Με απόφαση του Δημάρχου Αμυνταίου κ. Άνθιμου Μπιτάκη και του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αμυνταίου, εγκρίθηκε και χορηγήθηκε η άδεια κατασκευής μνημείου, προ τιμή του παππού μου Παύλου Μωυσιάδη, για τη δράση του ως καπετάνιου των αντάρτικων Σωμάτων του Πόντου, στην πλατεία του αγαπημένου μου χωριού, στη Βεγόρα Φλωρίνης.
H ανέγερση του μνημείου, 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων προγόνων μας, αποτελεί πράξη ύψιστης τιμής προς τον αντάρτη Παύλο Μωυσιάδη, που μαζί με τα παλικάρια από το χωριό των προγόνων μας, το Αλτίνογλου Τσιφλίκ της Σεβάστειας, αρνήθηκαν την αναγκαστική επιστράτευση με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα εφιαλτικά Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) από τους Οθωμανούς. Ανέβηκαν στα βουνά ως δύναμη αυτοπροστασίας του Ελληνισμού της περιοχής και συμμετείχαν στα αντάρτικα Σώματα του πρωτοκαπετάνιου Κοτζά Αναστάς.
Αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη απόδοσης ύψιστης τιμής και προς όλους τους προγόνους μας, που χάθηκαν ξεριζωμένοι στις 19 Μαΐου του 1919, την αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό του Πόντου. Την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ πατάει το πόδι του στη Σαμψούντα και ξεκινάει την τελευταία και πιο άγρια φάση του σχεδίου εξόντωσης του Ελληνισμού του Πόντου με την υλοποίηση του φοβερού σχεδίου της “Λευκής Γενοκτονίας”.
Ήταν 4 Οκτωβρίου του 1919, όταν ξαφνικά εμφανίζονται στο χωριό τους, 40 ιππείς και δίνουν τη εντολή στα γυναικόπαιδα να εγκαταλείψουν, μέσα σε δύο ώρες τις πατρογονικές τους εστίες, 30 αιώνων. Δεν περνούσε ποτέ από το μυαλό τους, ότι τότε θα άρχιζε ο ξεριζωμός από τα χώματά τους και θα καταντούσαν για 3,5 χρόνια, ανέστιοι και πένητες στα βάθη της Ανατολίας.
Έτσι 911 άτομα κάτοικοι του χωριού εκτοπίστηκαν από το Τσιφλίκ στην Παϊπούρτη και από εκεί, μέσω Ντιαμπακίρ, Χαλεπίου και Βηρυτού έφθασαν στην Ελλάδα μόλις τα 250 άτομα. Εγκαταστάθηκαν, στο χωριό Κλείτος Κοζάνης και στο χωριό μας, στη Βεγόρα Φλωρίνης με την μακρόχρονη ιστορία του, χιλιετιών, ταυτόσημο με την Χάλκινη Ασπίδα των Μακεδόνων Μαχητών. Βρέθηκε στο χωριό μου και προέρχεται πιθανότατα από τη μάχη του 274 π.Χ., που έγινε στην περιοχή μεταξύ του βασιλέως των Μολοσσών Πύρρου και του μακεδονικού στρατού του Βασιλέως Αντιγόνου.
Η απόφαση ανέγερσης του μνημείου είναι επιπλέον σημαντική για όλους τους συγχωριανούς μας και ιδιαίτερα τους νέους μας, που ως τρίτη γενιά των προγόνων μας ανταρτών του Πόντου, αποδίδουν την ύψιστη τιμή προς όλους τους νεκρούς συγχωριανούς μας του Τσιφλίκ: Παιδιά, νέους, ηλικιωμένους, γυναίκες, άνδρες, που από τους 911 κατοίκους του οι 650 χάθηκαν μέσα στις κακουχίες του φοβερού ξεριζωμού και μακρόχρονου οδοιπορικού τους στη Μητέρα Ελλάδα.
Ποιος ήταν ο Παύλος Μωυσιάδης
Ποιος ήταν όμως ο καπετάνιος του οντιακού αντάρτικου; Ο Παύλος Μωυσιάδης του Νικολάου και της Παρθένας, γεννήθηκε 15 Ιουνίου του 1897 στο Αλτίνογλου Τσιφλίκ, που βρίσκεται βόρεια της Σεβάστειας του Πόντου και απεβίωσε 14 Αυγούστου του 1957 στο αγαπημένο μας χωριό, τη Βεγόρα Φλωρίνης, σε ηλικία μόλις 60 ετών. Ήταν παντρεμένος με την Μωυσιάδου Θεοδώρα και απέκτησαν μαζί οκτώ παιδιά την Παρθένα, την Αναστασία, τον Νικόλαο, τον Πολυχρόνη, τον Κωνσταντίνο, τον Κυριάκο, τον Δημήτριο και την Σόνια.
Η κύρια ασχολία του πατέρα του Νικόλαου με όλα τα παιδιά του, ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία και το εμπόριο ψαριών, που ψάρευαν από το ποτάμι Γιλντίζ-Ιρμά και τους δύο παραπόταμους που διέσχιζαν τα χωράφια και το χωριό τους. Παππούς του ήταν ο Παπά Δημήτρης Μωυσιάδης, ο εφημέριος και ψυχή της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του αγαπημένου τους χωριού, που μαζί με τα πέντε παιδιά του, ήλθαν από το Τογκουλτάχ της Τραπεζούντος και εγκαταστάθηκαν στο Αλτίνογλου Τσιφλίκ.
Ενεργός, ασυμβίβαστος και δραστήριος ο Παύλος Μωυσιάδης, από μικρός ενδιαφερόταν για τα κοινά και συμμετείχε ενεργά σε αυτά, στοιχεία που τον χαρακτήριζαν σε όλη του τη ζωή, έχοντας διατελέσει και Πρόεδρος, στο αγαπημένο μας χωριό τη Βεγόρα, τη δύσκολη περίοδο 1946-1950. Είναι σημαντικό να αναφέρω την επιλογή και συμμετοχή του, παρά τη μικρή του ηλικία, σε συμβούλιο (Μουχτάρ-χιετί) που εκτελούσε χρέη Δημογερόντων, στο χωριό του το Αλτίνογλου Τσιφλίκ και στα γύρω τουρκικά χωριά, όπου τους σέβονταν.
Πνεύμα ανήσυχο και ασυμβίβαστο με τις θηριωδίες των Τούρκων κατά των Ελλήνων του Πόντου, με αποκορύφωμα τα Τάγματα Εργασίας και τη “Λευκή Γενοκτονία”, όλα μέθοδοι καθοδήγησης του καθοδηγητή των Τούρκων, του δαιμόνιου Γερμανού Λίμαν Φον Σάντερς. Οι διωγμοί, οι λεηλασίες των Τούρκων ατάκτων και η εντολή για βίαιη ένταξη των ανδρών στα Τάγματα Εργασίας, ήταν η αφορμή που οδήγησε στο αποκορύφωμα της αντίδρασης του Παύλου Μωυσιάδη, που τον ακολούθησαν πολλοί νέοι του χωριού και κατέφυγαν στα βουνά.
Η γέννηση του ποντιακού αντάρτικου
Έτσι γεννήθηκε η πρώτη ομάδα ανταρτών του Αλτίνογλου Τσιφλίκ από 12 νέους, με επικεφαλής και πρωτοπαλίκαρο τον Παύλο Μωυσιάδη, μεταξύ των οποίων και ο Χαράλαμπος Τσαγκαρίδης, ο Ευθυμιάδης Αναστάσιος, ο Παπαδόπουλος Παύλος, ο Παπαδόπουλος Ιωάννης, που συμμετείχαν στο αντάρτικο του Πόντου και έδρασαν στα βουνά του βιλαέτι Σεβάστειας, μεταξύ Αμάσειας και Τοκάτης.
Αν και δεν είχε καμία στρατιωτική εκπαίδευση, τον διέκρινε ο έξυπνος τρόπος ενεργειών στον ανταρτοπόλεμο που διεξήγαγε με την ομάδα του, που αν και καπετάνιος άτακτης αντάρτικης ολιγομελούς ομάδας στην αρχή, ενεργούσε γρήγορα και αποτελεσματικά, καταφέρνοντας σοβαρότατα πλήγματα στον τακτικό τουρκικό στρατό. Η εξυπνάδα των δράσεων του καπετάν Παύλου φαίνεται και από την πολυμήχανη τακτική που ακολούθησε, προκειμένου να παραπλανήσει τον πολυπληθή τακτικό τουρκικό στρατό που μάχονταν εναντίον του (έχοντας μόλις μία ολιγομελή ομάδα 25-30 ανταρτών) και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει τα αναγκαία τρόφιμα για την επιβίωση των ανδρών του.
Εξουθενωμένη η ομάδα του μετά από πολυήμερες μάχες στα βουνά, ο καπετάν Παύλος αποφάσισε να στείλει απεσταλμένους του σε γειτονικό τουρκικό χωριό και να απαιτήσει τρόφιμα. Γνωρίζοντας ότι στο συγκεκριμένο χωριό υπήρχαν πληροφοριοδότες του τουρκικού στρατού, σκέφθηκε έξυπνα και απαίτησε τρόφιμα για πολλαπλάσιο αριθμό ανδρών, γνωρίζοντας ότι αυτό θα γίνονταν γνωστό στον επικεφαλής Τούρκο Διοικητή, με στόχο να τον τρομοκρατήσει και να αναστείλει την επίθεση εναντίων της ομάδας του. Όπως και έγινε! Έτσι αυτή του η ενέργεια του έδωσε τον χρόνο να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, αναγκαίες για την επόμενη επίθεση.
Όταν στις 4 Οκτωβρίου του 1919, όλοι οι κάτοικοι του Αλτίνιγλου τσιφλίκ υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν σε δύο ώρες τις πατρογονικές τους εστίες και άρχιζε ο ξεριζωμός, οι ανυπότακτοι Πόντιοι αντάρτες του Αλτίνογλου Τσιφλίκ, με επικεφαλής τον καπετάν Παύλο Μωυσιάδη, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν και αποφάσισαν να ανέβουν και πάλι στα βουνά, για να συνεχίσουν το αντάρτικο. Ενέταξε έτσι ο καπετάν Παύλος την ομάδα των ανταρτών του Τσιφλίκ, στο αντάρτικο σώμα του πρωτοκαπετάνιου Κοτζά Αναστάς (Αναστάσιου Παπαδόπουλου) από την Έρμπαα, του γνωστού Πόντιου Κολοκοτρώνη.
Αγωνιστικότητα και ανδρεία
Το φθινόπωρο του 1921, συμμετέχοντας στο αντάρτικο σώμα του Κοτζά Αναστάς, μετά από μάχες με μεραρχία του Λιβά Πασά του τακτικού Τουρκικού στρατού που διήρκεσαν 95 μέρες, κατάφεραν να εξοντώσουν 700 Τούρκους στρατιώτες, με δικές τους απώλειες μόλις 28 άνδρες. Η ηρωική αυτή αντίσταση των ανταρτών ανάγκασε τον Κεμάλ να στείλει εναντίον τους τον στρατηγό Τζεμάλ Τζεβήτ, ορκισμένο να τους εξαφανίσει, με τους 16 χιλιάδες άνδρες του.
Σε τρομερές συγκρούσεις που έγιναν στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στο χωριό Δαζλή, με καταδρομική ενέργεια των Ποντίων ανταρτών μαχητών, οι Τούρκοι ηττήθηκαν. Συλλαμβάνονται στις σκηνές τους ο στρατηγός Τζεμάλ Τζεβήτ, ο υπαρχηγός του Χουσεϊν Τοπούζογλου και άλλοι 17 επιτελικοί αξιωματικοί! Όλοι τους εκτελέσθηκαν δια λογχισμού επιτόπου, με τη κατηγορία «Εκ προθέσεως γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου». Σε διπλανές σκηνές οι ριψοκίνδυνοι αντάρτες βρήκαν και ελευθέρωσαν 65 Ελληνίδες, που είχαν απαχθεί για να εξυπηρετούν τα άρρωστα γούστα των Τούρκων. Τον ίδιο μήνα ο ηττηθείς το Φθινόπωρο του 1921 Λιβά πασάς, ζήτησε ανακωχή.
Για την αγωνιστικότητά του, τους αγώνες του, ως καπετάνιο του αντάρτικου του Πόντου, αλλά και στη συνέχεια σε όλες τις δράσεις της ζωής του στο χωριό μου, τη Βεγόρα, είναι σημαντικό να σας αναφέρω πώς εκφράζεται, με επιστολή προς το πρόσωπό του, ο Επιτελάρχης της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Πρωτευούσης, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει :
« ….οι υπέρ της Ελευθερίας αγώνες σας είναι γεμάτοι κακουχιών και θυσιών αίματος. Είναι γεμάτοι Δόξης και Θαυμασμού. Η καρτερία, η πίστις και η ανδρεία σας, σε όσους είχαμε την ευτυχία και την τιμήν να συμπολεμήσουμε, θα αποτελούν αιώνια τον ψυχικόν δεσμόν, αγάπης και αφοσιώσεως. Θα κοσμείτε πάντα την Ελληνικήν Ιστορία με τα λαμπρά κατορθώματά σας!
Διατηρήσατε τον ενθουσιασμό και την αγάπη σας προς τα αυτά ιδανικά και εστέ βέβαιος, πως η Πατρίς θα σας ευγνωμονεί. Ημείς δε οι συμπολεμισταί σας εις τας κρισιμωτέρας Εθνικάς στιγμάς, θα είμεθα πάντοτε οι κήρυκες της αλήθειας και του δικαίου σας, έτοιμοι μεταξύ σας, εφ’ όσον η Πατρίς κινδυνεύσει, δια νέας θυσίας…….».
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Οι Πόντιοι αντάρτες μαζί και ο καπετάν Παύλος Μωυσιάδης με τους αντάρτες του Τσιφλίκ δεν παραδόθηκαν ποτέ. Μόνο με τη συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών, της Λοζάνης τον Ιανουάριο του 1923, έκρυψαν τα όπλα τους στα βουνά, εφοδιάστηκαν με χαρτιά στη Σεβάστεια και κατέβηκαν στη Σαμψούντα, όπου με καράβια μεταφέρθηκαν στα λιμάνια της Ελλάδας. Ήταν 4 Οκτωβρίου του 1923 η μέρα που οι αντάρτες του Τσιφλίκ πάτησαν στην Ελλάδα. Ένας αγώνας γι’ αυτούς έληξε.
Όμως μας άφησαν παρακαταθήκη και κληρονομιά ηρωϊσμούς σαν και αυτούς που περιέγραψα. “Κλίνουμε Ευλαβικά το γόνυ, μπρος στον ηρωισμό σας και τους αγώνες σας υπέρ βωμών και εστιών”! Το μνημείο αυτό αποτελεί το καλύτερο μνημόσυνο και τη μέγιστη απόδοσης τιμής στη μνήμη του παππού μου και προγόνου μας Παύλου Μωυσιάδη και επιβράβευσης όλων των προγόνων μας, για το πνεύμα ελευθερίας και ανυπακοής τους στους διωγμούς των Οθωμανών.
Τιμώντας με το μνημείο αυτό τον Οπλαρχηγό Παύλο Μωυσιάδη, τιμούμε μαζί του κι όλους όσους συμμετείχαν στις αντάρτικες ομάδες, μη δεχόμενοι τις τουρκικές εκκαθαρίσεις. Ταυτόχρονα αποτελεί την καλύτερη παρακαταθήκη αρχών, αξιών αλλά και σφυρηλάτησης του ηθικού των επερχόμενων γενεών, που τόσο αναγκαία είναι στις μέρες μας, με τις τάσεις επανάληψης του αναθεωρητισμού, εκ μέρους της Τουρκίας, που επαναλαμβάνει και σήμερα.
Είμαι βέβαιος ότι ο ανά τον κόσμο διάσπαρτος Ποντιακός Ελληνισμός, αμάχητο τεκμήριο και ζωντανό κομμάτι του Οικουμενικού Ελληνισμού, θα αγωνιστεί συντονισμένα και με κάθε θεμιτό μέσο για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των 353,000 θυμάτων προγόνων μας.
Ο Πόντος και η Γενοκτονία των Ποντίων προγόνων μας δείχνουν τον δρόμο.