Τρεις φορές πρωθυπουργός και πλέον πρόεδρος για τρίτη συνεχόμενη θητεία. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εισήλθε επίσημα στην τρίτη δεκαετία της διακυβέρνησής του στην Τουρκία, με ριζικές αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, προαναγγελία συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά και αναφορά στην «Γαλάζια Πατρίδα».
Το νέο υπουργικό σχήμα έχει ήδη μπει στο μικροσκόπιο των αναλυτών διεθνών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής, οι οποίοι προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα μηνύματα που θέλει να στείλει η Άγκυρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Τούρκος Πρόεδρος συγκρότησε την καλύτερη AKP Κυβέρνηση κατά την διάρκεια των θητειών του, για αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, την επόμενη ημέρα των εκλογών, να υπάρξει μια ισχυρή ομάδα, με γνώσεις και εμπειρία, έτοιμη να υπερασπιστεί, αλλά και να προωθήσει τις ελληνικές θέσεις.
Η πιο κρίσιμη αλλαγή για την Τουρκία είναι εκείνη στο υπουργείο Οικονομικών, καθώς η οικονομία της βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Το υπουργείο ανέλαβε ο Μεχμέτ Σιμσέκ ο οποίος επιφορτίζεται με το καθήκον της προσέλκυσης επενδύσεων και της αποκατάστασης της εικόνας της Τουρκίας στον κόσμο των αγορών. Ο Τούρκος οικονομολόγος σηματοδοτεί μια στροφή του Ερντογάν σε πιο «ορθόδοξες» πολιτικές για την αποκατάσταση της τουρκικής οικονομίας, καθώς ο πληθωρισμός κινείται στα ύψη και η αξία του εθνικού νομίσματος απομειώνεται καθημερινά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σιμσέκ έχαιρε εκτίμησης στις αγορές όταν είχε υπηρετήσει ως υπουργός Οικονομικών και μετά ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης από το 2009 ως το 2018, ενώ το 2013 ανακηρύχθηκε «Υπουργός Οικονομικών της χρονιάς στην αναδυόμενη Ευρώπη» από το περιοδικό «Emerging Markets». Αντίστοιχες περγαμηνές διαθέτει και η Χαφιζέ Ερκάν που αναλαμβάνει στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας. Πρώην στέλεχος της Goldman Sacks με εξαιρετικό διδακτορικό στο Πρίνστον, η κα Ερκάν αναμένεται να είναι η «Λαγκάρντ» της Τουρκία.
Ο 56χρονος Σιμσέκ ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας στην Άγκυρα και κατόπιν υπήρξε στέλεχος της Merill Lynch με έδρα της Βρετανία. Ανέλαβε για πρώτη φορά το υπουργείο Οικονομικών την περίοδο 2009-2015 και κατόπιν την αντιπροεδρία της κυβέρνησης (με ευθύνη τον οικονομικό τομέα) μέχρι το 2018, οπότε συγκρούσθηκε με τον Ερντογάν. Μετά τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό δεν ανέλαβε άλλα δημόσια καθήκοντα. Το όνομά του είχε ήδη ακουστεί πριν από την διεξαγωγή των εκλογών, αλλά ο Σιμσέκ φέρεται να διαπραγματεύθηκε σκληρά σε αλλεπάλληλες συναντήσεις με τον Ερντογάν, ώστε να εξασφαλίσει, προτού αποδεχθεί την πρόταση επανόδου στην κυβέρνηση, την απαιτούμενη ελευθερία κινήσεων για τον ίδιο και την ηγεσία της κεντρικής τράπεζας, απ’ όπου έχουν περάσει τρεις διαφορετικοί διοικητές σε μία τετραετία.
Εκτός κυβέρνησης τέθηκε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με τον Χακάν Φιντάν να αναλαμβάνει τα ηνία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών αντικαθιστά τον προκάτοχό του που δεν ικανοποίησε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προς την πορεία των ελληνοτουρκικών και την διεθνή θέση της Τουρκίας. Ο Χακάν Φιντάν, επί 13 χρόνια αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας στις υπηρεσίες πληροφοριών της Τουρκίας ΜΙΤ, έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια ειδικές αποστολές από τον πρόεδρο Ερντογάν όσον αφορά στις ρωσοτουρκικές σχέσεις στη Λιβύη και στη Συρία.
Στο υπουργείο Άμυνας διορίστηκε ο Γιασάρ Γκιουλέρ, στρατηγός και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου και έμπιστος του προέδρου Ερντογάν, καθώς οι πραξικοπηματίες του 2016 τον είχαν πάρει όμηρο. Ο 69χρονος Γκιουλέρ, ο οποίος υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις επί 49 χρόνια, διορίστηκε στη θέση του αφού ο προκάτοχός του, Χουλουσί Ακάρ, έγινε υπουργός Άμυνας. Ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών εισβολών της Τουρκίας στη Συρία το 2019 και το 2020, ενώ επέβλεψε επίσης τις επακόλουθες στρατιωτικές επιχειρήσεις εκεί και στο Ιράκ.
Η πορεία της οικονομίας αναμένεται να δώσει τον τόνο στο κατά πόσο τελικά ο Ερντογάν σε αυτή την τρίτη του θητεία θα πραγματοποιήσει ουσιαστικό άνοιγμα στη Δύση. Η τουρκική οικονομία χρειάζεται πόρους και μία σύγκρουση με τη Δύση από όπου μπορούν να έρθουν επενδύσεις ή ένα ασταθές πολιτικό περιβάλλον, ειδικά σε σχέση με τη Δύση, δεν είναι κάτι που θα ήθελε ο Τούρκος Πρόεδρος. Είναι βέβαιο πως η ασφυκτική κατάσταση για την τουρκική λύρα και η ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών (υπολογίζεται πάνω από 100 δισ. Ευρώ) δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με την ουσιαστική βοήθεια της Δύσης.
Και εδώ είναι που αποκτά πολύ ενδιαφέρον το πως θα εξελιχθούν τόσο οι ευρωτουρκικές όσο και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στα επόμενα χρόνια. Κρίνοντας από την μέχρι τώρα στάση της Τουρκίας, η Άγκυρα θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την Δύση στο βαθμό που την χρειάζεται και μόνο για συγκεκριμένους σκοπούς. Κατά τα λοιπά η αποκλίνουσα από την Δύση ημιαυτόνομη πορεία της χώρας θα συνεχιστεί, το ίδιο και οι στενές σχέσεις του Ερντογάν με τη Ρωσία του Πούτιν, καθώς και τα ανοίγματα προς τις χώρες-κλειδιά της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το πώς αυτές θα εξελιχθούν μετά την επανεκλογή του Ερντογάν, πολλά θα εξαρτηθούν (και) από το είδος της υστεροφημίας που θα θελήσει ν’ αφήσει ο Τούρκος ηγέτης. Αν θελήσει ν’ αφήσει μια Τουρκία που θα προσεγγίσει την Ευρώπη, και όχι μια Τουρκία χαλιφάτο, αυτό περνάει σίγουρα μέσα από την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται καθόλου στην τελευταία του θητεία ο Τούρκος Πρόεδρος να επιχειρήσει να κατασκευάσει μια κληρονομιά, στην οποία θα περιλαμβάνεται η οικονομική ανοικοδόμηση και η επίλυση των διαφορών με τους γείτονες της Τουρκίας. Δύσκολα, όμως, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι η όποια βελτίωση σε επίπεδο κλίματος, ακόμα και η άμεση αποκατάσταση της απευθείας επικοινωνίας του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Προέδρο, μπορεί να μεταφραστεί σε αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού, εγκαταλείποντας το νέο-οθωμανικό αφήγημα της μαξιμαλιστικής «Γαλάζιας Πατρίδας».
Για αυτό και προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα συνεχίσει να είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού τόσο στο Αιγαίο, που αμφισβητείται ευθέως η κυριαρχία των νησιών, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου αμφισβητούνται επίσης τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το όποιο παράθυρο ανοίξει για επαφές, δεν μπορεί παρά να γίνει χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στις πάγιες ελληνικές θέσεις, και κυρίως έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Κείμενο: Χρήστος Μπαξεβάνης – Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ – Διεθνολόγος
MA (UK) – PostDoc (UOM)