Η δική μου Αμοργός.
Γνώρισα την Αμοργό το 1994. Πρώτες διακοπές με φίλες ακριβώς μετά τις πανελλαδικές. Όχι δεν επιλέξαμε άγονη γραμμή… παρά κάτι πολύ πιο στα μέτρα μας και της μόδας τότε: Σαντορίνη- Πάρο.
Πολλά μπαγκάζια, κασέτες με Βαγγέλη Γερμανό, πρωτόγνωρα
φορεματάκια ΖΑΡΑ σε όλα τα μεγέθη (τότε είχε μόλις ανοίξει), πρώτα καρδιοχτύπια
και τα βιβλία επιτέλους στην άκρη, σφραγισμένα με λαχτάρα για ενήλικη ζωή. Όσο για τα πρέπει, τα πρόσεχε, τα μη των γονιών έμειναν να μας αποχαιρετούν απ’ το λιμάνι.
Αφού βέβαια μας εφοδίασαν με κάποιες τρυφερές υπενθύμισες, στριμωγμένες σε σάντουιτς για το καράβι. Το όνομα δε του καραβιού ιστορικό: Άνεμος…
Πρώτη στάση Σαντορίνη, μετά από 18 με 21 ώρες. Κανένα πρόβλημα. Κι ο χρόνος
συνεπιβάτης ήταν, κερνούσε όνειρα κι ούζα στο κατάστρωμα. Κάλπαζε ο Άνεμος και
πλάι του άνεμος, δελφίνια, γλάροι, ανοιχτός ορίζοντας και αλμύρα… να σου ποτίζει
το μόλις 18ιουλίων ταξιδιωτικό σου είναι.
Στη Σαντορίνη μας φόρτωσαν σε ένα παλιό λεωφορείο (μάξγουελ φραπέ το ‘χαμε πει τότε
λόγω μιας σχετικής διαφήμισης), πέταξαν τα μπαγκάζια στην οροφή και
σκαρφαλώναμε σαν κινούμενα σχέδια το νησί. Ζαλιστήκαμε από την ελευθερία, την ομορφιά, το ηφαίστειο, τη μαύρη άμμο. Ήπιαμε ρεμβάσαμε χορέψαμε κολυμπήσαμε… συναντήσαμε και γνωστούς που νοίκιασαν τζιπάκι και ανεβαίναμε 10 ευτυχισμένα ατομάκια πάνω του και γυρνούσαμε το νησί. Και ένα βράδυ εκθειάζοντας τις 4×4 δυνατότητες του οχήματος βρεθήκαμε- τι καλά- εκεί που σκάει το κύμα και μετά από λίγο κολλημένοι στην άμμο και η θάλασσα να πλημμυρίζει πεντάλ, ταχύτητες κι ηλιοκαμένα πόδια… με τα παπούτσια τους μαζί. Κι ένα δυο τρία ωπ ένα δύο τρία ωπ κατάφεραν τα αδύνατα μπρατσάκια να σύρουν το τζιπάκι έξω. Τα φώτα με μέσα τους νερό ίδια φωτορυθμικά και κάποιος έσπασε με βία μια αδέσποτη καρέκλα κι ανάψαμε φωτιά για να στεγνώσουμε.
Είσαι 18 χρονών και δε μασάς. Δε φοβάσαι, δεν αγχώνεσαι, δεν έχεις μέτρο, ούτε λογική. Αποχαιρετάς τα σχολικά σου χρόνια όπως νομίζεις καλύτερα, με παιδαριώδη καμώματα που τότε φάνταζαν κατορθώματα ηρωικά: Όπως το να κλείσουμε δωμάτιο για 5 ενώ ήμασταν 6 τελικά. Ή τ’ ότι πηδούσα κάθε φορά από το παράθυρο για να μην μας πάρουνε χαμπάρι. «Για μαλάκα με περνάτε;» φώναξε την τελευταία μέρα ο ιδιοκτήτης έξω από την πόρτα… «θα φωνάξω την τουριστική αστυνομία κωλόπαιδα».
Βγήκε τότε μπροστά, η πιο φαινομενικά αθώα μα τσαμπουκαλού και ψύχραιμη της παρέας, άρτι εισαχθείσα στη Νομική Θεσσαλονίκης (πλέον δικηγόρος, μητέρα και με δυο παιδιά) και του έθεσε τα δικά της επιχειρήματα και κατά πόσο η τουριστική αστυνομία θα ενθουσιαζόταν με μια δική μας καταγγελία για έλλειψη ζεστού νερού, παρουσία αραχνών και κατσαρίδων στα ελάχιστα τετραγωνικά που πρόσφερε για τρίκλινο δωμάτιο κι εμείς τα κακόμοιρα- τι κάναμε- προσθέσαμε μια στρωματσάδα. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη της καριέρας της. Τη βγάλαμε πεντακάθαρη και αλώβητες συνεχίσαμε τις ανεξέλεγκτες διακοπές μας.
Επόμενος σταθμός Πάρος. Εκείνη την περίοδο, αυτή η φοβερή παρέα ατρόμητων κορασίδων,
είχε εν μέρει εμπλακεί με μια άλλη παρέα, λίγο μεγαλύτερων. Τότε όμως φάνταζαν
τεράστιοι… ήδη φοιτητές, τρίτο τέταρτο έτος Πολυτεχνείου και όχι μόνο, πρότυπα
ζωής έρωτα και γλεντιού.
Στην Πάρο λοιπόν θα γινόταν η περιβόητη συνάντηση με συνεννοήσεις μέσω τηλεκάρτας, τοπικών περιπτέρων και σημάτων καπνού… Εκείνοι ήταν στην φασαριόζικη Παροικιά, εμείς στη γραφική Νάουσα και γεφυρώναμε την απόσταση με οτοστόπ και νεανικό πόθο που ντύνει τα πόδια σου με φτερωτά πατούμενα (τα γνωστά calceis pennatis- μια και τα λατινικά ακόμα μας κυνηγούσαν).
Αχόρταγοι, έρωτες και νιάτα…πού να μας φτάσουν 10 μέρες διακοπές. Με τη στήριξη λοιπών των
φίλων, αιτήθηκα τηλεφωνικώς παράταση από τον δόλιο πατέρα που ό,τι έτρεμε…
(έρωτες μεθύσια κι αυτοκίνητα) αυτό ακριβώς συνέβαινε.
Οι τρεις της παρέας αποχώρησαν, οι δυο μείνανε στο Αιγαίο για screen…ραντεβού λοιπόν στο λιμάνι της Πάρου σε 4 μέρες για να γυρίσουμε με τον Άνεμο, φρόνιμες και καθωσπρέπει όλες μαζί. Εμένα εν τω μεταξύ, με πήρε ο έρωτας και με σήκωσε στα Κουφονήσια. (Έρχεται κι η Αμοργός σε λίγο).
Βρήκαμε δωμάτιο μόνο για 2 νύχτες απ’ τις 3 της παράτασης αλλά τι σημασία είχε… Τότε
τρώγαμε τηγανητές πατάτες και χωριάτικη και μεθούσαμε στα γέλια. Καθόμασταν σ’ ένα βράχο στο Σιρόκο και κοιτούσαμε αμίλητοι τ’ αστέρια.
Μας κερνούσαν ζεστούς λουκουμάδες και πασαλείβαμε με μέλια …χάδια και φιλιά. Ακόμα και στην παραλία, μες τους γυμνιστές και τα αμμουδένια και σωμάτινα γλυπτά, κουκουλωμένη μέσα σε εμπριμέ ολόσωμο μαγιό, ένιωθα την υπέροχη αίσθηση της συστολής του αγνώστου.
Πώς μεταφράζεται αυτό; Κάτι σαν ρόδινη ευτυχία… αυτό που πληρώνεις μετά όταν
πονάς.
Κι όταν απωλέσθη στο Κουφονήσι η πολυτέλεια του δωματίου, έτσι ξαφνικά κι αυθόρμητα, πήραμε την απόφαση, αντί να τη βγάλουμε στο κάμπινγκ, να πάμε για ένα βράδυ Αμοργό. Δίπλα είναι. Φρέσκο και το Απέραντο Γαλάζιο και τα ποιήματα του Γκάτσου. Ο δε Σκοπελίτης θα έκανε αυτήν ακριβώς τη διαδρομή και σε λίγες ώρες θα ήμασταν σε νέες περιπέτειες.
Ο Σκοπελίτης όμως, ήταν μια περιπέτεια από μόνος του. Σαπιοκάραβο, με τους μισούς
να ξερνάνε στο κατάστρωμα και τους άλλους να ξερνάνε που τους βλέπουν. Παραδόξως,
το τότε μου στομάχι δεν πτοήθηκε. «Τι γλυκό, τι γραφικό…» έλεγα και με
αγριοκοιτάζαν όλοι.
Άσε που πρώτη φορά είχα να στηρίξω, εγώ η πιτσιρίκα, τον αγαπημένο μου μεγάλο σύντροφο, που διπλωμένος στα δύο σφάδαζε απ’ ανακατωσούρα.
Η Αμοργός μας υποδέχτηκε ένα αυγουστιάτικο βράδυ, μισό-βουλιαγμένη. Απόθεσα σ’ έναν
κάβο τον πρασινοκίτρινο αγαπημένο μου και βγήκα στη γύρα για δωμάτιο. Τίποτα
στα Κατάπολα. Όλα γεμάτα. Τελευταία ελπίδα μια ταβέρνα στην άκρη του λιμανιού. «Ρώτα
τον ιδιοκτήτη που κάθεται σε κείνο το τραπέζι».
Πάει η δικιά σου κι αρχίζει να εκλιπαρεί με γλύκες την γεροντοπαρέα για ένα κρεβατάκι για τη νύχτα. «Έχω εγώ κρεβάτι»… μου λέει ένας παππούς. Μέσα στους πανηγυρισμούς μου του λέω «Να πάω να φωνάξω τον φίλο μου»…«Α δεν ξέρω για 2 άτομα, εγώ νόμιζα πως είσαι μοναχή σου»… «Μα δεν θέλουμε πολλά, ένα κρεβατάκι κι ας είναι και μικρό να κουρνιάσουμε αγκαλιά και δεν μας νοιάζει»…
«Άντε ρε μπάρμπα εξυπηρέτησε τα παιδιά στην γκαρσονιέρα» …επέμεναν οι γύρω. «Καλάαα…», λέει με τα πολλά ο μπάρμπας κι έτσι έφυγαν και τα ανακατέματα και όλα. «Θα ‘χουμε και γκαρσονιέρα αγάπη μου ν’ αγαπηθούμε στην Αμοργό»… Καθόμαστε μαζί τους, τρώμε κοτόπουλο με πατάτες τηγανητές, γελάμε όπως συνηθίζαμε τότε, πίνουμε και περιμένουμε οδηγίες.
Ο μπάρμπας μας νεύει ακολουθήστε με. Παίρνουμε τα συμπράγκαλα (ανάμεσά τους και
κάτι πατημένα σταφύλια, ένα καρπούζι κι ένα μπουκάλι ουίσκι που κουβαλούσαμε
από την Πάρο ακόμα) και ακολουθούμε.
Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε… κατηφόρες, ανηφόρες… και κάπου σε μια στροφή παρκαρισμένο το λευκό του φορτηγάκι. Μας βάζει στην καρότσα και πάμε και πάμε και πάμε… δρόμος ατελείωτος… και το κοτόπουλο, η πατάτα, το γέλιο και το κρασί να ανεβοκατεβαίνουν μαζί με τον καρόδρομο. «Εδώ είμαστε παιδιά»…λέει κάποια στιγμή ο οδηγός μας.
Αντικρίζουμε μια σπιταρόνα και πλάι της ένα παράπηγμα, μια καλυβούλα. Προς μεγάλη μας έκπληξη κατευθύνεται προς το καλύβι. Ανοίγει την πόρτα, και να δυο κρεβατάκια
σχηματίζουν ένα γάμμα. «Εσείς θα κοιμηθείτε εδώ»…δείχνει το ένα…«κι εγώ στο
άλλο».
Ξεροκαταπίνουμε. Κοιτάζουμε το γάμμα που αίφνης έμοιαζε με τεράστια οριζόντια κρεμάλα. Κοιταζόμαστε
μεταξύ μας. Και υπακούμε. Μετά έσβησε το φως, κλείδωσε και βαριανάσαινε τον
ύπνο του δικαίου και καλού τουριστικού Σαμαρείτη.
Σφιχτήκαμε σαν φοβισμένα πουλιά και περιμέναμε να ξημερώσει. Εφτά το πρωί είχε εγερτήριο, τι χρωστάμε, τίποτα παιδιά, καλό σας δρόμο. Και σοκαρισμένοι βγήκαμε να γνωρίσουμε την Αμοργό. Δεν ξέρω αν έφταιγε όλη αυτή η παράξενη νύχτα, πάντως η μέρα ξεκίνησε ολοφώτεινη. Κι αντικρίσαμε μια χώρα πλημμυρισμένη στο λευκό και στη μαγεία.
Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η δύσκολη Αμοργός κατάφερε να με κάνει δικιά της για
πάντα.
Δεν σου δίνονται εύκολα οι ομορφιές. Οφείλεις να δώσεις μάχη με ναυτίες,
δωμάτια, μπάρμπες, αγωνίες… κι αν βγεις ζωντανός μετά απ’ όλα αυτά… λες κι ανοίγουν
σιγά σιγά παράθυρα με θέα στα πιο απόκρυφα μυστικά του τόπου.
Κι οι μάχες φυσικά συνεχίστηκαν, περιμένοντας το καράβι για Πάρο όπου είχα το
περιβόητο ραντεβού με το screen μου της επιστροφής.
Κι εκεί έβαλε το χεράκι της η τύχη κι ο θεός των νιάτων και της ξεγνοιασιάς, κι όταν
ήρθε το φίσκα καράβι από Αιγιάλη, απ’ τους 100 που περιμένανε, μάζεψε μοναχά τους
δύο- με τα πατημένα σταφύλια το καρπούζι και το ουίσκι…
Έτσι όλα ήρθαν στη θέση τους: και η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη και η καρδιά και το κεφάλι και η αγάπη για τούτο το ζόρικο ατίθασο νησί, που σου ζητάει να το κοιτάξεις κατάματα και να το δαμάσεις.
Το επόμενο καλοκαίρι (1995) πήγα για μέρες να το χορτάσω. Και πάλι η Αμοργός μας
δοκίμασε. Οι κορασίδες, ένα χρόνο εκτός σχολείου κι είχε πάρει η καθεμία το
δικό της δρόμο που τον υπερασπιζόταν με πάθος. Συν το δικό μου πάθος για το
μέρος και την ανάγκη να αναβιώσω την περσινή εμπειρία… αλλά να μη μου βγαίνει.
Να μην σιγοντάρει και το καρδιοχτύπι. Κι οι εντάσεις να την κάνουν ακόμα πιο
γοητευτική την απροσπέλαστη νήσο. «Αφού δεν ξεμαλλιαστήκαμε εδώ, μπορεί και να
αντέξουμε χρόνια»… είπε μια αγαπητή σοφή. 18 χρόνια μετά και, δόξα της φιλίας τω
θεώ, ισχύει.
Και το 1998 ξαναπήγα… με άλλη αγαπημένη φίλη κι αδερφή. Τώρα στην παρέα προστέθηκε
κι ένα μηχανάκι κι αλωνίζαμε οι τρεις μας το νησί. Και ξανά στη Χοζοβιώτισσα
για κίτρο και λουκούμι. Κι εκείνο το υπέροχο παράθυρο στο πέλαγος. Κι η Αγία
Άννα. Κι ο Αμόργιαλος. Κι ο Μούρος.
Και το καφενείο στην Καλοφάνα. Τα Θολάρια. «Κοίτα τες…» έλεγε ένας ντόπιος μπαμπάς που ‘χαμε για λίγο υιοθετήσει «…ρίχνουν αλάτι στη σαλάτα και είναι ευτυχισμένες». Το χειμώνα λοιπόν, του στείλαμε μέσω ενός γνωστού, που δεν υπάρχει πια, ένα πακέτο με γράμμα από τις «κόρες» του και δώρο ένα σακουλάκι ΚΑΛΑΣ, εις ανάμνησιν εκείνης της ατάκας και της ευτυχίας που απέπνεε. Όταν άρχισε να σκίζεται η σακούλα και να τρέχει η άσπρη σκόνη από το φάκελο του αγγελιοφόρου μας…δημιουργήθηκε ένα ύποπτο θέμα…που ευτυχώς λύθηκε γρήγορα με μια απενοχοποιητική αλμυρή δοκιμή.
Πήγα και το 2002, για να σώσω την ίδια φίλη κι αδερφή απ’ την κατάρα…να δουλεύει στη
χώρα και να μην το χαίρεται. Με λίγη ψημένη ρακή και πολλούς ωραίους ανθρώπους
την αντιστρέψαμε… σε ευχή κι ευλογία. Πήγαμε και στο μπαζωμένο πρώην υδρομαντείο
(νυν Αϊ Γιώργη Βαλσαμίτη) για επιβεβαίωση. Χρησμό δεν πήραμε, παρά ένα αγγούρι-
δώρο του φύλακα, που το περιφέραμε σαν λάφυρο σε όλο το νησί. Κι ένα πιάτο
κουτσομούρες για τη φίλη αγροτική γιατρό που έσωσε από αλλεργικό σοκ έναν
ντόπιο. Και μπάνιο στην Λευρωσσό. Κι εκείνη η μέρα που αποφασίσουμε, άστεγοι όντες, να
μαγειρέψουμε γεμιστά με δανεικά ταψιά σε μιαν αυλή. Και να όλο το ελληνικό
καλοκαίρι σφηνωμένο μέσα σε ντομάτες και πιπεριές. Κι ένας σοκολατένιος κορμός
να πλάθεται σε μια πλυμένη σακούλα και να πετάει σαν μπάλα από χέρι σε χέρι. Κι
ύστερα να σμιλεύεται, από έμπειρα αρχιτεκτονικά χέρια, σε πρόσωπο ινδιάνου.
Δανεικά ψυγεία, δανεικοί φούρνοι και μετά από λίγο να κερνάμε τους περαστικούς
απ’ τα καλούδια μας.
Τέλος ξαναπήγα το 2005, αυτή τη φορά καλεσμένη του πολιτιστικού συλλόγου για
παράσταση στην πλατεία της Λότζα. Ήταν κι αυτό μια κατάκτηση μα η Αμοργός δεν
ήταν ίδια. Πιο νηφάλια, συμμαζεμένη κι επαγγελματική. Ένα άσπρο όμορφο ντεκόρ
μιας άλλης ενήλικης πια ζωής. Εξάλλου στους ανταγωνισμούς η Αμοργός με βγάζει
πάντα νοκ άουτ. Κι η αγάπη μου για το έργο μας ήταν μάλλον τότε μεγαλύτερη. Δεν
της έδωσα πολλή σημασία, δεν μου ‘δωσε κι αυτή.
Από τότε έχει μείνει κάτι σαν όνειρο. Όταν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έχει
ζήσει ομορφιές, αυτήν σκέφτομαι. Ή ότι έχω ακόμη πολλά πράγματα να κάνω. Είναι
κι αυτή μια αποστολή, σ’ αυτήν να ξαναγυρίσω και μάλιστα Πάσχα, με καλή παρέα
κι εφηβικό χτυποκάρδι. Με τηγανητές πατάτες να φέρνουν ευφορία και μιαν
αλατιέρα να χιονίζει ευτυχία. Και το λευκό να ακτινοβολεί… όχι μόνο σαν σκηνικό
και φωτισμός. Αλλά με την ίδια την Αμοργό, τη αψεγάδιαστη απροσπέλαστη ντίβα
του Αιγαίου, πρωταγωνίστρια. Όπως τότε…