Η πολυεπίπεδη κρίση που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια ανέδειξε μεταξύ άλλων το αίτημα για ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και την ανάγκη για διατύπωση μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης που θα κινείται σε μεταρρυθμιστική τροχιά και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση για τον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής κοινωνίας.
Πρόκειται κατ’ ουσία για μια βαθιά διαδικασία ανασύνθεσης της πολιτικής που θα ξεπερνά το παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς και θα υπερβαίνει τόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία, όσο και τον νεοφιλελευθερισμό.
Σύμφωνα με την θεωρία «της σύνθεσης του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς υπάρχει ένας χώρος που δεν βρίσκεται στο μέσον μεταξύ των δύο άκρων, αλλά επιθυμεί να πάει πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά. Πρόκειται για τη διαμόρφωση ενός χώρου που εμφανίζεται όχι ως συμβιβασμός μεταξύ δύο άκρων, αλλά ως μορφή υπέρβασης του ενός και του άλλου, και επομένως ως ταυτόχρονη παραδοχή και αναίρεση.
Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών/αξιακών πλαισίων των δύο ιστορικών ιδεολογιών (φιλελευθερισμός – σοσιαλισμός), αλλά και την επανανοηματοδότησή τους. Ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον με τη μορφή του δογματικού κολεκτιβισμού και του κεντρικού σχεδιασμού που έλαβε είτε με την εκδοχή του Σοβιετικού Κομουνισμού στην Ανατολή, είτε με αυτή της Κεϋνσιανής «συμβιβαστικής» λύσης πρόνοιας στη Δύση, έχει χρεοκοπήσει.
Για αυτό και απαιτείται εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και τις κοινωνικά επωφελείς συνέπειες της ατομικής πρωτοβουλίας. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ανισότητα, η κοινωνική πόλωση και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής, η απουσία δημοκρατικού ελέγχου και ρύθμισης των παγκόσμιων αγορών βρίσκονται στον πυρήνα της σύγχρονης κριτικής. Για αυτό και απαιτείται μια νέα εξισορρόπηση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα, μια νέα ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και της επιχειρηματικότητας αφενός, και του κοινωνικού καθήκοντος και της ηθικής ευθύνης αφετέρου.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται να επανασχεδιαστεί η λειτουργία του κράτους καθώς και να επαναξιολογηθεί η λογική των προνοιακών πολιτικών, με τη δημιουργία ενός κράτους -στρατηγείου και ενός σύγχρονου κράτους επενδύσεων, που θα επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού (οικονομικού) περιβάλλοντος αφενός, και στην κοινωνική επένδυση αφετέρου, που σημαίνει να ενισχύει την ικανότητα και τις γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού μιας χώρας.
Η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει μεταπολιτευτικά ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο. Τις ιστορικές αποφάσεις για τον δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που λήφθηκαν μετά το 1974 και για μισό αιώνα ισχύον ανεξαρτήτως της εναλλαγής στην εξουσία κομμάτων με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην αρχή και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, έδωσε τη δυνατότητα να διευρύνει τόσο τους ορίζοντες της εξωτερικής πολιτικής της όσο και την ατζέντα των ζητημάτων ελληνικού ενδιαφέροντος. Η χώρα μας μετέχει στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία στον σκληρό πυρήνα της ολοκλήρωσης που είναι η ζώνη του ευρώ και όλες οι κινήσεις της συνδέονται, ευτυχώς, με αυτή την στρατηγική επιλογή της. Ευρισκόμενη όμως σ’ ένα ευαίσθητο στρατηγικό τμήμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα γειτονεύει με τις ασταθείς περιοχές των Βαλκανίων και της Μεσογείου και αντιμετωπίζει μια διαρκής απειλή από τη γειτονική της Τουρκία.
Για αυτό και δεν αρκεί σήμερα η απλή συμμετοχή μας σε έναν συνασπισμό. Στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, και στην τρέχουσα περίοδο ανανεωμένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των περιφερειακών παικτών του διεθνούς συστήματος, αναδεικνύεται η σημασία μιας συγκροτημένης Εθνικής Στρατηγικής, που επιτρέπει στην πατρίδα μας όχι απλώς να αντιδρά, αλλά να δημιουργεί τις προϋποθέσεις διπλωματικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχυροποίησης, συγχρονιζόμενη με την μεγάλη εικόνα και λαμβάνοντας υπόψη το αναδιατασσόμενο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε εταίρους, συμμάχους και ανταγωνιστές.
Η ελληνική πραγματικότητα δεν μπορεί άλλο να τρέφεται από λαϊκίστικές αυταπάτες και βολικές ψευδαισθήσεις, να στηρίζεται σε απλοϊκές εξηγήσεις και τελικά να οδηγείται στη δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας το σύνδρομο μιας Ελλάδας φοβικής, περίκλειστης, περιχαρακωμένης στα νότια όρια της βαλκανικής χερσονήσου. Με πρόταγμα το αξιακό παράδειγμα του φιλελεύθερου διεθνισμού και πυρήνα του εθνικού συμφέροντος τον γεωπολιτικό ρεαλισμό, να αναπτύξουμε μια Εθνική Στρατηγική που αποπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Μια Εθνική Στρατηγική πέρα και πάνω από κομματικές και παραταξιακές «ταμπέλες» και επίπλαστους διαχωρισμούς.
Ο κόσμος προχωρά και η ζωή εξελίσσεται. Για αυτό και η εμμονή σε αναφορές του παρελθόντος δεν αφορά κανένα. Αν κάτι τελικά χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα είναι μια «Επανάσταση της Κοινής Λογικής».
Σύντομο Βιογραφικό:
Ο Χρήστος Μπαξεβάνης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής/ΑΠΘ, Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου (Α.Π.Θ.) και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Κατέχει μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης στον κλάδο των Διεθνών Σπουδών του οικείου Τμήματος, και στον κλάδο της Ανάλυσης και Επίλυσης Διεθνών Συγκρούσεων του Πανεπιστημίου του Bradford (Η.Β.). Διετέλεσε Πρόεδρος στις Επιτροπές Προσφυγών της Υπηρεσίας Ασύλου και συνεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως Expert (Rapporteur) με αντικείμενο τη συνεργασία με τρίτες χώρες στον τομέα της προώθησης της νόμιμης μετανάστευσης στην ΕΕ. Δίδαξε σε δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια της χώρας, καθώς και του εξωτερικού. Συμμετέχει με ανακοινώσεις σε συνέδρια ενώ άρθρα και μελέτες του, μονογραφίες και συλλογικά έργα έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Διαβάστε περισσότερα:
Τουρκία: Το διακύβευμα των τουρκικών εκλογών και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων