Ο Ίωνας ή Ιωάννης Δραγούμης, Έλληνας εθνικιστής, ο θεμελιωτής και ο κύριος εκφραστής του Ελληνικού Εθνικισμού στις αρχές του 20ου αιώνος, φιλόσοφος, δημοσιολόγος, οικονομολόγος, κοινωνιολόγος, διπλωμάτης, πολιτικός, πολιτικός στοχαστής και λογοτέχνης, μία από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες της Νεώτερης Ελλάδος, το γνωστότερο δολοφονημένο θύμα των Βενιζελικών εκκαθαρίσεων, ο οποίος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή των αρχών του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1878 στην Αθήνα και δολοφονήθηκε στις 16:00 μετά το μεσημέρι της Παρασκευής 31ης Ιουλίου 1920, από τα Βενιζελικά «Τάγματα Ασφαλείας» του Παύλου Γύπαρη, σε σημείο απέναντι ακριβώς από εκεί που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «Χίλτον». Η νεκρώσιμη ακολουθία και ο ενταφιασμός του Ίωνα Δραγούμη πραγματοποιήθηκαν εσπευσμένα την 1η Αυγούστου το πρωί, ημέρα Σάββατο, παρουσία μόνο των μελών της οικογένειας του.Ο Ίωνας ήταν άγαμος και δεν απέκτησε απογόνους.
Η οικογένεια του Ίωνα Δραγούμη κατάγονταν από το χωριό Βογατσικό της Δυτικής Μακεδονίας Ήταν γιος του Στέφανου Δραγούμη που διετέλεσε πρωθυπουργός μετά το κίνημα του 1909 στο Γουδί.Παππούς του Ίωνα ήταν ο Νικόλαος Δραγούμης και γιαγιά του η Ευφροσύνη, κόρη του Στέφανου Γεωργαντά, μεγαλέμπορου στην Κωνσταντινούπολη, που κατάγονταν από την Τραπεζούντα κι είχε εγκατασταθεί στο Βογατσικό Καστοριάς. Ο Νικόλαος Δραγούμης διετέλεσε γραμματέας σε δύο Εθνοσυνελεύσεις μετά το 1821, καθώς και του πολιτικού γραφείου του εθνικού κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Υπουργός Εξωτερικών κατά την έξωση του βασιλιά Οθωνα. Ο Ίωνας ήταν ο δευτερότοκος γιος και το τέταρτο από τα παιδιά του δικαστικού Στέφανου Δραγούμη, εθνικού αγωνιστή στη Μακεδονία, και πολιτικού που υπήρξε βουλευτής και υπουργός Εξωτερικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης σε κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη. Ο Στέφανος Δραγούμης υπηρέτησε επίσης ως υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις των Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη ενώ διατέλεσε και πρωθυπουργός μετά το κίνημα του 1909 και εξέδωσε τα βιβλία «Μακεδονική κρίσις» και «Μακεδονία προδιδομένη». Μητέρα του Ίωνα ήταν η Ελισάβετ ή Ελίζα Κοντογιαννάκη-Δραγούμη, κόρη του Ιωάννη Κοντογιαννάκη και της Ναταλίας Κουπτσίνσκι . Ο Ίωνας είχε δέκα αδέλφια, το ζωγράφο Νικόλαο Δραγούμη, τη Ναταλία, σύζυγο Παύλου Μελά, τη Μαρίκα, σύζυγο του Αιγυπτιώτη Ιωάννη Καζούλλη και μητέρα του Στέφανου Καζούλλη, την Ευφροσύνη (Έφη), σύζυγο Ιωάννη Καλλέργη, τη Χαρίκλεια, σύζυγο Ι. Κοκκώνη, τη Ζωή, σύζυγο Jolio Palencia, την Αλεξάνδρα, σύζυγο σε πρώτο γάμο του Γεωργίου Ξύδη με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά, και σε δεύτερο του ναυάρχου Αντώνη Κριεζή , καθώς και τους Φίλιππο Δραγούμη, και Αλέξανδρο, αρχιτέκτονα, σύζυγο Σόνιας Δουλγκέρωφ, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, την Λίζα το 1916, την Ελένη το 1917, τον Στέφανο 1918 και τον Ίωνα το 1919. Ο Δραγούμης έλαβε εξαιρετική παιδεία φτάνοντας να μιλάει άπταιστα πέντε γλώσσες. Από μικρός έδειχνε μεγάλη οικειότητα με τα κλασικά κείμενα, τα βιβλία, το ιστορικό περιβάλλον όπου ζούσε.
Ο Ίωνας μεγάλωσε σε πολιτικό κι πνευματικό περιβάλλον, καθώς το σπίτι της οικογένειας Δραγούμη υπήρξε χώρος συναθροίσεων για σημαντικές προσωπικότητες της εποχής και τους γονείς του επισκέπτονταν άνθρωποι της ευρωπαϊκής και Ελληνικής διανοήσεως, ο Κωστής Παλαμάς αλλά και ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος συνήθιζε να λέει στον Ίωνα ότι μια μέρα θα γινόταν πρωθυπουργός. Ο Ίωνας, που μιλούσε αποκλειστικά γαλλικά με τη μητέρα του και τα αδέλφια του και εξαιρετικά αγγλικά χάρη στην γκουβερνάντα του, ήταν θαυμαστής του Χαρίλαου Τρικούπη. Ενήλικας πλέον έγραφε στο ημερολόγιο του: «Θαυμάζω λίγους από τους αρχαίους Έλληνες και κανέναν από τους σύγχρονους όσο τον Τρικούπη. Λυπάμαι που γεννήθηκα πολύ αργά για να μπορούσα να είχα συνεργαστεί μαζί του». Ο Δραγούμης μεγάλωσε με τους ήχους των αγαπημένων μουσικών των Μπετόβεν, Μέντελσον, Σούμαν, Σοπέν και άλλων, διαβάζοντας Γκαίτε, Σίλερ, Λοκ, Μπάιρον και μιλούσε γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και αρχαία ελληνικά. Το 1894 γράφτηκε και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1896 ο Ίων γράφτηκε στην τάξη βιολιού του Johannes Miersch του Ωδείου Αθηνών. Στη διάρκεια των σπουδών του συμμετείχε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1897 και μετά την αποφοίτηση του έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και το 1899 μπήκε στο διπλωματικό σώμα. Ήδη από τα πρώτα του χρόνια έρχεται σε επαφή με την φιλοσοφία και την ιστορία, αποκτώντας βάθος και πνευματική ευαισθησία. Νωρίτερα, στον ατυχή πόλεμο του 1897 είχε πολεμήσει ως εθελοντής. Υπηρέτησε ως προξενικός υπάλληλος στο Μοναστήρι, στον Πύργο και στην Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας. Στην θητεία του αυτή στα ελληνικά προξενεία, υπήρξε ηγετική μορφή του μακεδονικού αγώνος, οργανωτής και εμψυχωτής του. Ο Παύλος Μελάς ήταν σύζυγος της αδερφής του. Με τον τίμιο θάνατο του, ο Ίων δημοσιεύει το πιο γνωστό έργο του, το «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Το βιβλίο τάραξε συθέμελα την τότε λιμνάζουσα ελληνική κοινωνία, που αμέσως στρατεύτηκε στον σκοπό. Αμέσως το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών τον μετέθεσε σε πρεσβεία εκτός των Βαλκανίων.To 1904 υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια ερχόμενος σε στενή επαφή και φιλία με τον μεγάλο ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Στη συνέχεια, το 1907 ως ανώτατος διπλωματικός υπάλληλος στην Κωνσταντινούπολη, ίδρυσε με την βοήθεια του επιστήθιου φίλου του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη την «οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως». Η οργάνωση αυτή είχε σαν στόχο να εξοπλίσει τους Έλληνες της Πόλης, και να τους συμφιλιώσει με την οθωμανική διοίκηση, σε μια σχέση ισοτιμίας, με κοινό αντίπαλο τους Σλάβους. Ταυτόχρονα, στην Πόλη ήρθε σε επαφή και με τον νέο τότε, Γεώργιο Παπανδρέου, έκαναν παρέα, συζήτησαν για το έθνος και τις ανάγκες του. Θορυβημένη η ελληνική κυβέρνηση από την αιρετική και επιθετική δραστηριότητα του τον μεταθέτει στην Ρώμη και στο Λονδίνο.Ήταν το πρώτο πρόσωπο που συζητήθηκε στον Στρατιωτικό σύνδεσμο για να αναλάβει τις πολιτικές του τύχες (το δεύτερο ήταν ο Δημήτριος Γούναρης) πριν επιλεγεί τελικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο ίδιος σε εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε μια προσωπική εσωτερική σύγχυση ενώ βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση στο εξωτερικό. Αρθρογράφησε στον «Νουμα» με το ψευδώνυμο «Ιδας» διακηρύσσοντας τις δημοτικιστικές του γλωσσικές ιδέες ενώ σε ένα πολύ σημαντικό του άρθρο εκεί, απάντησε στον Γεώργιο Σκληρό στις σοσιαλιστικές-μαρξιστικές θέσεις που αυτός εξέφρασε. Πήρε μέρος στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο αποσπασθείς στο επιτελείο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, και μετείχε στην επιτροπή που διαπραγματεύθηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Ήταν ο πρώτος Έλληνας που ύψωσε την τιμημένη ελληνική σημαία στο δημαρχείο της πόλης. Το 1913 τίθεται σε διαθεσιμότητα από το διπλωματικό σώμα για δυο μήνες γιατί ενέκρινε την ένωση του Καστελόριζου με την Ελλάδα χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με το αρμόδιο υπουργείο. Πριν παυτεί πρόλαβε να οργανώσει μια επιτροπή Δωδεκανησιων η οποία ζήτησε από την Ιταλική κυβέρνηση που κατείχε τα πολύπαθα νησιά, την ένωση με την Ελλάδα. Εκείνη την χρονιά έγραψε και το βιβλίο του «ελληνικός πολιτισμός». Σε αυτό το σύντομο αλλά σημαντικό έργο, καταγράφει τις αντιλήψεις του για την υπεροχή του έθνους έναντι του κράτους, περιγράφει με ζωντανά
Νίκος Καζαντζάκης |
χρώματα την προτεραιότητα του πολιτισμικού έθνους σε σχέση με το φυλετικό και στηλιτεύει την προγονοπληξία και τον λογιοτατισμό, καταλήγοντας σε πρακτικές πολιτιστικές προτάσεις για τον νέο ελληνισμό που πίστευε ότι αναδυόταν.
Απεχθανόταν την εισαγόμενη βαυαρική κρατική οργάνωση, τον λογιοτατισμό με την καθαρεύουσα και την στείρα αρχαιολαγνία. Ήταν ο ίδιος από τα ιδρυτικά στελέχη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», ενός σημαντικού συλλόγου δημοτικιστών. Στον λογιοτατισμό έβλεπε μια ακινησία, μια άρνηση για το νέο, για ζωή. Τον φανταζόταν σαν ένα ανάχωμα στην βιταλιστική αναγέννηση του έθνους για την οποία εργαζόταν. Επιθυμούσε την οργάνωση των Ελλήνων σε Κοινότητες – θεσμό κατεξοχήν ελληνικό – θεωρώντας ότι το κράτος που φροντίζει για όλες τις ανάγκες των πολιτών καταστρέφει τις δημιουργικές του δυνάμεις. “Το υγιές κύτταρο του ελληνισμού είναι οι κοινότητες. Η δραστηριοποίηση τους θα αποκεντρώσει το υδροκεφαλικό αθηναϊκό κράτος, που αγνοεί της ανάγκες της περιφέρειας. Πρέπει να δοθούν αυξημένες αρμοδιότητες στις κοινότητες για να ανθήσει παντού ο ελληνισμός και να αποφευχθεί ο συγκεντρωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός των αστικών κέντρων”, υποστήριζε ο Ίων.
Το 1899 ο Ίωνας κατατάχθηκε στο διπλωματικό σώμα και το Νοέμβριο του 1902 μετατέθηκε με αίτηση του στο Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου και υπηρέτησε ως γραμματέας επί προξενείας Σταμάτη Γκιουζέ Πεζά. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο αφελληνισμού των πληθυσμών της περιοχής από τις ενέργειες των Βουλγάρων οπαδών του Κομιτάτου και παρά την αντίδραση του Προξένου Κυπραίου που διαδέχθηκε τον Πεζά το 1903, ο οποίος δεν συμφωνούσε με τις πρωτοβουλίες του, άρχισε να οργανώνει την άμυνα των Πατριαρχικών κοινοτήτων της Γενικής Διοικήσεως Μοναστηριού [Manastir Vilâyeti]. Γι’ αυτό το λόγο ίδρυσε στο Μοναστήρι το σωματείο «Άμυνα» και επιτροπές του σωματείου με μέλη προκρίτους και εγκρίτους Μακεδόνες σε όλη την περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας. Σε μήνυμα του προς τον πατέρα του, Στέφανο, στις 25 Ιουλίου του 1903 ο Ίων Δραγούμης έγραψε ότι «…έχομεν σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία […] Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως» και ακόμη ότι οι επαναστάτες καταλάμβαναν κωμοπόλεις και χωριά κατοικούμενα από βλαχόφωνους και αλβανόφωνους, όπως το Κρούσοβο, το Πισοδέρι και το Νυμφαίο. Σε έκθεση του εκείνων των ημερών περιγράφει την απίστευτη ωμότητα της βίας: «…Οι στρατιώται συναντούντες χωρικούς φονεύουσιν αυτούς και απογυμνούσιν, καταδιώκοντες δε τους επαναστάτας λεηλατούσι και καίουσι χωρία και σφάζουσι όσους άνδρας, γυναίκας ή παιδία εύρωσιν εν αυτοίς…», πιέζοντας εμμέσως για εμπλοκή της Ελλάδος στο μακεδονικό με μυστική αποστολή ένοπλων που θα κτυπούσαν τους εξαρχικούς και ρουμανίζοντες πληθυσμούς.
Ο Ίωνας παρέμεινε στο Μοναστήρι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1903 όταν ΜΕΤΑΤΈΘΗΚΕ. Στις αρχές του 1904 βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια όπου γνώρισε και έγινε φίλος με τον εθνικιστή ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Η παρουσία του στο Κάιρο συνέπεσε με την εκεί εγκατάσταση της οικογένειας του Στέφανου Δέλτα. Ο Ίωνας Δραγούμης γοητεύτηκε και γοήτευσε την σύζυγο του Στέφανου, την Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, με την οποία δημιούργησε μια πολύκροτη ερωτική σχέση που κράτησε τη Δέλτα αιχμάλωτη της αναμνήσεως του ως την αυτοκτονία της το 1941, μετά την εισβολή των δυνάμεων του Άξονα στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1904 επανήλθε στο Μοναστήρι και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας ήταν ήδη οι πρώτοι τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί μεταξύ τους και ο γαμπρός του Παύλος Μελάς απεσταλμένοι για την διερεύνηση πιθανότητος αναπτύξεως ομάδων ενόπλων. Τη Μεγάλη Δευτέρα, στις 22 Μαρτίου, ένας γέρος δραγάτης, πράκτορας του Δραγούμη, έφερε κρυπτογραφική επιστολή στον Μελά ότι η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Όπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον να επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον.
Στο Μοναστήρι ο Ίωνας παρέμεινε μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1906. Τα αμέσως επόμενα χρόνια υπηρέτησε διαδοχικά ως προξενικός αντιπρόσωπος της Ελλάδος, στις Σέρρες, τη Φιλιππούπολη, τον Πύργο, την Ανδριανούπολη και στην την Αλεξανδρούπολη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Μακεδονία υποστήριξε το μακεδονικό ζήτημα και ίδρυσε την οργάνωση «Μακεδονική Άμυνα» που είχε σκοπό τη δημιουργία ενός δικτύου ανθρώπων, που θα προωθούσαν τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή με κάθε πρόσφορο τρόπο και μέσο. Στην θητεία του στα ελληνικά προξενεία, υπήρξε ηγετική μορφή, οργανωτής και εμψυχωτής των κατά τόπους Ελλήνων ομογενών, ενώ βοήθησε στην οργάνωση και την άμυνα των Ελληνικών κοινοτήτων της Μακεδονίας, σε συνεργασία με τον πατέρα του και τον Παύλο Μελά, για το θάνατο του οποίου, δημοσίευσε το πιο γνωστό έργο του, το «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, ένα βιβλίο που τάραξε την ελληνική κοινωνία και ανάγκασε το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών να τον μεταθέσει σε πρεσβεία εκτός των Βαλκανίων.
«Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως»
Το 1906 στο Δεδέαγατς, όπου ο Ίων ασκούσε καθήκοντα Προξένου, γνωρίστηκε κι έγινε δια βίου φίλος με τον αξιωματικό Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη. Το 1907 όταν ο Ίωνας μετατέθηκε στην Ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως, με την βοήθεια του ομοϊδεάτη του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη ίδρυσε την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως», η οποία είχε στόχο να εξοπλίσει τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, και να τους συμφιλιώσει με την οθωμανική διοίκηση, σε μια σχέση ισοτιμίας, με κοινό αντίπαλο τους Σλάβους. Η οργάνωση είχε μεταξύ των στόχων της την ισότιμη συνεργασία των λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπηρετώντας την Μεγάλη Ανατολική Ιδέα και επιδιώκοντας τον μετασχηματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια πολυεθνική ομοσπονδία. Παράλληλα ενεπλάκη ουσιαστικά με τη διαχείριση των Ελληνορθόδοξων εκπαιδευτικών ζητημάτων και συνεργάστηκε με το Φιλελεύθερο κόμμα του Πρίγκηπα Σεμπαχεδίν για την διαδοχή του Σουλτάνου και την δημοκρατική διακυβέρνηση της Τουρκίας.
Το Σεπτέμβριο του 1908 η «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» συνέστησε την οργάνωση «Ελληνικός Πολιτικός Σύνδεσμος», και συνεργάστηκε με το Ανώτατο Κέντρο της «Πανελληνίου Οργανώσεως», δηλαδή με το συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή, που έφερε το ψευδώνυμο «Παρμενίων» και τον Στυλιανό Γονατά, που έφερε το ψευδώνυμο «Στέργιος Γρηγορίου», με στόχο και σκοπό να προωθήσει υποψηφίους και να προετοιμάσει τους Έλληνες για τις πρώτες εκλογές το Φθινόπωρο του ίδιου έτους. Το έργο του Συνδέσμου ήταν να υποστηρίξει συγκεκριμένους υποψηφίους και να αφυπνίσει τους Ελληνικής καταγωγής και συνειδήσεως ψηφοφόρους, για τα δικαιώματα τους. Από τούς 253 βουλευτές του κοινοβουλίου της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, όπως συνήλθε σε σώμα το Δεκέμβριο του 1908, 23 είχαν Ελληνική εθνική καταγωγή και συνείδηση, και από αυτούς 15 έγιναν μέλη στην «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως». Όλοι τους συναντούσαν τον Σουλιώτη στο γραφείο του ή στα διπλανά γραφεία του Συνδέσμου και εκεί αντάλλασσαν απόψεις με τον Σουλιώτη μέχρι την αναχώρηση του Ίωνα, τον Φεβρουάριο του 1909. Στη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Κωνσταντινούπολη ο Δραγούμης ήρθε σε επαφή και συζήτησε για το έθνος και τις ανάγκες του, με τον Γεώργιο Παπανδρέου.Συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Περικλή Γιαννόπουλο, έναν μεγάλο στοχαστή και οπλίτη του ελληνισμού, του οποίου την αυτοκτονία διαισθάνθηκε (σύμφωνα με τα γραπτά του ημερολογίου του). Ήταν επίσης φίλος με τον Νίκο Καζαντζάκη με τον τελευταίο να τον απαθανατίζει σε πολλά έργα του. Στη συνέχεια, λίγο πριν την έναρξη του Ά παγκοσμίου πολέμου, επανέρχεται στα καθήκοντα του υπηρετώντας στις Πρεσβείες της Βιέννης, του Βερολίνου και της Πετρούπολης. Όλες του οι αναφορές στην κυβέρνηση είναι φιλο-ανταντικες προτρέποντας για ένταξη στην συμμαχία κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Το 1914 τηλεγραφεί από την Πετρούπολη στον Βενιζέλο προτρέποντας για την συμμετοχή των Ελλήνων στην εκστρατεία στα Δαρδανέλια, φοβούμενος πιθανή κάθοδο των Ρώσων στην Πόλη. Αρχές του 1915 παραιτήθηκε από τη θέση του προξένου όταν του ζητήθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις που αφορούσαν την ανταλλαγή πληθυσμών – Τούρκων της Μακεδονίας με Έλληνες της Μικράς Ασίας (κάτι που θεωρούσε απαράδεκτο) και κατεβαίνει ως υποψήφιος ανεξάρτητος βουλευτής, χωρίς πολιτική στήριξη και χρήματα. Στο ημερολόγιο του, περιγράφει την τραγελαφική προεκλογική του εκστρατεία, όταν περιόδευε στην Φλώρινα και δεν ερχόταν κανείς να τον ακούσει να μιλάει. Αρχικά αποτυγχάνει στις εκλογές όμως στις επαναληπτικές τοπικές στις 31 Μαΐου 1915 εκλέγεται ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας. Στις δεύτερες εκλογές του 1916 επίσης εκλέγεται με όλο τον συνδυασμό του, καθώς οι Βενιζελικοί, ως γνωστόν, απείχαν. Αυτή την εποχή γράφει το όμορφο βιβλίο του «Σαμοθράκη», με αφορμή την επίσκεψη του στο όμορφο νησί, όπου πραγματεύται τα χνάρια του Ελληνισμού στην Ελληνική ύπαιθρο.
Το 1916 εκδίδει το περιοδικό “Πολιτική Επιθεώρησις”. Με τιμιότητα και γενναιότητα πρέσβευσε τις ιδέες του και στην βουλή των εκλογών του 1916, αλλά και στην βουλή-οπερέτα των «Λαζάρων» (με βασιλικά διατάγματα ακυρώθηκαν οι εκλογές του 1916 και επανήλθε η προηγούμενη βουλή χωρίς εκλογές!!!), όπου αψηφώντας την παρουσία των Βενιζελικών μπράβων στα κοινοβουλευτικά θεωρεία, στηλίτευε και ήλεγχε την αυταρχική Βενιζελικη πολιτική. Το 1917 δημοσιεύει βαρυσήμαντο άρθρο στην «πολιτική επιθεώρηση» όπου κατακρίνει με δριμύτητα την Βενιζελικη πολιτική. Συγκεκριμένα αποδοκίμαζε όλες τις Βενιζελικες ενέργειες που είχαν ουσιαστικά αναστείλει την εθνική κυριαρχία, γεμίζοντας Αθήνα και Θεσσαλονίκη με αποικιακά στρατεύματα. Το άρθρο προκάλεσε αίσθηση και κάποιοι αντιβενιζελικοι αναθάρρησαν. Έτσι ο Ύπατος Αρμοστής της Γαλλίας στην Ελλάδα Σαρλ Ζονάρ τον συμπεριέλαβε στην λίστα με τους πολιτικούς που εξόρισε το Βενιζελικο καθεστώς στην Κορσική. Έτσι με μια αυταρχική και αψυχολόγητη ενέργεια ο Βενιζελισμος έκανε «δώρο» στους βασιλόφρονες μια ανεξάρτητη και ειλικρινή φωνή που θα μπορούσε να αποτελέσει μια γέφυρα συνεννόησης ανάμεσα στους δυο κόσμους.Όπως αναφέρθηκε, ο Δραγούμης υπήρξε πολιτικός αντίπαλος του Βενιζέλου αλλά όχι με τη στενή έννοια του όρου. Είχε μια διαφορετική θεώρηση για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού,διαφορετική από την στενή εδαφική, λυτρωτική βενιζελικη Μεγάλη Ιδέα. Το πολιτικό του Όνειρο όπως το εξέφρασε στο μνημειώδες έργο του «όσοι ζωντανοί» που το συνέγραψε κατά την παραμονή του στην Πόλη, βρισκόμενος υπό την επήρεια της επανάστασης των Νεότουρκων, ήταν μια βαλκανική ομοσπονδία Ελλάδος-Τουρκίας με ηγέτη την Ελλάδα. Αυτή η ομοσπονδία θα αποτελούσε ανάχωμα στην κάθοδο των Σλάβων κατά των οποίων η απέχθεια του Ίωνα είχε ενταθεί από τον Μακεδονικό Αγώνα. Οι Έλληνες της διασποράς ζούσαν ανάμεσα σε πολυπληθέστερους λαούς και μόνο με τον πόλεμο θα τους έδιωχναν αυτούς από τον τόπο τους. Πρώτιστο μέλημα του Δραγούμη να διατηρηθούν οι ελληνικές παροικίες στα Τουρκοκρατούμενα εδάφη και η Ελλάδα να προσπαθήσει να αναπτύξει την άμυνά της προς το βορρά. Η ομοσπονδία αυτή θ’ άρχιζε από την Αδριατική θάλασσα και θα έφτανε ως τη Συρία. Επεδίωκε μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ελληνισμός να παραμείνει στις εστίες του κυριαρχώντας πολιτισμικά στην Ανατολή Ο Δραγούμης περιέγραψε ξεκάθαρα το όραμα του Νέου Ελληνισμού. Ήθελε ο νεοελληνικός πολιτισμός να βασισθεί στη γλώσσα, στα έθιμα, στον τρόπο ζωής του απλού ελληνικού λαού ώστε να μεγαλουργήσει και πάλι. Το Ανατολικό Κράτος όμως που ονειρεύονταν ο Δραγούμης με την πολιτιστική κυριαρχία των Ελλήνων έμεινε απλώς ως σκέψη. Οι Έλληνες και οι Τούρκοι είχαν επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης και της εθνικής εκκαθάρισης. Η παραμονή του Ίωνα στο Αιάκειο της Κορσικής είχε αρχικά ευεργετικά αποτελέσματα στον ίδιο. Ήταν ένα διάλειμμα, σε μια ζωή που έτρεχε, ήταν μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση, για περίσκεψη. Καρπός πνευματικός αυτής της περιόδου είναι το τελευταίο του έργο«Σταμάτημα». Αλλά και στο Αιάκειο δεν έμεινε αργός πολιτικά. Απέστειλε στις Βερσαλίες το 1918 ένα υπόμνημα στις δυνάμεις τις Αντάντ υποδεικνύοντας όλες τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Βασιλικές κυβερνήσεις στην Αντάντ πριν την επιβολή της Βενιζελικης Δικτατορίας. Το κείμενο αυτό πείθει για δυο πράγματα. Το πρώτο είναι η αδιαμφισβήτητη πολιτική οξύνοια και διαύγεια που διέκρινε τον Ίωνα Δραγούμη. Το δεύτερο είναι ότι πολιτικά πλέον, είχε εναγκαλιστεί την γουναρική παράταξη. Προς το τέλος της παραμονής του, η νοσταλγία για την πατρίδα, και η έλλειψη δραστηριότητας τον έχουν τσακίσει όπως φαίνεται και από τα «φύλλα ημερολογίου» του. Το 1919 οι βενιζελικοι τον εκτόπισαν μόνο του στη Σκόπελο υπό απάνθρωπες συνθήκες. Του αρνήθηκαν ακόμα και να κατέβει στον Πειραιά από το πλοίο να χαιρετίσει τον γηραιό πατέρα του. Στη Σκόπελο τον βρήκε η είδηση ότι ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη το 1919. “Ρωτώ, μπορούσε ο ελληνισμός ν’ ακολουθήσει δυο δρόμους; Ή τη διατήρηση της Τουρκίας και την καλυτέρεψη της ζωής των Ελλήνων εκεί ή την πολιτική της προσθήκης κομματιών της Τουρκίας στην Ελλάδα: (ή την αυτονόμηση των ελληνικών περιφερειών της Τουρκίας);”
Η ιδέα του Έθνους συγκινούσε σφοδρά τον Δραγούμη. Μαζί με τον εαυτό του είναι τα μοναδικά ζωντανά πράγματα για τον άνθρωπο που μονάχα μαζί τους υπάρχουν όλα τ’ άλλα. Η εθνική πίστη, η αγάπη προς το έθνος ξεπερνάει κάθε άλλο δυνατό προσωπικό συναίσθημα. Είναι μεγαλύτερη ακόμα και από την αγάπη προς την οικογένεια. Εκτός από την εθνική πίστη, ο ίδιος βαδίζει σε υπαρξιστικά βήματα στις προσωπικές του αναζητήσεις. Ζητά πολλά από τον εαυτό του, ενώ παράλληλα ασκεί δριμύτατη αυτοκριτική. Μας παρουσιάζεται γεμάτος αντιφάσεις. Πότε σημαιοφόρος της εθνικήςπροσπάθειας πότε ουραγός, σε απομόνωση. Όρμησε στην ζωή αδιαφορώντας για κινδύνους και ψευτο-επισημότητες.
Σχέση με Μαρίκα Κοτοπούλη
Στις 5 Νοεμβρίου του 1908 ο Δραγούμης συναντήθηκε για δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1905, στην Κωνσταντινούπολη με την Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία ήταν ήδη πολύ γνωστή ηθοποιός και πραγματοποιούσε περιοδείες στο εξωτερικό. Η Κοτοπούλη τον ερωτεύτηκε και οι δυο τους έγιναν εραστές. Όπως έγραφε η ηθοποιός μερικά χρόνια αργότερα: «Κάθε φορά που πλάγιαζα μαζί του, ένιωθα ότι πλάγιαζα με τον Ερμή». Ο ίδιος έγραφε: «Στην αρχή φανταζόμουν αλλιώτικο τον έρωτά μου για την γυναίκα αυτήν. Πιο ομαλό, πιο ήσυχο, ίσως πιο κοινό. Μα, είναι τραγικός». Με κοινή τους απόφαση περνούσαν μεγάλα διαστήματα χωριστά και δεν είχαν απαιτήσεις ο ένας από τον άλλον. Όπως έλεγε η Κοτοπούλη: «Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε για να αλλάξω τον Ίωνα, όπως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αλλάξει εκείνος εμένα». Οι επιστολές που της έστελνε ο Δραγούμης, όταν ήταν εξόριστος στην Κορσική φανερώνουν το πάθος του για εκείνη. «Ξέρω ότι σε αγαπώ με πάθος, σαν το ζώο» κι η Κοτοπούλη του απαντούσε: «Σε γνώρισα την ίδια μέρα που γνώρισα και τη μορφίνη. Ευτυχώς τη μορφίνη την έκοψα. Δεν μπορώ να κάμω το ίδιο και μ’ εσένα». Οι δυο τους αποφάσισαν να συγκατοικήσουν σε σπίτι που αγόρασαν από κοινού. Η είδηση της συγκατοικήσεως της ηθοποιού με τον γιο ενός πρώην πρωθυπουργού που είχε προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες δημιούργησε σκάνδαλο. Οι γονείς του Ίωνα δεν συνάντησαν ποτέ την Κοτοπούλη όμως παρά τις αντιδράσεις, ο Δραγούμης παρέμεινε μαζί της έως το τέλος της ζωής του.
Η δράση του στη Μακεδονία
Ο Ίων ήταν από τους πρωτεργάτες σχεδίων δράσεως για την προσάρτηση της Μακεδονίας φροντίζοντας για τη δημιουργία δικτύου Ελλήνων ιερέων και δασκάλων, για την ενδυνάμωση των ελληνικών εμπορικών συναλλαγών αλλά και για την κατασκευή «συμμοριών αγαθουργών κακούργων» εναντίον Βούλγαρων οπλαρχηγών, οι οποίες μάχονταν με σκοπό την ανάκτηση και επέκταση των εδαφών της Ελλάδος. Η οργάνωση που ίδρυσε ο Δραγούμης αποτέλεσε ένα προωθημένο για την εποχή δίκτυο κατασκόπων που διατηρούσε αρχεία με κώδικες και τα μέλη της επικοινωνούσαν με κρυπτογραφημένες επιστολές και διέθετε τυπικό μυήσεως, μέθοδοι που αποδεικνύουν πως ο Δραγούμης δεν ήταν μόνο ιδεολόγος, αλλά και πρακτικός άνθρωπος με σαφή στρατηγική. Η τότε κυβέρνηση ενοχλημένη από τη δραστηριότητα του Δραγούμη τον μετέθεσε, το 1909 στη Ρώμη και το 1910 στο Λονδίνο. Αναμίχθηκε ενεργά στην Επανάσταση στου Γουδή το 1909 και ήταν το πρώτο πρόσωπο που συζητήθηκε στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» για να αναλάβει τις πολιτικές του τύχες, δεύτερος ήταν ο Δημήτριος Γούναρης, πριν επιλεγεί τελικά ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Στα 1910, τοποθετημένος εκ νέου στο Υπουργείο Εξωτερικών, συνέταξε Υπόμνημα με τον τίτλο «Γενικόν Εθνικόν Πρόγραμμα» στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του για το σύστημα συμμαχιών που πρέπει να συνάψει η Ελλάδα με κάθε μία Ευρωπαϊκή δύναμη ξεχωριστά για την επίλυση των εκκρεμών εθνικών της ζητημάτων. Το 1911 ο Δραγούμης έστειλε δύο πράκτορες στο Καστελόριζο, τον Σταύρο Λιάτη και τον αξιωματικό πεζικού Αλέξη Γαβαλιά, να οργανώσουν το Δωδεκανησιακό συνέδριο στην Πάτμο. Ο σκοπός ήταν να αυτονομηθεί η Δωδεκάνησος, ώστε να μην καταληφθεί από την Ιταλία. Ο Ίων έβαλε τον αδερφό του, Φίλιππο, να ζωγραφίσει το γραμματόσημο της ανεξάρτητης Δωδεκανήσου. Την 1η Ιουνίου του 1912, παρά την προδοσία του συνεδρίου, οι Δωδεκανήσιοι πρόφτασαν ν’ ανακηρύξουν την ανεξαρτησία και να διακηρύξουν ελληνικότητα των Δωδεκανήσων. Η ενέργεια τους ακυρώθηκε από τον Βενιζέλο, ο οποίος έθεσε σε αργία τον Δραγούμη για αυτή του την πρωτοβουλία και το 1928 ήρθε το αποκορύφωμα όταν ο Βενιζέλος υπέγραψε στη Ρώμη σύμφωνο Ελληνο-ιταλικής φιλίας όπου δήλωσε ότι το Δωδεκανησιακό ζήτημα δεν αφορά την Ελλάδα αλλά τον Δωδεκανησιακό λαό και τους Ιταλούς!
Υπόμνημα σε Μπαλτατζή
Πριν την έναρξη των βαλκανικών πολέμων και καθώς είχε επικρατήσει η επανάσταση των Νεοτούρκων, που αρχικά δημιούργησε σημαντικές προσδοκίες για αλλαγή της πολιτικής της ΟΘωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στις Εθνικές μειονότητες που την κατοικούσαν, ο Ίωνας Δραγούμης και ο φίλος του Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης απέστειλαν υπόμνημα προς τον τότε υπουργό των Εξωτερικών Γεώργιο Μπαλτατζή. «…Νομίζομε λοιπόν ότι είναι ανάγκη όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, τώρα μάλιστα, να αντικατασταθή στο νού των αρχηγών τουλάχιστον του έθνους, το ιμπεριαλιστικό μας όνειρο με το ακόλουθο πρόγραμμα..{…}…. Όσο το δυνατόν γρηγορώτερα, τώρα μάλιστα, σκοπό να βάλωμε όχι μια ελληνική μεγάλη αυτοκρατορία, αλλά ένα συνασπισμό των λαών και των κρατών της Βαλκανικής χερσονήσου και της Μικράς Ασίας….»
Βαλκανικοί πόλεμοι
Το λάθος των Τούρκων να στραφούν εναντίον των Ελλήνων κατέληξε στην κήρυξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου και στη συνεργασία Ελλήνων και Σλάβων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και ο Ίωνας Δραγούμης, όπως και ο φίλος του Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, ήταν κατ’ αρχή τουλάχιστον εναντίον τής συνεργασίας με τους Σλάβους, συμμετείχε στους Βαλκανικοπύς πολέμους. Ο Ίωνας κατατάχθηκε με το βαθμό του δεκανέα και συμμετείχε στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Γράφει ο ίδιος:
«…Έφυγα ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τόν πόλεµο στίς 13 τοῦ Ὀχτώβρη, µέρα πού στά 1904 σκοτώθηκε ἀπό τούς Τούρκους στή Στάτιστα ὁ Παῦλος Μελᾶς, καί στό δρόµο πού πήγαινα µοῦ ἔρχονταν ὁλοένα στό νοῦ τά λόγια τοῦτα: «∆ικαιώνεται τώρα ὁ Παῦλος Μελᾶς».
Στη διάρκεια του πολέμου αποσπάστηκε και υπηρέτησε ως πολιτικός σύμβουλος του Γενικού Στρατηγείου κοντά στον Αρχιστράτηγο τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο Α’. Συνέταξε ιδιοχείρως το πρωτόκολλο της παραδόσεως της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό στρατό και συνόδευσε τους επιτελείς αξιωματικούς Ιωάννη Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη ως μέλος της επιτροπής που παρέλαβε την πόλη από τον Τούρκο διοικητή της Ταχσίν Πασά, ενώ ο Δραγούμης ήταν αυτός που ύψωσε την Ελληνική σημαία στο Αρχιεπισκοπικό μέγαρο, την ιστορική εκκλησία του Άγιου Μηνά, και στο δημαρχείο της πόλεως. Περιγράφει ο ίδιος στο ημερολόγιο του:
«Όταν μπαίναμε στή Θεσσαλονίκη μιά συγκινημένη ἡδονή μέ γέμιζε ὅλον, τέτοια πού δέν μπορῶ νά τήν περιγράψω γιατί δέν ξέρω ἀπό τί στοιχεῖα ὁρισμένα ἀποτελεῖται. Ἴσως νά ἦταν: “Ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες, μέ τήν ἀξιοσύνη μας μπαίνουμε στή Θεσσαλονίκη, τήν πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας, ἐνῶ δέν τό περιμέναμε νά εἴμαστε τόσο ἄξιοι. Μπαίνουμε νικητές στή Θεσσαλονίκη, πού τήν ἐγνώριζα ὡς τώρα, ἀπό τά πρωτητερινά μου ταξίδια, πολιτεία ὅπου μᾶς βασάνιζαν οἱ Τοῦρκοι οἱ παλιοί νικητές μας. Νικήσαμε τούς νικητές τῶν προγόνων μας. Ἐμεῖς οἱ λίγοι πού δουλέψαμε χρόνια στή Μακεδονία ἤ γιά τή Μακεδονία, γιά νά κάνουμε το ἔθνος νά πολεμήσει γιά δαύτην καί νά τήν πάρει, νά πού εἴδαμε μέ τά ἴδια μας τά μάτια τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας μας, τήν ἐκπλήρωση τῶν πόθων μας, τό στεφάνωμα τῶν κόπων μας. Στή Μητρόπολη ἐγώ ἀνέβασα τήν Ἑλληνική σημαία» [8].
Στο τέλος του Δεκεμβρίου 1912 ο Δραγούμης δημοσίευσε -με το ψευδώνυμο «Βρούτος»– ένα άρθρο βίαιο και υβριστικό για τον πρωθυπουργό Βενιζέλο. Το άρθρο είχε τίτλο «Τιμή και ανάθεμα». «Τιμή» στον στρατό και στο ναυτικό για τις νίκες τους, «ανάθεμα» στους πολιτικούς και προσωπικά στον Βενιζέλο. Ο Δραγούμης αποκαλεί τον Βενιζέλο «Ελλαδίτη» και κάνει λόγο για «μπαλωματήδες κομπογιανίτες». Υπαινίσσεται μάλιστα ότι ο Βενιζέλος έκανε τον πόλεμο για να παραμείνει στην εξουσία και ότι έστειλε για τον ίδιο λόγο «αποβατικά σώματα να πιάνει νησιά», ενώ αυτά τα στρατεύματα μπορούσαν να καταλάβουν την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1913 τέθηκε σε δίμηνη διαθεσιμότητα από το διπλωματικό σώμα, γιατί ενέκρινε την ένωση του Καστελλόριζου χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με το υπουργείο και οργάνωσε επιτροπή Δωδεκανησίων η οποία ζήτησε από την Ιταλική κυβέρνηση, την ένωση με την Ελλάδα. Στη συνέχεια διορίσθηκε ως επιτετραμμένος στη Βιέννη και κατόπιν στο Βερολίνο απ’ όπου όμως ζήτησε να ανακληθεί αρνούμενος να εκτελέσει την εντολή του Βενιζέλου να διαπραγματευτεί ανταλλαγή των Ελληνικών πληθυσμών Θράκης και Δυτικής Μικράς Ασίας με τους Τούρκους της Μακεδονίας. Το 1914 διορίσθηκε πρέσβης στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου διαπραγματεύθηκε το ζήτημα του Αγίου Όρους και οργάνωσε τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, ενώ προέτρεψε για την συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία στα Δαρδανέλια, φοβούμενος πιθανή κάθοδο των Ρώσων στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ίωνας Δραγούμης το 1914-15 σε εισήγηση του προς τη κυβέρνηση επισήμανε ότι στα Μακεδονικά Διαμερίσματα της Ελλάδος υπάρχει πολυεθνικότητα και ετερογλωσσία κι εκεί συναντώνται χριστιανοί ξενόφωνοι, σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι, βλαχόφωνοι και ολίγοι τουρκόφωνοι και τόνισε την ανάγκη «εξελληνισμού» τους.
Ίων Δραγούμης & Μορίς Μπαρές
Αν και ήταν θαυμαστής και φίλος του Μορίς Μπαρές αλλά και του Άρθρουρ Γκομπινό ο Δραγούμης τοποθετήθηκε αρνητικά απέναντι στις φιλελεύθερες, δυτικές ιδέες και ειδικότερα απέναντι στη Γαλλία και του αποδίδεται η πατρότητα του όρου «Φραγκολεβαντίνος». Σύμφωνα με τον Δραγούμη, η Ελλάδα ήταν τόσο μοναδική ανάμεσα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ώστε οι Έλληνες όχι μόνο δεν θα έπρεπε να διακατέχονται από αισθήματα κατωτερότητας, αλλά και να συνειδητοποιήσουν πόσο ξεχωριστή θέση είχαν ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Βασιζόμενος στην ιδιαιτερότητα της Ελλάδας και αντλώντας από τον Γάλλο Maurice Barrés, απέρριψε το κοινοβουλευτικό σύστημα, τον κοσμοπολιτισμό και τον αντιμιλιταρισμό ως ευρωπαϊκά κακά, τοποθετώντας έτσι τον εαυτό του ως τον κατεξοχήν θεωρητικό του εθνικισμού στην Ελλάδα. Ο Ίων Δραγούμης, όπως αναφέρει η κριτική της εποχής του, δέχθηκε καταλυτική την επίδραση που του άσκησαν ο Φρειδερίκος Νίτσε και ο Μπαρές, για τον οποίο αναφέρεται συχνά στα ημερολόγια του, όπως στον Ιππόλυτο Ταίν και τον Χέρμπερτ Σπένσερ.Στα ημερολόγιά του ο Δραγούμης αναφέρεται συχνά στον Μπαρές παραθέτοντας μάλιστα και αποσπάσματα από βιβλία του. Η ιδέα του Μπαρές σύμφωνα με τη σχέση των νεκρών και των ζωντανών ανθρώπων που τους συνδέει το κοινό αίμα και η κοινή πατρίδα, φαίνεται στο βιβλίο «Σαμοθράκη» του Έλληνα πρωτοφασίστα στο κεφάλαιο «Νεκρικός διάλογος». Ο Μπαρές προτού εμφανιστούν τα γνωστά κινήματα του Μεσοπολέμου θα ορίσει πως «ο εθνικισμός γεννά τον σοσιαλισμό» και θα επισημάνει την αναγκαιότητα της ενώσεως αυτών των δύο ιδεών. Ο Δραγούμης είναι ο πρώτος που θα φέρει στην Ελλάδα την Ιδέα αυτή και θα αρχίσει να γράφει για έναν εθνικό σοσιαλισμό στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» στις 20 Απριλίου του 1920: «…εις τους Έλληνας σοσιαλιστάς θα υπεδείκνυα αν ήθελον να με ακολουθήσουν… Εθνικόν σοσιαλισμόν, όχι υπό την γνωστήν έννοιαν, αλλ’ υπό την έννοιαν, ότι η εφαρμογή του θα είναι ανάλογος προς το έθνος και προς την κατάστασιν της εξελίξεώς του». Η στενή σχέση μεταξύ Δραγούμη και Barrés φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Δραγούμης ζήτησε από τον αδελφό του Φίλιππο να στείλει αντίτυπα του Β’ Υπομνήματος του για τα εθνικά ζητήματα σε σημαντικές ξένες εφημερίδες όπως στη «Manchester Quardian», στη «Revue Politique et Parliamentaire», στη «Herald» του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, στους «Times» του Λονδίνου, στη «Journal de Geneve», αλλά και στον Maurice Barrés .
Ιδεολογικές απόψεις
Ο Ίωνας Δραγούμης ήταν αντισυντηρητικός, αντιφιλελεύθερος και αντικομμουνιστής που ένιωθε περιφρόνηση για την κοινοβουλευτική δημοκρατία διότι πίστευε ότι εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και όχι τον λαό. Πίστευε βαθιά στην κοινοτική ιδέα και όχι στην αυταπάτη της δημοκρατίας, που μας «σαπίζει», όπως έλεγε. Υποστήριζε ότι όση γη δεν καλλιεργείται από τους γαιοκτήμονες πρέπει να κατασχεθεί από το κράτος και θα δοθεί σε φτωχούς αγρότες, δίχως να απαιτεί τη δήμευση του συνόλου της περιουσίας των πλουσίων. Ιδεολογικά τοποθετείται στο πολιτικό-φιλοσοφικό κίνημα του τέλους του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα που χαρακτηρίζεται ως «πρωτο-φασιστικό», κίνημα παρόμοιο με τον φασισμό το οποίο προϋπήρξε της ιδρύσεως του Ιταλικού Φασιστικού Κόμματος το 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, κι είχε επηρεαστεί από ορισμένους πρωτο-φασίστες διανοούμενους αλλά κυρίως από τον προσωπικό του φίλο τον Γάλλο εθνικιστή διανοούμενο Μορίς Μπαρές καθώς και από τον Φρειδερίκο Νίτσε.
Ο Δραγούμης αποτέλεσε μία από τις πιο ιδιάζουσες αλλά και από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδος και ιδεολόγος που μετέφερε μαχητικά τις ιδέες του στην πράξη. Η κοσμοθεωρία του βασίζεται στο αξίωμα ότι το έθνος είναι βαθμίδα ανυψώσεως του ατόμου. Οι πολιτικές δοξασίες του ήταν απίθανα προοδευτικές για την εποχή και την παράταξη στην οποία ανήκει κοινοτική οργάνωση, διοικητική αποκέντρωση, συνεργατικοί συνεταιρισμοί. Οι δοξασίες του για το Ανατολικό ζήτημα και εργάσθηκε με φανατισμό προς αυτή την κατεύθυνση, πλησιάζοντας τους Νεότουρκους, μετά την τουρκική επανάσταση του 1908, είναι ακόμη ευρύτερες και επισημαίνουν ένα πνεύμα με οξύτατη πολιτική διορατικότητα. Πίστευε στη συνεννόηση και την συνεργασία των λαών της Ανατολής, με αντικειμενικό σκοπό την σύμπτυξη μιας μεγάλης Ανατολικής Ομοσπονδίας. Μάχονταν υπέρ της υγιεινής, για άνδρες και γυναίκες, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλοςκαι ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, οι οποίοι αντιδρούσαν στην ευρωπαϊκή επίδραση στο ανδρικό και γυναικείο ένδυμα με την αιτιολογία ότι το κλίμα της Ελλάδας δεν επέτρεπε ενδυμασία που είχε σχεδιαστεί για το ψυχρό κλίμα των βορειο-ευρωπαϊκών χωρών. Ο Δραγούμης κατέκρινε την κυριαρχία της βρετανικής μόδας στην Ελλάδα και αντιδρούσε στα μαύρα υφάσματα, τα σκληρά κολάρα, τα ημίψηλα καπέλα, και τα παπούτσια από σκληρό δέρμα.
Θεμελιωτής του Ελληνικού εθνικισμού
Ο Ίωνας θεωρείται ως ο θεωρητικός θεμελιωτής και ο κύριος εκπρόσωπος του Ελληνικού εθνικισμού και στάθηκε πιστός στις ιδέες του μέχρι το τέλος. Ο εθνικισμός, του οποίου ο Δραγούμης υπήρξε ο σημαντικότερος θιασώτης, αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ιδεολογίας του. «Ζωντανά πράγματα για τον άνθρωπο είναι μόνον δύο, ο εαυτός του και το έθνος του. Μ’ αυτά τα δύο υπάρχουν όλα τ’ άλλα. Μ’ αυτά τα δύο ο άνθρωπος είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ», γράφε. Γι’ αυτούς τους λόγους το έθνος ανάγεται σε ιδανικό. «Το εθνικό ιδανικό μπορεί να γίνει στα χέρια ενός εξαιρετικού όργανο γι’ άλλους σκοπούς και για το ανέβασμα των πολλών σ’ άλλο ηθικό επίπεδο και για το λαγάριασμα των λίγων, των εξαιρετικών που μόνο αξίζουν» . Το έθνος, για τον Δραγούμη, είναι οι άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν την ίδια θρησκεία, ανήκουν στην ίδια φυλή, έχουν τους ίδιους θεσμούς και ζουν χωριστά, σκορπισμένοι σε διαφορετικά κράτη ή, εάν έχουν και ένα κράτος δικό τους, αυτό δεν τους περιλαμβάνει όλους μέσα στα σύνορα του. Τα άτομα έχουν το συναίσθημα της κοινής υπαγωγής και η θέληση της κοινής ζωής είναι ο συνδετικός κρίκος των ανθρώπων που αποτελούν το έθνος.
Επιζητούσε την οργάνωση του κράτους σε Κοινότητες -θεσμό ελληνικό- θεωρώντας ότι το κράτος που φροντίζει για όλες τις ανάγκες των πολιτών καταστρέφει τις δημιουργικές του δυνάμεις και υποστήριζε ότι «…Το υγιές κύτταρο του ελληνισμού είναι οι κοινότητες. Η δραστηριοποίηση τους θα αποκεντρώσει το υδροκεφαλικό αθηναϊκό κράτος, που αγνοεί της ανάγκες της περιφέρειας. Πρέπει να δοθούν αυξημένες αρμοδιότητες στις κοινότητες για να ανθήσει παντού ο ελληνισμός και να αποφευχθεί ο συγκεντρωτισμός και ο κοσμοπολιτισμός των αστικών κέντρων…». Περιέγραψε το νεοελληνικό του όραμα και ήθελε ο πολιτισμός του να βασισθεί στη γλώσσα, στα έθιμα, στον τρόπο ζωής του απλού ελληνικού λαού. Θεωρούσε ότι έπρεπε να διατηρηθούν οι ελληνικές παροικίες στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη και η Ελλάδα να προσπαθήσει να αναπτύξει την άμυνα της προς το βορρά, μέσα από μια ομοσπονδία, εμπόδιο στην κάθοδο των Σλάβων κατά των οποίων η απέχθεια του είχε ενταθεί από τον Μακεδονικό Αγώνα, και η οποία θ’ άρχιζε από την Αδριατική και θα έφτανε ως τη Συρία, ώστε ο Ελληνισμός να παραμείνει στις εστίες του κυριαρχώντας πολιτισμικά. Σε αυτόν πιστώνεται η πατρότητα του σκωπτικού όρου «Φραγκολεβαντίνος», ο άνθρωπος δηλαδή με ελαστική εθνική συνείδηση ενώ υποστήριζε πως η Ελλάδα είναι μοναδική ανάμεσα στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο Δραγούμης αντιπροσωπεύει καλλίτερα απ’ όλους τη γενιά που δοκίμασε την ταπείνωση του 1897 και την απειλή του 1903. Αποτελεί φορέα ενός ιδιόμορφου εθνικισμού. Θιασώτης της νιτσεϊκής εξέγερσης κατά του ορθολογισμού. Αγαπούσε το Ελληνικό Έθνος για το οποίο έγραψε:
«Ο καθένας πρέπει να φαντάζεται πως αυτός πρέπει να σώσει το έθνος του. Να μην κοιτάζω τι κάνουν οι άλλοι και να φαντάζομαι μόνον πως εγώ έχω το μεγάλο χρέος της σωτηρίας. Δεν είναι εύκολο να πείσεις ένα έθνος. Εγώ βλέπω τόσα πράγματα που πρέπει να γίνουν και όμως οι άλλοι Έλληνες τα βλέπουν αλλιώς. Αν είμαι δυνατός θα τους πείσω». Το έθνος, για τον Δραγούμη, είναι ευρύτερο του κράτους, καθώς ο ίδιος απεχθάνεται το σύγχρονο ελληνικό -και βενιζελικό στα χρόνια που ζούσε- κράτος). Έτσι θεωρεί πως οι Έλληνες που ζουν έξω από τα όριά του πρέπει να υποστηριχθούν όχι για να μεγαλώσει το κράτος μα για να συνυπάρξουν με τους λαούς των τόπων τους σε επίπεδο ισότιμων κοινοπολιτειών. Ο Δραγούμης ονειρεύθηκε ως κι ένα κοινό μικρασιατικό κράτος με την Τουρκία, αν και μιλάει τακτικά για την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως. Παρά επίσης τα όσα σχετικά έχει χρεωθεί ο Δραγούμης, οι πεποιθήσεις του δεν στρέφονται εναντίον της Δύσεως και του πολιτισμού της.
Η σκέψη του, ένα αμάλγαμα εθνικισμού, φιλελευθερισμού, σοσιαλισμού και κυρίως πρωτοφασισμού, εκφράζει τον ουμανιστικό, τον έλλογο και λειτουργικό εθνικισμό, που σέβεται το ανθρώπινο πρόσωπο, είναι προσηλωμένος στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, του Κοινοτισμού, απορρέει από τον Ελληνικό πολιτισμό και υπερασπίζεται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ελλήνων. Ο δραγούμης υποστηρίζει πως «η φυσική διοίκηση στο Ρωμαίικο από τότε που φανερώθηκε στον κόσμο είναι η τοπική αυτοδιοίκηση» και ότι έτσι επιβίωσε ο Ελληνισμός διαχρονικά, τάση που πρέπει να ενισχυθεί. ο ίδιος προτιμούσε τη «Μεγάλη πολιτική και πολιτιστική Ιδέα», όπως διαφαίνεται στα κείμενα της «Πολιτικής Επιθεωρήσεως» – όχι όμως με την έννοια που πρέσβευε ο Βενιζέλος. Τα αξιακά του προτάγματα είναι
- η ελευθερία,ως εθνική ή αυτοδιάθεση των υποδούλων Ελλήνων ή στο επίπεδο της προσωπικής αυθυπαρξίας του ανθρώπου, για την οποία αναφέρει «Ακουμπώντας στο έθνος μου να γίνω πιο άνθρωπος. Δεν μπορεί κανείς να είναι άνθρωπος ξεχνώντας την καταγωγή του. Να θυμάται κανείς από πού βγήκε, που μεγάλωσε, ποιο έθνος τον ανέθρεψε. Μου αρέσει να βλέπει κανείς τους δεσμούς του. Αυτό θα πει ελευθερία».
- ο πολιτισμός,στον οποίο προσβλέπει ως «νομιμοποιητική» βάση της αξίας του έθνους και γράφει «Ποιος είναι ο τελικός των εθνών, πες τον προορισμό, πες τον αποστολή; Ο πολιτισμός! Να ένα έργο άξιο για τα έθνη, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να η δικαιολογία των εθνών. Να πως τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα και να που έσφαλε ο Μαρξ πολεμώντας τα έθνη. Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Δεν φθάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει να είναι πολιτισμένο και από δικό του πολιτισμό. Σε αυτό λοιπόν χρησιμεύουν τα έθνη. Οι πολιτισμοί γεννιούνται ο καθένας σε κάποια πατρίδα, σε κάποια εποχή και σε κάποιο έθνος. Έξω από αυτά δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμός».
Στον Ίωνα πιστώνεται η φράση «Ας λείψη το κράτος, που θα είναι εμπόδιο ή θα παραμορφώνει την εθνική ψυχή. Αν το κράτος στενοχωρεί το έθνος, πρέπει αναγκαστικά ή να αλλάξει μορφή ή να χαθεί. Το κράτος, που εμποδίζει το έθνος, είναι περιττό και βλαβερό». Αυτός είπε ότι «Ο ελληνικός λαός υποφέρει τρομερά οσάκις λαμβάνει ανάγκην να πλησίαση εις δημόσια γραφεία» αλλά και ότι «Θα παύσει η στρεβλή αντίληψις ότι όσον αυξάνεις τον αριθμόν των (δημοσίων υπάλληλων) και τον αριθμό των υπηρεσιών τόσον καλυτερεύει και η διοίκησις». Μάλιστα έχει και προωθημένη σκέψη για την εποχή του όσον αφορά την φορολογία αφού έλεγε ότι «Η κατανομή του φόρου επί του εισοδήματος να είναι αναλογική και ελαφρώς προοδευτική ίνα μην φυγαδεύεται το κεφάλαιον».
Στις 18 Μαρτίου του 1919, σχεδόν ένα χρόνο πριν την δολοφονία του ο Δραγούμης σημείωσε στο ημερολόγιο του:
«....Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός σοσιαλιστής. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να γίνω στενός πατριώτης. Αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο για να νοιώσω τον εαυτό μου άτομο. Από άνθρωπος μιας τάξης με ορισμένα συμφέροντα τάξης, γίνομαι σοσιαλιστής με την πλατιά έννοια, και θέλω μια καινούρια οικονομία της κοινωνίας μου και των άλλων κοινωνιών. Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος....».
Η σημείωση του έχει σημαντική σημασία καθώς απαντά σ’ όσους κάνουν λόγο για την πιθανότητα «ιδεολογικής στροφής» του Δραγούμη, καθώς μαζί με βιβλία του Νίτσε, του Μορίς Μπαρές και του Άρθρουρ Γκομπινό στην βιβλιοθήκη του βρέθηκαν επίσης έργα του Κροπότκιν και του Μπακούνιν. Aν και αντιπαθούσε σχεδόν το σύνολο του αντιβενιζελικού προσωπικού, συμμετείχε στον συνασπισμό εναντίον των Φιλελευθέρων, ενώ τα τελευταία κείμενά του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα προσπαθούσε μετά τις εκλογές να ανοίξει έναν τρίτο δρόμο, εγχείρημα σχεδόν αδύνατο σε συνθήκες ακραίας προεκλογικής πολώσεως.
Πολιτική δράση
Ο Δραγούμης αρχικά ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Ελευθερίου Βενιζέλου, ωστόσο στην πορεία αποφάσισε να «αλλάξει στρατόπεδο» καθώς ήρθε σε ρήξη μαζί του διότι είδε στο πρόσωπό του σημάδια αυταρχισμού, καθώς και εθνικής υποτέλειας στην πολιτική του. Γράφει ο Δραγούμης για τον Κρητικό πολιτικό:
«Ὁ Βενιζέλος δέ θυµᾶται. Καµιά θύµηση δέν ἔχει, ἱστορία Ἑλληνική δέν αἰσθάνεται µέσα του. Νοιώθει µονάχα ἕνα κράτος Ἑλλαδικό πού εἶναι τό κέντρο κάθε του λογισµοῦ καί πού πρέπει νά µεγαλώσει λίγο, τόσο ὅσο νά γίνει σάν τό Βέλγιο. Εἶναι ὁ τελειότερος τύπος τοῦ πολιτικοῦ αὐτῆς τῆς πολιτικῆς. Il n’ a point de reminiscences. Καί γι’ αὐτό εἶναι εἰλικρινής στήν πολιτική του. ∆έν ξέρει τί θά πεῖ Μακεδονία καί Ἤπειρο καί Θράκη, δέν ξέρει τή Βυζαντινή αὐτοκρατορία, δέν ξέρει τούς ἀγῶνες πού κάναµε σ’ αὐτά τά µέρη αἰῶνες τώρα πολεµώντας τούς Σλαύους. Γι’ αὐτόν αὐτά ὅλα δέν ὑπάρχουν, πῶς νά τά πονέσει λοιπόν, ἀφοῦ οὔτε κάν τά γνωρίζει; Ἡ Κρήτη –πού τήν ξέρει ὅµως αὐτήν γιατί ἀγωνίστηκε ἐκεῖ– καί µιά µικρή Ἑλλάδα, αὐτά γνωρίζει µονάχα. Αὐτά τόν κάνουν πρωθυπουργό, αὐτά τοῦ δίνουν τή βάση ἤ τό στυλοβάτη γιά νά πατεῖ ἀπάνω καί νά ὁρίζει ἀνθρώπους, αὐτά λοιπόν τοῦ φτάνουν αὐτουνοῦ. Καί µπορεῖ νά βεβαιώνω πώς γιά τήν Κρήτη ἔκανε τόν πόλεµο κι αὐτός, µολονότι φαίνεται σά νά τόν ἔκαµε γιά νά µεγαλώσει τήν Ἑλλάδα. Πάλε ἡ Κρήτη µᾶς παράσυρε, σάν πάντα. ∆έν ἔκανε καινούρια πολιτική ὁ Βενιζέλος».
Στις αρχές του 1915 και ενώ υπηρετούσε ακόμη στην Πετρούπολη της Ρωσίας, ο Δραγούμης παραιτήθηκε και πολιτεύτηκε στο νομό Φλώρινας επικεφαλής ανεξάρτητου συνδυασμού, όπου αρχικά απέτυχε για να εκλεγεί τελικά στις επαναληπτικές τοπικές, της 31ης Μαΐου 1915, ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας. Στη Βουλή θα τηρήσει αντιβενιζελική στάση, αλλά δε θα ενταχθεί σε κανένα κόμμα, προτιμώντας να μείνει ανεξάρτητος. Οι αγορεύσεις του στη Βουλή περιστρέφονται γύρω από διάφορα ζητήματα, στηλιτεύοντας τις συνεχείς επεμβάσεις των Δυνάμεων στα Ελληνικά πολιτικά και οικονομικά πράγματα. Ταυτόχρονα όμως θα ασκήσει αυστηρή κριτική και στους ατυχείς χειρισμούς των Ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση των παρεμβάσεων των εμπολέμων Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Αξιομνημόνευτη είναι η αγόρευση του της 23ης Μαΐου 1916, όπου στηλιτεύει τη στάση της Ελληνικής κυβερνήσεως μετά την κατάληψη του οχυρού Ρούπελ από τα Γερμανο-βουλγαρικά στρατεύματα.
Τον Ιανουάριο του 1915 επανεξέδωσε το περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις» ενώ δημοσίευσε πολλά άρθρα σε καθημερινές εφημερίδες, που επικεντρώνονται στο χειρισμό των εθνικών ζητημάτων από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον οποίο ασκούσε σφοδρή κριτική. Σε συνεργασία με τους βουλευτές Γεώργιο Μπούσιο και Α. Καραπάνο, κατάγγειλε τη Βουλή-οπερέτα, καθώς με βασιλικά διατάγματα ακυρώθηκαν οι εκλογές του 1916 και επανήλθε η προηγούμενη σύνθεση της χωρίς εκλογές, τη βία και τη λειτουργία αντιλαϊκών μηχανισμών.
Ο Δραγούμης διατηρούσε στενή σχέση με τον εθνικιστή λογοτέχνη Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος του γράφει σε μια από τις επιστολές που αντάλλαξαν:
«Αξιότιμε Φίλε, Αν άργησα υπερβολικά κι ελπίζω όχι ασυγχώρητα να σας πω τη βαθιά μου τιμή για το βιβλίο σας «Όσοι Ζωντανοί» και να σας σφίξω εγκάρδια το χέρι, σας παρακαλώ να το αποδώσετε στην καθόλου βιαστικήν υπόληψη που του ώφειλα. Καθώς ίσως θα ώφειλα ν’ απαντήσω με μια λέξη στο λοξό ερώτημα σας για την ανθρώπινη μου πίστη: «Είμαι τετρακάθαρα Εθνικιστής». Μόνο που και πάλι βιαστικός ο λόγος μου, όσο δεν τον φανερώνει το έργο που αφιέρωσα τη ζωή μου. Και το λέγω μόνο με την απλή ιδέα πως αν συναντιέται με την σκέψη σας, δε δείχνει παρά μία απ’ τις εσώτερες αφορμές της εκτίμησης μου. Θα ήθελα και ό,τι άλλο ετυπώσατε· αλλά καθώς σε λίγο και πολύ πιθανό να περάσω στην Ελλάδα για κάμποσο, θα σας δώσω διεύθυνση απ’ αλλού, αν δεν τύχει να σας ιδώ. Μένω ωστόσο με τιμή. Άγγελος Σικελιανός».
Εξορία
Με άρθρο του με τίτλο «Το Μάθημα των Πραγμάτων» που δημοσιεύθηκε στις 16 Ιουνίου 1917 στο περιοδικό «Πολιτική Επιθεώρησις» ο Δραγούμης εξαπέλυσε οξύτατη επίθεση εναντίον της Αντάντ και του Ελευθέριου Βενιζέλου κατακρίνοντας την πολιτική Βενιζέλου που κατάργησε την εθνική κυριαρχία με την ταπεινωτική εισβολή των συμμάχων στην Ελλάδα, ενέργεια που αποτελούσε προσβολή της εθνικής κυριαρχίας, της λαϊκής βουλήσεως και ανεξαρτησίας, εγκαθιστώντας αποικιακά στρατεύματα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και την επακόλουθη έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’. Η παρέμβαση του Δραγούμη προκάλεσε την οργή του ντόπιου και ξένου κατεστημένου και ο Σαρλ Ζονάρ, Ύπατος Αρμοστής της Γαλλίας στην Ελλάδα, ζήτησε την εξορία του στην Κορσική.
Εξόριστος στην Κορσική
Είναι χαρακτηριστική η καταγραφή του στο ημερολόγιό του το 1917: «Μα οι βενιζελικοί τι απόγιναν με το Βενιζέλο τους; Ρουφιάνοι των ξένων και παραδόπιστοι φαγάδες και υβριστές και ψεύτες και προστυχάνθρωποι». Στα υπομνήματα διαμαρτυρίας που έστελνε από την Κορσική υποστήριζε με πάθος πως «…δεν δύναται να νοηθεί Κράτος αυτοτελές και ανεξάρτητον όταν μια μερίς πολιτική προς επικράτησίν της καλεί τους ξένους εις βοήθειά της». Το 1918 από την εξορία στο Αιάκειο της Κορσικής, όπου έγραψε το έργο με τίτλο «Σταμάτημα», έστειλε υπόμνημα στις Βερσαλίες, υποδεικνύοντας τις υπηρεσίες που πρόσφεραν οι κυβερνήσεις πριν την επιβολή της Βενιζελικού καθεστώτος, δείχνοντας την πολιτική του οξύνοια και διαύγεια, αλλά και την οριστική του τοποθέτηση στην παράταξη του Δημητρίου Γούναρη. Ο Δραγούμης παρέμεινε εξόριστος στην Κορσική για διάστημα 23 μηνών, στη διάρκεια του οποίου συνέταξε και υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι υπόμνημα για τη συμβολή και τις θέσεις της Ελλάδας δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Στη διάρκεια της εξορίας θα πείσει τον Ιωάννη Μεταξά για την αξία και τη δυναμική της «γλώσσας του λαού», τη δημοτική. Όταν ο Μεταξάς γίνει πρωθυπουργός αν και αρχαιολάτρης και ακραίος συντηρητικός, ανέθεσε στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη τη σύνταξη της πρώτης γραμματικής της δημοτικής γλώσσας, κάτι που μοιάζει κατ’ αρχήν παράδοξο, αν όχι αδιανόητο, αφού στις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι οπαδοί της καθαρεύουσας ταυτίζονται με τη δεξιά και της δημοτικής με την αριστερά. Τον Νοέμβριο του 1918 εξόριστος στην Κορσική ο Ίων γράφει: «Ο Βενιζέλος έκαμε έτσι ώστε η Ελλάδα να μην ανήκει πια στον εαυτό της, παρά να γίνει εξάρτημα, παράρτημα, πρακτορείο, υποκατάστημα, προτεκτοράτο της Γαλλίας και της Αγγλίας».
Εξόριστος στη Σκόπελο
Μετά από είκοσι τρεις μήνες στην Κορσική ζητήθηκε από τους εξορίστους να δηλώσουν αν επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα -για εσωτερική εξορία. Ο Δραγούμης διάλεξε την επιστροφή, μαζί και με τον Ιωάννη Μαλλώση που είχε και ένα σκύλο με το όνομα Ροκ. Όταν ανέβηκαν στο ατμόπλοιο «Εσπερία» ο ανθυποπλοίαρχος Καζαντζής, αντελήφθηκε τον Ροκ και διέταξε:
–«Πετάξτε στη θάλασσα το σκυλί», είπε σε έναν ναύτη.
–«Μπα. Από τώρα αρχίζετε τις θανατικές εκτελέσεις», επενέβη σαρκαστικώτατα ο Δραγούμης και σώθηκε ο Ροκ, για να δηλητηριασθεί αργότερα στην εξορία της Σκοπέλου, ως σκύλος «αντιδραστικού».
Στις 29 Απριλίου 1919 ο Δραγούμης επέστρεψε στην Ελλάδα -μετά την λήξη της εξορίας στη Γαλλία και είναι χαρακτηριστικό ότι το καθεστώς Βενιζέλου απαγόρευσε στο Δραγούμη ακόμη και να κατέβει από το πλοίο στον Πειραιά, προκειμένου να χαιρετίσει τον υπέργηρο πατέρα του. Στο ατμόπλοιο «Κατίνα», όπου παρέμεινε στο διάστημα της παραμονής του στο λιμάνι του Πειραιά, ανέβηκε και τον συνάντησε ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης, ενώ το ξημέρωμα της 30ης Απριλίου αναχώρησε με το ατμόπλοιο «Κωνσταντίνος Τόγιας» με προορισμό τη Σκόπελο, όπου έφτασε το βράδυ της ίδια ημέρας και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Καλαμίδα, μαζί με τους συνεξόριστους συναγωνιστές του, τον υποστράτηγο Ανδρέα Μπαΐρα και τον Αντισυνταγματάρχη Στ. Ρήγα. Στην εξορία, όπου κρατήθηκε και έζησε υπό απάνθρωπες συνθήκες πληροφορήθηκε την απόβαση των Ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη και γράφει:
«Ρωτώ, μπορούσε ο ελληνισμός ν’ ακολουθήσει δύο δρόμους; Ή τη διατήρηση της Τουρκίας και την καλυτέρεψη της ζωής των Ελλήνων εκεί ή την πολιτική της προσθήκης κομματιών της Τουρκίας στην Ελλάδα: (ή την αυτονόμηση των ελληνικών περιφερειών της Τουρκίας);»
Όπως καταγράφει στο ημερολόγιό του, τον Μάιο του 1919, o Βενιζέλος: «πήγε και έγινε των ξένων όργανο για να διώξει το βασιλιά και να ευχαριστήσει το πάθος του». Στη Σκόπελο συνέταξε και απέστειλε δεύτερο υπόμνημα σχετικά με τη θέση της Ελλάδος στο Ανατολικό Ζήτημα, τις εδαφικές της διεκδικήσεις, καθώς και τη στάση που θα έπρεπε να ακολουθήσει στο ζήτημα της Μικράς Ασίας. Ο Δραγούμης επέστρεψε από την εξορία στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1919, κι ήταν ο τελευταίος πολιτικός εξόριστος που αναχώρησε από την Σκόπελο, καθώς νωρίτερα είχαν επιστρέψει όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί και στρατιωτικοί συναγωνιστές του.
Ο ύστατος χρόνος της ζωής του
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Δραγούμης, αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή της πολιτικής αντιπολιτεύσεως και διέθεσε όλες του τις δυνάμεις στη δημιουργία ενός ενιαίου κοινοβουλευτικού μετώπου απέναντι στον Βενιζέλο. Εργάσθηκε με πάθος για το συμβιβασμό των 16 αντιβενιζελικών πολιτικών αρχηγών και τη σύμπραξη τους στις εκλογές, με στόχο την ανάκτηση των εσωτερικών ελευθεριών και της εθνικής κυριαρχίας. Στις 27 Ιουλίου 1920, τρεις ημέρες πριν υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, ο Δραγούμης δημοσίευσε άρθρο στην Αθηναϊκή εφημερίδα «Καθημερινή» με τίτλο «Ο εξαγνισμός αδύνατος». Σ’ αυτό το άρθρο καυτηριάζει την πολιτική του Βενιζέλου, «..ερραδιούργει εις την Κρήτη κατά του ηγεμόνος και κατά της ενώσεως…», τονίζει ότι «όσα έγιναν εις τον τόπον αυτόν από τότε που κυβερνά την Ελλάδα τα οικειοποιείται αυτός προς ιδίαν δόξαν και κομματικόν όφελος…». Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα του.
Η μοιραία Παρασκευή 31 Ιουλίου 1920
Ο Δραγούμης συζούσε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε σπίτι στην οδό Ξενίας και μετά τη γνωστοποίηση στην Αθήνα της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Βενιζέλου, οι οπαδοί του Κρητικού πολιτικού επιτέθηκαν και κατέστρεψαν το θέατρο «Μαρίκα Κοτοπούλη» καθώς και γραφεία της εφημερίδας «Καθημερινή», αλλά και σπίτια πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου, όπως του Στέφανου Σκουλούδη. Έτσι ο Δραγούμης αποφάσισε για λόγους ασφαλείας να πάνε με την Κοτοπούλη στο σπίτι της αδελφής του Ναταλίας Μελά στην Κηφισιά καθώς η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν ανεπιθύμητη στο πατρικό του σπίτι του. Οι άνδρες των παρακρατικών Βενιζελικών ταγμάτων σταμάτησαν το αυτοκίνητο του Δραγούμη κοντά στην έπαυλη Θων, στη συμβολή Κηφισίας & Αλεξάνδρας, όμως τους άφησαν να φύγουν. Φθάνοντας στην Κηφισιά, παρά την αντίθετη άποψη της Κοτοπούλη και της αδελφής του Ναταλίας Μελά που του επισήμαναν ότι κινδύνευε η ζωή του αν επιχειρούσε να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Ίωνας αποφασισμένος απάντησε: «Τι κι αν με σκοτώσουν; Έζησα, αγάπησα, πόνεσα, αγωνίστηκα- τα έκανα όλα. Δεν μου χρωστάει πια τίποτε άλλο η ζωή».
Έτσι ο Δραγούμης έφυγε για να επιστρέψει στην Αθήνα, στα γραφεία του περιοδικού «Πολιτική επιθεώρησις» και επέλεξε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή. Κατέβηκε με το μάρκας Ford αυτοκίνητο του την οδό Κηφισίας ως το ύψος των Αμπελοκήπων στην τότε έπαυλη Θων, όπου τον σταμάτησε η ίδια ένοπλη ομάδα. Ο Δραγούμης διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε από τον οδηγό του να προχωρήσει. Οι ένοπλοι όμως ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν τον Δραγούμη τον κτύπησαν στο πρόσωπο και τον οδήγησαν με τη βία στον στρατώνα του τάγματος τους. Στο προαύλιο του στρατώνα βρίσκονταν ο Παύλος Γύπαρης, γνώριμος του Δραγούμη από τον Μακεδονικό Αγώνα. Λίγο αργότερα έφτασαν στο σημείο ο Πέτρος Βούλγαρης που ζήτησε να μεταφερθεί ο Δραγούμης στο Φρουραρχείο, αλλά και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, του οποίου η παρουσία ήταν ανεξήγητη παρά τις εκ των υστέρων ανεπιτυχείς προσπάθειες να δικαιολογηθεί.
Η αναμονή του αιχμαλώτου διήρκεσε 20 λεπτά. Μετά ο Γύπαρης διέταξε 18 οπλισμένους στρατιώτες, να οδηγήσουν τον Δραγούμη πεζή ως το φρουραρχείο προκειμένου να μεταφερθεί και να παραδοθεί στη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών που είχε εκεί την έδρα της. Η ομάδα ενόπλων με επικεφαλής το λοχία Κίτσου συνόδευσε το Δραγούμη στη διάρκεια της μεταφοράς του. Κοντά και απέναντι από το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «Hilton», στη συμβολή των οδών Παπαδιαμαντοπούλου & Κηφισίας,έφτασε τη φρουρά ένας λοχίας που μετέφερε μια εντολή στον επικεφαλής λοχία. Αμέσως μετά η φρουρά έστησε τον Ίωνα μπροστά από ένα εκτελεστικό απόσπασμα και ο λοχία Κίτσου έριξε την πρώτη βολή. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του στρατιώτη Α. Χριστοδουλάκη, που συμμετείχε στην εκτέλεση του Δραγούμη, σχετικά με τις τελευταίες του στιγμές, καθώς όπως αναφέρει: «….Άλλοι μας βάλανε… Δεν είπε λέξη (ο Δραγούμης). Στη θέση του σπασμένου μονόκλ έβαλε ένα άλλο. Μας κοίταγε στα μάτια και περίμενε. Πυροβολήσαμε, όταν ο λοχίας μας απείλησε ότι θα μας τουφεκίσει…». Αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονία του ήταν και ο Ρώσος στρατιωτικός Ιγκόρ Λεμπέντιεφ που αναφέρει στη μαρτυρία του: «…την προσοχήν μου επέσυρεν ομάς στρατιωτικών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρέπειας […] οι στρατιώτες επυροβόλησαν […] Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους χωρίς να βγάλει κραυγήν, χωρίς να πεί τι.».
Η σορός του δολοφονημένου Δραγούμη παρέμεινε στο πεζοδρόμιο για πολλές ώρες. Το σούρουπο μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο του Στρατιωτικού νοσοκομείου, όπου μετά από ειδοποίηση αργά το βράδυ, προσήλθε ο υπέργηρος πατέρας του, ο Στέφανος Δραγούμης πρώην πρωθυπουργός και τελευταίος ύπατος αρμοστής στην Κρήτη, για να αναγνωρίσει τον νεκρό. Η οικογένεια του Ίωνα απαίτησε να διενεργηθεί νεκροψία η οποία έδειξε, όπως πιστοποίησε ένας νεαρός ανθυπίατρος, ότι έφερε δεκατρείς σφαίρες στο κορμί του, έντεκα λογχισμούς διαμπερείς δια ξιφολόγχης, που δεν πιστοποιήθηκε αν έγιναν πριν ή μετά την δολοφονία του, καθώς και κάταγμα του αριστερού μηρού που προκλήθηκε από κτύπημα υποκοπάνου όπλου. Ο θάνατος του Ίωνα Δραγούμη, ενός δημοσίου άνδρα του οποίου την εντιμότητα και την ειλικρίνεια αναγνώριζαν εχθροί και φίλοι, ήταν μια τραγωδία. Κατά τον Άγγλο ιστορικό Sir Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ, η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από τα Βενιζελικά «Δημοκρατικά Τάγματα» του Παύλου Γύπαρη, ήταν «…το πιο ασυγχώρητο έγκλημα των χρόνων του διχασμού». Ένα χρόνο μετά την στυγερή δολοφονία του Δραγούμη τελέστηκε, στον τόπο της θυσίας του επιμνημόσυνη δέηση παρουσία μελών της πολυπληθούς οικογενείας του στη διάρκεια της οποίας κατατέθηκαν στεφάνια και μίλησε ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδη.
Τι ακολούθησε
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος καταδίκασε τη δολοφονία του Δραγούμη και έστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον πατέρα του, τον Στέφανο Δραγούμη, στο οποίο αναφέρει: «Μανθάνω μετά της πλέον οδυνηράς συγκινήσεως το δυστύχημα το οποίον σας πλήττει και σας παρακαλώ, καθώς και την οικογένειάν σας, να δεχθήτε την έκφρασιν της βαθειάς μου συμπαθείας. Δεν δύναμαι να λησμονήσω τάς υπερόχους υπηρεσίας τάς οποίας ο υιός σας προσέφερεν από της νεότητός του προς την Πατρίδα. Έτρεφον ανέκαθεν την ελπίδα, ότι εν τω μέλλοντι θα ηδύνατο να παράσχη και πλέον επιφανείς εισέτι. Ο φρικώδης θάνατός του με βυθίζει εις λύπην».
Την επομένη ημέρα δεν κυκλοφόρησε καμία αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, καθώς είχε προηγηθεί η λεηλασία και ο βανδαλισμός τους την προηγούμενη ημέρα. Οι Βενιζελικές εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση της απόπειρας κατά του Βενιζέλου, όμως απέφυγαν εντέχνως κάθε αναφορά στη δολοφονία του Δραγούμη, ενώ η Βενιζελικών πεποιθήσεων εφημερίδα «Καιροί», παραποίησε τα γεγονότα. Άλλες εφημερίδες υποστήριξαν ότι οι δολοφόνοι του Δραγούμη ήταν σε αυτοάμυνα γιατί δήθεν τους άνοιξε πυρ ο Δραγούμης με το περίστροφο του, όπως η εφημερίδα «Εμπρός» που γράφει:
«Κατ' επισήμους πληροφορίας ο θάνατος του Ιωάννου Δραγούμη εγένετο ως εξής: Επανερχόμενος ούτως εκ Κηφισσίας επ’ αυτοκινήτου όπου κατάτινας πληροφορίας είχε συνοδεύσει την δίδα Μαρίκαν Κοτοπούλη, και ενώ διήρχετο εις τους Αμπελόκηπους, παρά την έπαυλην Θων συνελήφθη υπό ομάδος πολιτών, απειλούντων να τον λυντσάρωσι. Προς σωτηρίαν του έσπευσε περίπολος στρατιωτών του τάγματος Ασφαλείας. Τον πρώτον πλησιάσαντα αυτόν εκ των στρατιωτών, ο Δραγούμης απεπειράθη να πυροβολήση διά πιστολίου, αλλ’ ο στρατιώτης προλάβων τον ελόγχισε. Μετά τινα λεπτά μεταφερθείς εις το Β' Στρατιωτικόν Νοσοκομείον απέθανε. Εκείθεν μεταφέρθη εις το Νεκτροταφείον».
Εφημερίδες της αντιπολιτεύσεως κυκλοφόρησαν δέκα μέρες μετά τη δολοφονία του Δραγούμη αποκαθιστώντας την αλήθεια. Φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του, του Δραγούμη ήταν τα «Τάγματος Ασφαλείας» του Βενιζελικού λοχαγού Παύλου Γύπαρη, οι «γυπαραίοι», με πρωτοστάτη τον επιλοχία Σαρτζέτη ή Σαρτζετάκη ο εθνικιστής βουλευτής Νικόλαος Φαρμάκης αναφέρει ότι ο Σαρτζετάκης -ο ίδιος ο πατέρας ή αδελφός του πατέρα του Χρήστου Σαρτζετάκη δικαστικού και μετέπειτα Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ήταν ένας απ’ όσοι συμμετείχαν στο Τάγμα Ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη, οι οποίοι δολοφόνησαν τον Δραγούμη, ενώ τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος φυγαδεύτηκαν στην Κρήτη από τους Βενιζελικούς. Σύμφωνα με κατοπινή μαρτυρία ενός εξ αυτών, κρύβονταν στο χωριό του διοικητή τους Παύλου Γύπαρη, στην Ασή Γωνιά των Χανίων Κρήτης. Μια από τις αδελφές του Δραγούμη κατέθεσε ότι την ημέρα της κηδείας ο Γύπαρης βρήκε έναν αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας, τον εργάτη Κυριάκο Κούλη, και του ζήτησε να πει στις αρχές ότι ο Δραγούμης αντιστάθηκε και γι’ αυτό τον σκότωσαν. «Μην πεις τίποτε άλλο απ’ όσα είδες, γιατί θα πάρεις στο λαιμό σου αθώους» θέλοντας να καλύψει τους οπλίτες του, τον εαυτό του και πιθανότατα τον Εμμανουήλ Μπενάκη.
Μετά από ανακρίσεις που διέταξε ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Εμμανουήλ Ρέπουλης, οδηγήθηκαν σε δίκη ως κατηγορούμενοι οι Παύλος Γύπαρης, Εμμανουήλ Μπενάκης, Πέτρος Βούλγαρης και Γεωργαντάς, όμως όλοι αθωώθηκαν. Η δολοφονία του Ίωνα ήταν, πιθανόν, πράξη αντεκδικήσεως για την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του Ελευθερίου Βενιζέλου στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν της Γαλλίας την προηγούμενη ημέρα, από τους απόστρατους Βασιλόφρονες αξιωματικούς του στρατού, Γεώργιο Κυριάκη και Απόστολο Τσερέπη. Στον τόπο της στυγερής δολοφονίας τοποθετήθηκε επιτύμβια στήλη στην οποία αναφέρεται ότι «Εδώ την 31η Ιουλίου 1920 εφονεύθη υπό μισθοφὀρον τυραννίας ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ο οποίος καθὀλην την ζωήν αυτού ηγωνίσθη υπέρ των ελευθεριών του και υπέρ της αναγεννήσεως του ελληνισμού και της Ανατολής. Η εν Αθήναις Συντακτική των Ελλήνων Συνέλευσις ανέθηκεν».
Η Μαρίκα Κοτοπούλη έμαθε για την εκτέλεση του Δραγούμη 23 μέρες αργότερα. Αρχικά της είπαν ότι ο Ίωνας εξορίστηκε και της έκρυβαν τις εφημερίδες. Μόνο όταν αποφάσισε η ίδια να επισκεφθεί τον Βενιζέλο για να της δώσει εξηγήσεις, της το αποκάλυψαν. Η Κοτοπούλη, «το αγριμάκι», όπως την αποκαλούσε ο Δραγούμης, όρμησε στο πάτωμα κι άρχισε να γδέρνει με τα νύχια της τα σανίδια γεμίζοντας αίματα και ουρλιάζοντας. Πέντε χρόνια αργότερα έκανε μόνη της κάποια ταξίδια στην Ευρώπη κι επισκέφθηκε πολλά από τα μέρη που είχε πάει με τον Δραγούμη, όπως στη Ρώμη, όπου επισκέφθηκε τη βίλα Μποργκέζε κι αντίκρισε για τελευταία φορά τα ονόματά τους, «Ίων-Μαρίκα», σκαλισμένα στο μαρμάρινο παραπέτο.
Απαγγελία κατηγοριών για τη δολοφονία
Τον Ιανουάριο του 1922 συντάχθηκε το επίσημο κατηγορητήριο της Εισαγγελίας Αθηνών για την παραπομπή των κατηγορουμένων της δολοφονίας Δραγούμη, που προέκυψε μετά από πολλές ανακρίσεις και έρευνες . Ο φάκελος «χάθηκε» μετά το πραξικόπημα των «αδιάφθορων» Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά. Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα:
«...αλαλαγμοί των ορδών του Γύπαρη και των άλλων μισθοφόρων δολοφόνων δονούσι τον αέρα «νάτος, νάτος, σκοτώστε τον προδότη τον κακούργον, τον δολοφόνον, ήτο και η Κοτοπούλη μαζί του, που είναι η Κοτοπούλη» άμα ως εθεάθη, μακρόθεν σχετικώς, το φέρον τον Δραγούμην αυτοκίνητον. Τούτο φθάσαν προ της επαύλεως σταματά αναγκαστικώς, πολίται δε και στρατιώται του Γύπαρη επιτίθενται κατά αυτού μετά μανίας και βία τον καταβιβάζουσιν αυτού, ενώ συγχρόνως δέχεται χτυπήματα δια ξιφολογχών, ροπάλων και γρόνθων. Μεταξύ των επιτεθέντων αναγνωρίζονται οι κατηγορούμενοι Αντωνιάδης όστις εξαγάγων το περίστροφο του εζήτησε να επιτεθεί κατά αυτού, Μαλιγκουνάκης, Χατζόπουλος και Πεζαζόγλου, ενώ ο κατηγορούμενος επιλοχίας Σαρτζέτης ο ορισθείς κατόπιν ως αρχηγός της της συνοδείας δις δια περιστρόφου απεπειράθει να τον φονεύσει, ανεχαιτίσθει όμως υπό του Γύπαρη.
Και ενώ τοιούτον διέτρεχε κίνδυνον η ζωή του Δραγούμη από στιγμήν προς στιγμή ο κατά τας αγρίας ταύτας επιθέσεις παριστάμενος κατηγορούμενος Μπενάκης, ο τόσο ασκών επιβολή επί των Βενιζελικών όχι μόνο ουδεμίαν καταβάλλει προσπάθειαν όπως αποτρέψει τούτον, αλλά και τουναντίον θέτει έλαιον εις την πυράν λέγων προς τους παρευρισκόμενους «εδώ τον πρόεδρο μας σκοτώνουν και ημείς θα τους φυλάμε». ...{...}... Εν τω οικήματι εισέρχονται συγχρόνως οι κατηγορούμενοι Αντωνιάδης, Μελιγκουνάκης, Χατζόπουλος, ένθα συσκέπτονται μετά του Γύπαρη, όστις εξέρχεται μετ΄ολίγον και εκλέγει εκ των προσφερόμενων όπως συνοδεύσωσιν τον Δραγούμη απόσπασμα εκ των Θ. Κατσίγαρη Λοχίου, Γιαλεδάκη, Δασκαλογρηγοράκη, Καλλιτσάκη, Καραβανάκη, Μαυρογένη, Ξυδάκη, Παντελάκη, Χαλκιαδάκη, Χριστοδουλάκη απάντων στρατιωτών του σώματος Γύπαρη και κατηγορουμένων. Παραλαβόντες ούτοι αμέσως τον Δραγούμην και φέροντες ανηρτημένα τα όπλα των επ΄ώμου πορεύοντο πεζή προς τας Αθήνας καίτοι εστάθμευον εκεί αυτοκίνητα.
Όταν δ΄ αυτή ούτω βαδίζουσα είχε πλησιάσει κάτωθι των Στρατιωτικών λοτρών, και εις την θέσιν εν η υπάρχει το υψηλότερον φυσικόν προτείχισμα, ο επί κεφαλής ταύτης Σαρτζέτης σταματά δια των λέξεων «αυτού, αυτού» μετά δε την στάσην της, απευθυνόμενος προς τον Δραγούμην του λέγει «στάσου, θα σε σκοτώσωμεν», συγχρόνως δε τον ώθει μετά σκαιότητος προς το πεζοδρόμιον, τον τοποθέτει προ του προτειχίσματος με μέτωπον προς την οδόν επί του άκρου της οποίας παρατάσσονται αμέσως οι στρατιώται προς ους δίδεται αμέσως το παράγγελμα «πυρ». Μια ομοβροντιά διασχίζει τον ορίζοντα, και ο Δραγούμης όστις, κατ΄αυτήν πίπτει νεκρός, αλλά και κατ΄αυτού άπνου πεσόντος και δια δευτέραν φοράν εκκενούσι τα όπλα των οι δολοφόνοι και μετ΄αυτό λογχίζουν το άψυχο σώμα. Η ιατρική έκθεσις πιστοποιεί δεκατρία τραύματα πυροβόλου όπλου, πέντε δια ξιφολόγχης, κάταγμα τέλειον του δεξιού μηριαίου οστού..» [34].
Εμμανουήλ Μπενάκης & Δολοφονία Ίωνα
Τη μέρα της δολοφονίας, ο Εμμανουήλ Μπενάκης επιχειρηματίας της εποχής, Βενιζελικός υπουργός, Δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής, ο πατέρας της έγγαμου και μητέρας Πηνελόπης Δέλτα, με την οποία ο Δραγούμης διατηρούσε ερωτική σχέση και την εγκατέλειψε δημιουργώντας σχέση με την ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη, περνώντας από τον τόπο της συλλήψεως του Ίωνα, σταμάτησε, ρώτησε τι συμβαίνει, είχε συζήτηση με τον λογαχό Παύλο Γύπαρη, ο οποίος ήταν επικεφαλής του αποσπάσματος και στη συνέχεια αναχώρησε με το αυτοκίνητό του, ενώ σύμφωνα με μάρτυρα ακούστηκε να λέει:
«..Χρειάζεται λεπίδι για να τελειώσωμε μια για πάντα με την κατάστασι αυτή...». Η κατάθεση αυτή τον μετέτρεψε σε κατηγορούμενο για ηθική αυτουργία της δολοφονίας και ενώ το συμβούλιο Πλημμελειοδικών απάλλαξε τον Μπενάκη από την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας, τον κήρυξε ένοχο σε βαθμό πλημμελήματος διότι αδιαφόρησε, ενώ μπορούσε να επέμβει ώστε να εμποδίσει το έγκλημα. Με βούλευμα του Εφετείου περιελήφθη μεταξύ των ηθικών αυτουργών, αν και η οικογένεια του νεκρού απέκλεισε την περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, όμως οι εφέτες δεν πείστηκαν και τον παρέπεμψαν σε δίκη το Μάρτιο του 1922, στην οποία, ο Μπενάκης, ερημοδίκησε. Μόλις στην εξουσία επανήλθαν οι Βενιζελικοί, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επί καθεστώτος των Νικολάου Πλαστήρα-Στυλιανού Γονατά, ζήτησε ο ίδιος να εκδικαστεί η υπόθεση και στις 19 Νοεμβρίου 1922 έγινε δίκη στην οποία κηρύχθηκε αθώος.
Το Μάιο του 1935 ο Γύπαρης που δικάζονταν για τη συμμετοχή του στο κίνημα του Μαρτίου του ίδιου χρόνου, απολογούμενος υπέδειξε τον νεκρό Εμμανουήλ Mπενάκη. Είπε μεταξύ άλλων ο Παύλος Γύπαρης:
«...Ήλθεν ένα τηλεγράφημα ότι έγινεν απόπειρα κατά του Βενιζέλου εις την Λυών. Εγώ είχα ένα τηλεγράφημα ότι δεν εκινδύνευεν η ζωή του ...{...}.... Εξεκίνησα και επέστρεψα εις το τάγμα, όταν έξω είδα ένα αυτοκίνητον σταματημένο και κόσμον μαζεμένον γύρω και μαινόμενον. Με το πιστόλι εις το χέρι άνοιξα δρόμο και επήγα κοντά. Μέσα εις το αυτοκίνητον ήτο ο Ίων Δραγούμης. Τον παρέλαβα και τον ωδήγησα μέσα και έκαμα ένα τηλεφώνημα εις το Φρουραρχείον διά να τον στείλω εκεί όπως είχα στείλει και τους άλλους που είχαν συλληφθή. Όταν εσχηματίσθη το απόσπασμα που θα τον συνώδευε, και τον παρέλαβε, παρουσιάσθη ένας κύριος μεγαλόσχημος και τους εφώναξε: “Σκοτώστε τον! Τι τον φυλάτε”. Πρέπει να σας πω ότι ήτο άνθρωπος μεγάλης επιρροής και ηκούετο πολύ, διότι εις το σπίτι του έμενε πάντοτε ο Βενιζέλος στην Κηφισιάν. Και οι στρατιώται τον υπήκουσαν. Και... έγινε το δυστύχημα. Οι στρατιώται δεν ετολμούσαν μετά την πράξιν των να πλησιάσουν εις το τάγμα, διότι έμαθαν ότι είχα γίνει έξω φρενών, αλλά μου έστειλαν ένα άλλον στρατιώτην. “Πήγαινε, είπα, και πες στον επιλοχία σου να ’ρθουν εδώ. Αλλά αυτοί δεν ήλθαν ούτε τότε. Επήγαν εις τον κ. Εκείνον στην Κηφισιάν, ο οποίος τους έδωσε 20.000 δραχμάς, τους υπεσχέθη να επέμβη στο Βενιζέλο για να μη τιμωρηθούν και να τους στείλη στην Αίγυπτο. Δεν ετήρησεν όμως τον λόγον του και δεν τους έστειλεν εις την Αίγυπτον και οι στρατιώται επήγαν στην Κρήτη, όπου εφυγοδικούσαν. Έστειλα ένα απόσπασμα στην Κρήτη με επί κεφαλής αξιωματικόν, ο οποίος τους ευρήκε και τους συνέλαβε, τους έφερε στο τάγμα και τους παρέδωσε στας αρχάς. Το 1920 μετά την 1ην Νοεμβρίου, ενώ εγώ έφυγα εις την Γαλλίαν, οι στρατιώται εδικάσθησαν και είπαν ποίος υπέβαλε να σκοτώσουν τον Δραγούμη. Εγώ τότε ήμουν μακρυά από την Ελλάδα και οι στρατιώται δεν ήσαν υπό την επιρροήν μου. Αν τους είχα βάλει εγώ να σκοτώσουν τον Δραγούμη θα το έλεγαν εις την δίκην των. Πρέπει να σας πω ακόμη, κύριοι στρατοδίκαι, ότι την ημέραν που συνέβη ο φόνος του Δραγούμη εμπήκα στο αυτοκίνητο να πάω στην Κηφισιά να τον σκοτώσω τον κ. Εκείνον. Έπεσαν όμως όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος και με εκράτησαν. Όταν ήλθεν ο Βενιζέλος επήγα και του είπα ότι θα έκαμνα δημοσίευμα να αποκαλύψω τον κ. Εκείνον, αλλά ο Βενιζέλος μου είπε: “άφησε, δεν πειράζει”. Από τότε γεννήθηκε η κατακραυγή εναντίον μου και γι’ αυτό εδημοσίευσα μίαν επιστολήν στην ελληνικήν εφημερίδα “Μέλλον” των Παρισίων και ήθελα να την στείλω και στας αθηναϊκάς εφημερίδας, αλλά και πάλιν με ημπόδισεν ο Βενιζέλος...» .
Το γεγονός της ομολογίας του Παύλου Γύπαρη προκάλεσε την αντίδραση του Αντώνη Μπενάκη που έστειλε απαντητική επιστολή. Γράφει ο Αντ. Μπενάκης:
«...Εξ αφορμής δημοσιευομένης εις πρωινήν εφημερίδα αναδρομικής εξιστορήσεως σχετικής με τον φόνον του Ίωνος Δραγούμη αναταράσσεται και πάλιν η μνήμη του πατρός μου και επιζητείται να εμπλακή το όνομα αυτού μεταξύ των υπευθύνων του τραγικού εκείνου γεγονότος. Παρομοίαν προσπάθειαν κατέβαλε και ο Π. Γύπαρης, απολογούμενος κατά την ενώπιον του Στρατοδικείου δίκην. Αλλ’ εάν, ως εκ της προνομιακής θέσεως, ήτις αναγνωρίζεται εις κάθε απολογούμενον, έκρινα ότι δεν υπήρχε λόγος να ανασκευάσω τότε τα λεχθέντα, αισθάνομαι την υποχρέωσιν, αφ’ ης στιγμής υπό μορφήν ιστορικού δημοσιεύματος θίγεται η μνήμη του πατρός μου να διαμαρτυρηθώ διά την ύβριν την γιγνομένην εις νεκρόν, αδυνατούντα με την ειλικρίνειαν της φωνής του να διαλύση κάθε συκοφαντίαν. Ευτυχώς, την δημιουργηθείσαν και παρά τοις δικαστικοίς προσώποις πρόχειρον εντύπωσιν εκ του ότι τυχαίως παρέστη κατά την υπό του Τάγματος Ασφαλείας σύλληψιν του Ίωνος Δραγούμη παρά την έπαυλιν Θων, εφρόντισε ζων ο πατήρ μου να διαλύση, ζητήσας την εκδίκασιν της υποθέσεώς του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών, το οποίον διά της υπ’ αριθ. 73 της 19ης Νοεμβρίου 1922 αποφάσεώς του “απεφήνατο αυτόν αθώον”,...{...}.... Με το σκεπτικόν αυτό αποφάσεως, εκδοθείσης καθ’ ον χρόνον είχε μεν χορηγηθή αμνηστεία διά του από 22 Οκτωβρίου 1922 Ν.Δ., ρητώς όμως είχεν εξαιρεθή αυτής το αδίκημα του φόνου του Ι. Δραγούμη, αρκούμαι ν’ απαντήσω, τόσον προς αποκατάστασιν της αληθείας, όσον και διά ν’ ανταποκριθώ εις τα εύλογα συναισθήματα εκείνων, οι οποίοι διατηρούσι μετ’ ευλαβείας πάντοτε του πατρός μου την μνήμην. Πέραν τούτου, και οιανδήποτε και αν λάβη μορφήν η δημοσιογραφική εμφάνισις του ζητήματος υπό τύπον εντυπωσιακών ειδήσεων ή σχολίων, η Οικογένεια Μπενάκη δεν θα προσθέση ουδέ λέξιν. Διότι, και την παρακολούθησιν τοιούτων δημοσιευμάτων προς ανασκευήν αυτών εκ νέου, θα εθεώρει ύβριν προς την μνήμην του αρχηγού αυτής...» [37]. Οι καταθέσεις δύο ακόμη αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων, εμπίστων ανθρώπων του Εμμανουήλ Μπενάκη, του προσωπικού του οδηγού Βασιλείου καθώς και του Μπαβαβέα, που ήταν ο ιδιαίτερος γραμματέας του, δεν διασώθηκαν.
Μνήμη Ίωνα Δραγούμη
Ο Ίων Δραγούμης, το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται μεταξύ των διακεκριμένων Ελλήνων Τεκτόνων και αναφέρεται ως μέλος της Στοάς των Αθηνών «Μέγας Αλέξανδρος», υπήρξε προσωπικότητα που χάραξε Ιστορία και άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα της εποχής του. Το συγγραφικό του έργο, αποτελούμενο από πολιτικές μελέτες, άρθρα κοινωνικού προβληματισμού και λογοτεχνήματα, συντονίζεται με την εθνική και πολιτική του δράση. Επίκαιρος και προφητικός για όσα συμβαίνουν σήμερα ο μεγάλος πολιτικός και διπλωμάτης- ιδεαλιστής, υπέρμαχος του δημοτικισμού, προοδευτικός και ταυτόχρονα συντηρητικός, άθεος και αντικομφορμιστής, κοσμοπολίτης και εθνικιστής, ιδανικός εραστής και υποστηρικτής της ελευθερίας του έρωτα σε δύσκολες εποχές, ο Δραγούμης εξακολουθεί να καθοδηγεί, ένα αιώνα μετά την τραγική δολοφονία του. Προσωπικότητα γεμάτη με αντιφάσεις, με θάρρος που πλεόναζε, γεμάτος δύναμη και κυριευμένος από πάθος, ακλόνητος στα ιδανικά του ακόμη κι όταν απειλούνταν η ζωή του, υποστήριξε με σθεναρό τρόπο το όραμα για μια μεγάλη Ελλάδα.
Υποστήριξε τη «Μεγάλη Ιδέα» και εργάστηκε με ζήλο, προκειμένου η Ελλάδα να πάρει πίσω τις αλύτρωτες περιοχές. Σύμφωνα με τον Δραγούμη, ο οποίος είχε δηλώσει εξαρχής την αντίθεση στις απόψεις του Ελευθέριου Βενιζέλου, δεν θα έπρεπε να προσαρτισθούν εδάφη από την Τουρκία όπου ζούσαν Έλληνες, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στον αφανισμό τους -κάτι που δυστυχώς αποδείχθηκε στην πράξη. Πίστευε πως τα κομμάτια της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου ζούσαν μειονότητες, όπως οι Έλληνες, έπρεπε να εκδημοκρατιστούν. Εξέχουσα θέση στα σχέδια του είχαν διαδραματίσει οι τότε «Νεοελληνιστές», οι Τούρκοι που αγαπούσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία, μετέφραζαν Πλάτωνα και Όμηρο, τους οποίους θεωρούσε συμμάχους. Επέμεινε με σθένος στον Μακεδονικό Αγώνα και στη μάχη κατά των Βούλγαρων, υπερτόνισε την ανεπάρκεια των Ευρωπαίων συμμάχων μας οδηγούμενος σε σύγκρουση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού ρομαντικού εθνικισμού των αρχών του 20ου αιώνα.
Η οργάνωση που ίδρυσε ο Δραγούμης το 1907 θεωρείται ένα προωθημένο για την εποχή δίκτυο κατασκόπων- διατηρώντας αρχεία με κώδικες και κρυπτογραφημένες επιστολές. Αντίστοιχα εντυπωσιακό είναι και το τυπικό μυήσεως στην οργάνωση, που αποδεικνύει ότι ο Δραγούμης δεν ήταν μόνο ιδεολόγος, αλλά και άνθρωπος της πράξης, του πραγματικού αγώνα με σαφή στρατηγική. Στη σύντομη ζωή του ο Ίωνας δεν συμβιβάσθηκε, ούτε προσπάθησε να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή της αντιπολιτεύσεως στο Βενιζέλο και πολιτεύτηκε ανεξάρτητος, χωρίς να πλησιάσει ποτέ το Βασιλικό περιβάλλον. Επιστρέφοντας από τη δεύτερη εξορία του επανεξέδωσε το περιοδικό του, ασκώντας δριμύτατη κριτική στους Βενιζελικούς. Η δολοφονία του είχε τεράστιο εθνικό κόστος και αποστέρησε στον τόπο ένα ανιδιοτελή πολιτικό και επιφανή διανοούμενο, ο οποίος πάλεψε για την Ελληνική ιδέα.
Στο σημείο όπου δολοφονήθηκε, στον αριθμό 77Α επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, υπάρχει επιτύμβια μαρμάρινη στήλη, έργο του 1921 κατασκευασμένο σε μάρμαρο από τον γλύπτη Αριστοτέλη Ζάχο, ενώ διοργανώνονται ετήσιες τιμητικές εκδηλώσεις. Την δεκαετία του 1980 ανεγέρθηκε ανδριάντας του Δραγούμη επί της Πλατείας Μακεδονομάχων στην πόλη της Θεσσαλονίκης, έργο του γλύπτη Γιάννη Παππά, ενώ το χωριό πρώην Στράιστα του νομού Πέλλης, σήμερα οικισμός του δήμου Αλμωπίας, μετονομάσθηκε σε «Ίδα» προς τιμήν του. Την περίοδο της οξύνσεως του Μακεδονικού ζητήματος με την ΠΓΔΜ την δεκαετία του 1990 τα έργα του Δραγούμη γνώρισαν νέες εκδόσεις, η δε φράση του «Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε» επαναλήφθηκε σε λόγους και κείμενα. Τον Δεκέμβριο του 2007 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εθνικών και Κοινωνικών Μελετών «Ίων Δραγούμης», με πρόεδρο τον εθνικιστή καθηγητή Αστροφυσικής Χρίστο Γούδη. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009 οργανώθηκε από το Ινστιτούτο στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής ημερίδα προς τιμήν του Ίωνα Δραγούμη με τίτλο «Ίων Δραγούμης και Ελληνισμός».
Συγγραφικό έργο
Ο Δραγούμης, ο οποίος με το συγγραφικό του έργο άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα, ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του συλλόγου δημοτικιστών «Εκπαιδευτικός Όμιλος», συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο «Ίδας» και «Τοξότης». Ως δημοτικιστής στάθηκε αταλάντευτος και συγκαταλέγεται στα ιδρυτικά μέλη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», όμως δεν υπήρξε ποτέ ψυχαρικός και λοιδορούσε τον φανατισμό πολλών δημοτικιστών καθώς ο ίδιος γράφει σε αστική δημοτική. Στα περισσότερα από τα έργα του κυριαρχούν αυτοβιογραφικά στοιχεία και οι περί του πρακτέου ιδέες και θεωρίες του που τόσο μαχητικά επιχείρησε να μεταφέρει στην πράξη και να τις επιβάλει. Στο συγγραφικό του έργο εμφανίζονται οι πρώτες σελίδες της πεζογραφίας μας που είναι γραμμένες σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αττική δημοτική γλώσσα, μια ολοφάνερη και επιτυχημένη προσπάθεια προσανατολισμού της δημοτικής σε ένα αφηγηματικό ύφος, πλαστικό και απαλλαγμένο από βαναυσότητες.
Το πολιτικό του μανιφέστο εμπεριέχεται στο κείμενα
- «Ελληνικός πολιτισμός» το 1914 και
- «Μονοπάτι», το 1902, στο οποίο αναλύει τους σκοπούς της υπάρξεως του Ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής ιδεολογίας.
Το συγγραφικό του ταλέντο διαφάνηκε από την εφηβική του ηλικία όταν έγραψε και δημοσίευσε τα:
- «Διηγήματα διά παιδία 4 έως 10 ετών» και
- «Βιβλίον της ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ υπό Ιωάννου Δραγούμη. Εν Αθήναις Αριθ. 1. 1885. Έτος Α!»
Συνέγραψε πλήθος πολιτικών μελετών και άρθρων και δημοσίευσε λογοτεχνικά έργα, μεταξύ τους τα βιβλία
- «Τετράδια του Ίλιντεν».
Στο έργο του ο Δραγούμης γράφει για έναν επικεφαλής βουλγαρικού στρατιωτικού σώματος, ονόματι Τσακαλάροφ, ότι «…θα ξοδέψω χρήματα για την δολοφονία του· το ίδιο πρέπει να γίνει και για άλλους», μεθοδολογία δράσεως που ακολούθησε κι όταν μετατέθηκε από την ελληνική κυβέρνηση στο Προξενείο της Κωνσταντινουπόλεως.
- «Μαρτύρων και ηρώων αίμα»,
το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, που δημοσίευσε το 1907 και σε δεύτερη έκδοση το 1914, με το ψευδώνυμο «Ίδας», είναι ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο που αγγίζει θαρραλέα, όσο και βασανιστικά, τα μεγάλα προβλήματα του Ελληνισμού.
- «Η μεγάλη ιδέα» , το 1908,
- «Σαμοθράκη», το 1908,
βιβλίο γραμμένο με αφορμή την επίσκεψη του στο νησί, όπου όμως αναζητά και πραγματεύεται τα χνάρια του Ελληνισμού στην Ελληνική ύπαιθρο. Ο Δραγούμης στο βιβλίο του διέσωσε το συμβάν του Ολοκαυτώματος της Σαμοθράκης από τους Τούρκους και κάνει αναφορά για το τρυπημένο Ευαγγέλιο της εκκλησίας της Παναγίας στη Χώρα, το οποίο φυλάσσεται στο Εθνολογικό Μουσείο. Η ιδέα του Μπαρές και τη σχέση νεκρών και ζωντανών ανθρώπων που τους συνδέει το κοινό αίμα και η κοινή πατρίδα, φαίνεται στο βιβλίο του Έλληνα πρωτοφασίστα και ειδικότερα στο κεφάλαιο «Νεκρικός διάλογος». Ωστόσο στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται και η φράση «Κι αν είναι να χαθεί η Φυλή μου, πάλι χαρούμενος θα είμαι. Την αγαπώ τόσο που δέχομαι να πεθάνει, για να νιώσω την ηδονή του θανάτου της»
- «Στρατός και άλλα» το 1909, όπου αναφέρεται η φράση του «Ας κρατήσουν οι Τούρκοι την Πόλη. Καλύτερα αυτοί»
- «Όσοι ζωντανοί» , το 1911,
- «Ελληνικός πολιτισμός»,
στο οποίο καταγράφει τις αντιλήψεις του για την υπεροχή του έθνους έναντι του κράτους, περιγράφει με ζωντανά χρώματα την προτεραιότητα του πολιτισμικού έθνους σε σχέση με το φυλετικό και στηλιτεύει την προγονοπληξία και τον λογιοτατισμό, καταλήγοντας σε πρακτικές πολιτιστικές προτάσεις για τον νέο ελληνισμό που πίστευε ότι αναδυόταν. Ενώ δεν διστάζει να ομολογήσει: «Αν το Έθνος το Ελληνικό είναι τώρα πιά ανάξιο για μεγάλα έργα, καλύτερα να μην υπάρχει. Ας ξεφτίσει, ας χαθεί σαν έθνος και τα άτομα του ας γίνουν ό,τι θέλουν, ας σκορπιστούν στον κόσμο σαν τους Εβραίους ή και χειρότερα».
- «Προγραμματικοί Πολιτικοί Στοχασμοί», το 1916, κείμενο που αποτελεί συστηματική παράθεση και ανάλυση των πολιτικών απόψεων του Ίωνα πάνω σε όλα τα καίρια ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής
Ο αδελφός του Ίωνα, ο Φίλιππος Δραγούμης, διαφύλαξε το έργο του και δημοσίευσε μετά το θάνατο του Ίωνος ορισμένα από τα ανέκδοτα έργα του, όπως το
- «Μονοπάτι», το 1902 και το
- «Σταμάτημα», το 1917, το βιβλίο είναι γραμμένο στη διάρκεια της εξορίας του στην Κορσική,
- «Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία», το 1919,
- «Ο Ελληνισμός και οι Έλληνες».
Τέλος στο έργο του «Φύλλα Ημερολογίου» ο Ίωνας Δραγούμης σημειώνει: «Μια περίοδος της ζωής μου ήταν ΕΘΝΙΣΤΙΚΗ, από τα 1902 έως το 1914 πάνω-κάτω. Τώρα μπαίνω σε μία ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ και ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ μου».
Μετά τη δολοφονία του Ίωνα, ο Δημήτριος Ταγκόπουλος συγκέντρωσε σε μία έκδοση, ως μνημόσυνο φιλολογικό, δέκα από τα αντιπροσωπευτικότερα άρθρα του, που είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Νουμάς», συνήθως με το φιλολογικό ψευδώνυμο «ΙΔΑΣ», από τα αρχικά του ονοματεπώνυμου «Ι» και «Δ». Μέσα απ’ αυτά εκτίθενται αναλυτικά οι ιδέες του για την πολιτική, την κοινωνία, το γλωσσικό ζήτημα και το μέλλον του Ελληνικού Έθνους. Το έργο ονομάζεται
«Μελέται» και αποτελείται από 10 άρθρα του Δραγούμη.
Ο Ίων Δραγούμης δεν συμβιβάσθηκε, δεν βολεύτηκε, όπως εύκολα θα μπορούσε να κάνει. Γιος πρώην πρωθυπουργού, με κοινωνικά υψηλές γνωριμίες, και με αδιαμφισβήτητες ικανότητες, με ένα «καλό» γάμο θα μπορούσε να λύσει για πάντα το οικονομικό πρόβλημα που τον ταλάνιζε ως την τελευταία μέρα της ζωής του και να αναδειχθεί σε ηγετική μορφή των αντι-βενιζελικων που χρειάζονταν τότε τέτοια στελέχη. Δεν το έκανε. Εγκατέλειψε τα σαλόνια, για τα βουνά της Μακεδονίας, έμεινε ρομαντικός, επεδίωξε τον πραγματικό έρωτα σαν μια χίμαιρα, πολιτεύτηκε ανεξάρτητος, χωρίς ποτέ τελικά να πλησιάσει το περιβάλλον του Βασιλιά.
ΠΗΓΗ:ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ