκία δεν έχει άρει το Casus Belli εις βάρος της χώρας μας σε περίπτωση επέκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια, εξακολουθεί να αμφισβητεί την κυριαρχία των ελληνικών νησιών και να απαιτεί την αποστρατικοποίηση τους.
Επίσης, εξακολουθεί να θεωρεί ως τουρκική την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, το έκνομο τουρκολυβικό μνημόνιο εξακολουθεί να υφίσταται, ενώ ενισχύει διαρκώς την Στρατιά Αιγαίου με αμφίβια αποβατικά οχήματα.
Τα λόγια είναι ωραία αλλά επειδή οι πράξεις είναι που μετράνε ναι μεν να είμαστε καλοπροαίρετοι αλλά αφενός να κρατάμε μικρό καλάθι και αφετέρου να εκμεταλλευτούμε το παράθυρο ευκαιρίας για να ενισχύσουμε την αποτρεπτική ικανότητα της πατρίδας μας.
Η Ελλάδα μια κατεξοχήν ειρηνική χώρα που δίδαξε την δημοκρατία και τον πολιτισμό σε όλη την ανθρωπότητα το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε είναι μια ένοπλη σύγκρουση με την οποιαδήποτε γείτονα χώρα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αν δεχθεί επίθεση δε θα αμυνθεί και μάλιστα επιτυχώς ενάντια σε οποιαδήποτε χώρα το επιχειρήσει.
Σε κάθε περίπτωση όμως, και αυτό ισχύει για κάθε πολιτισμένη και δημοκρατική χώρα, ο σκοπός δεν είναι εάν γίνει πόλεμος να τον κερδίσουμε αλλά το να είναι τόσο ισχυρή η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας έτσι ώστε να μην γίνει ποτέ, διότι εν έτει 2023 η οποιαδήποτε ένοπλη σύγκρουση μπορεί να έχει μόνο χαμένους, γιατί ακόμα και αυτός που θα είναι νικητής στο πεδίο θα είναι “χαμένος” σε όρους οικονομίας, υποδομών και κυρίως ανεκτίμητων ανθρωπίνων ζωών.
Έτσι η πατρίδα μας θα πορευτεί προσδοκώντας πάντα σε σχέσεις καλής γειτονίας αλλά ταυτόχρονα να είναι προετοιμασμένη να υπερασπιστεί τα δίκαια του ελληνισμού όπως αυτά απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας κάτι που σημαίνει πως οφείλει να συνεχίσει αταλάντευτα την ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας.
Εν κατακλείδι να πούμε ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας αλλά και της ευρύτερης περιοχής να υπάρχει σταθερότητα στη γείτονα χώρα διότι μία πολιτική αστάθεια συνήθως την εξωτερικεύει και όπως έχει δείξει και η ιστορία οι κρίσεις που υπήρξαν μεταξύ των δύο χωρών ήταν πάντα σε περιόδους πολιτικής αστάθειας εκατέρωθεν.
Ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης είναι διδάκτωρ διεθνών σχέσεων του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του πανεπιστημίου Κρήτης με εξειδίκευση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής ήταν το ιστορικό των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας και η προοπτική οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μέσα από τη συγκριτική ανάλυση των δεδικασμένων των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων έως και σήμερα. Σπούδασε πολιτική επιστήμη σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο ίδιο τμήμα και είναι κάτοχος (με άριστα) του μεταπτυχιακού τίτλου «Δημόσιες και Ευρωπαϊκές πολιτικές ». Είναι επίσης απόφοιτος του τμήματος επιστήμης υπολογιστών του πανεπιστημίου Κρήτης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν τις διεθνείς σχέσεις και συγκεκριμένα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το διεθνές δίκαιο και τη σύμβαση για το δίκαιο της Θάλασσας.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Παπαδάκης
Διαβάστε ακόμη: