Όταν επισκέφτηκα τη Χάγη μερικά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια ενός επιστημονικού συνεδρίου στο Άμστερνταμ, η ντόπια ξεναγός του πολυεθνικού γκρουπ μας (στο οποίο ήμουν ο μοναδικός Έλληνας χωρίς να το γνωρίζει) μας έδειξε το εντυπωσιακό Προξενικό Γραφείο της Ελλάδας σε περίοπτη θέση στη Χάγη, και όταν περάσαμε μπροστά από το Διεθνές Δικαστήριο μας τόνισε τις δωρεές της Ελλάδας όταν χτιζόταν το κτίριο (π.χ., τα μάρμαρα). Γιατί τέτοια εντυπωσιακή παρουσία στη Χάγη; Μα διότι η Ελλάδα πάντα προσέβλεπε στο Διεθνές Δικαστήριο για την επίλυση των διαφορών της με άλλες χώρες. Και όντως η Ελλάδα διαθέτει περίτεχνα Πρεσβευτικά και Προξενικά κτίρια σε περίοπτες θέσεις ανά την υφήλιο.
Σε αυτό το άρθρο θέλω να ξεκαθαρίσω τους λόγους για τους οποίους η προσφυγή στη Χάγη, όσον αφορά την μόνη διαφορά με την Τουρκία που αποδεχόμαστε εμείς, δηλαδή την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, είναι στρατηγικό λάθος. Αναγνωρίζω ότι με την έκταση που πήραν οι πυρκαγιές και οι νεροποντές φέτος έχουμε και άλλα σοβαρά προβλήματα να ασχοληθούμε άμεσα, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι κκ. Γεραπετρίτης και Φιντάν άρχισαν να συνομιλούν στην Άγκυρα για τη θετική ατζέντα και για την πιθανότητα σύναψης του συμφωνητικού που είναι αναγκαίο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Επίσης αναγνωρίζω ότι η Ελλάδα δέχεται διεθνή πίεση ώστε να συναινέσει σε διάλογο με την Τουρκία, για να αποφευχθεί άλλη μία εστία διεθνούς σύρραξης στην ήδη βεβαρημένη ευρεία γειτονιά μας. Το τελευταίο πράγμα που θέλει ο κόσμος αυτή τη στιγμή είναι μία άλλη σύρραξη.
Συνοπτικά νομίζω ότι συμμετάσχοντας σε αυτές τις συζητήσεις παίζουμε πάλι το «καζάν-καζάν» (μισά-μισά) παιχνίδι της Τουρκίας. Πρώτον, είναι πολύ πιθανόν, όπως ήδη φαίνεται στην πράξη, το Διεθνές Δικαστήριο να προσπαθήσει να ικανοποιήσει και τα δύο μέρη. Όταν ο ένας, δηλαδή η Τουρκία, θέλει 0% επήρεια στα νησιά επικαλούμενος «ειδικές συνθήκες» στο Αιγαίο, και ο άλλος, δηλαδή εμείς, αποδίδουμε 100% επήρεια, η λύση θα είναι κάπου ανάμεσα στα δύο. Πιθανώς η απόφαση να είναι κοντινότερα προς την Ελλάδα καθώς όσον αφορά τα νησιά και τις βραχονησίδες, που είναι σημαντικό για μας, το άρθρο 121 του τμήματος VIII της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ξεκαθαρίζει ότι ότι ισχύει για ξηρά ισχύει και για νήσους και βραχονησίδες, με εξαίρεση τις βραχονησίδες οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή οικονομική ζωή από μόνες τους, και οι οποίες δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, παρότι δικαιούνται αιγιαλίτιδας και συνορεύουσας ζώνης.
Η κύρια αρχή οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι η αρχή της μέσης γραμμής. Η Τουρκία όμως επικαλείται την αόριστη αρχή της ευθυδικίας αντί της αρχής της μέσης γραμμής στην οριοθέτηση με την Ελλάδα, παρότι στο παράνομο μνημόνιο που συνήψε με την κυβέρνηση της Λιβύης (το οποίο απορρίφθηκε από το Κοινοβούλιο της Λιβύης), αγνοώντας τις ενδιάμεσες Ελληνικές νήσους, φαίνεται να ακολούθησε τη μέση γραμμή, και παρότι όμορα παράκτια κράτη ακολουθούν την αρχή της ευθυδικίας αντί την αρχή της μέσης γραμμής όταν αμφότερα θεωρούν την πρώτη ως πιο δίκαιη. Η Ελλάδα θεωρεί κατ’ αρχήν ότι τα νησιά έχουν πλήρη επήρεια, αλλά ως αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης με την Ιταλία και την Αίγυπτο έχει αποδεχθεί και σχετικώς μειωμένη επήρεια. Η Τουρκία επικαλείται και την αρχή της αναλογικότητας, που εφαρμόζεται για την αποφυγή ακραίων και δυσανάλογων ρυθμίσεων, επειδή η τελευταία λαμβάνει υπόψιν το μέγεθος των εκατέρωθεν ακτών και τη γεωγραφική διαμόρφωση, παρότι είναι και αυτή συμπληρωματική και όχι κύρια αρχή. Το ξαναλέω, οι αρχές της ευθυδικίας και της αναλογικότητας είναι δευτερεύουσας σημασίας μεν αλλά θα ληφθούν υπόψιν από το Διεθνές Δικαστήριο δε.
Δεύτερον, πηγαίνοντας στη Χάγη, αφήνουμε το Διεθνές Δικαστήριο να πάρει δεσμευτική απόφαση για εμάς, ενώ με διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών όπως του ΟΗΕ και της ΕΕ μπορούμε να απομακρυνθούμε εάν η Τουρκία συνεχίζει να εγείρει παράλογες απαιτήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμπλακούμε σε απευθείας διαπραγματεύσεις, όπως διακαώς θέλει η Τουρκία για να αποφύγει επιπτώσεις σε περίπτωση μη συμφωνίας.
Τρίτον, η Τουρκία θα ζητήσει υποχωρήσεις στο θέμα των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου ώστε να έλθουμε σε συμφωνία προσφυγής στη Χάγη. Και δυστυχώς κάποιες ευφάνταστες εγχώριες δεξαμενές σκέψεων (σε όλο το πολικό φάσμα) μας προετοιμάζουν εδώ και χρόνια. Είναι περίεργο να προχωράμε σε συζητήσεις πριν επιλύσουμε μονομερώς το θέμα των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου όπως έχουμε αναφαίρετο δικαίωμα.
Τι προτείνω λοιπόν; Το αυτονόητο. Όπως έχω ήδη πει πάμπολλες φορές, η Ελλάδα έχει μία κυρίαρχη στρατηγική (dominant strategy όπως λέγεται στη θεωρία παιγνίων), δηλαδή μία στρατηγική που είναι βέλτιστη ανεξάρτητα από τη στρατηγική της Τουρκίας. Η στρατηγική αυτή είναι η Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και τον εναέριο χώρο στα 12 ναυτικά μίλια σε όλη την επικράτεια, να κηρύξει συνορεύουσα ζώνη επιπλέον 12 μιλίων, και να ανακηρύξει ΑΟΖ 200 μιλίων. Και αυτό γιατί συμφέρει την Ελλάδα να προχωρήσει σε αυτά τα βήματα όπως έχει μονομερές δικαίωμα, που της εξασφαλίζουν κυριαρχία (12 μίλια) και κυριαρχικά δικαιώματα (ΑΟΖ) στο μεγαλύτερο τμήμα του Αιγαίου. Μετά μπορεί να ξεκινήσει συζήτηση οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Τουρκία, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της ΕΕ.
Σημειώστε ότι η υφαλοκρηπίδα υπάρχει αυτομάτως (ipso facto) και δεν χρειάζεται να ανακηρυχθεί, αλλά πρέπει να οριοθετηθεί ανάμεσα σε όμορα κράτη. Η δε ΑΟΖ πρέπει να ανακηρυχθεί, και να οριοθετηθεί. Η Τουρκία προτιμά να αναφέρεται σε υφαλοκρηπίδα παρά σε ΑΟΖ, διότι ισχυρίζεται παράνομα ότι τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδας. Δηλαδή ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι είναι σαν τα νησιά να ήταν επιπλέοντα σκάφη ή στηριγμένα σε πυλώνες στην υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας. Επίσης σημειώστε ότι το Δίκαιο της Θάλασσας μας δίνει το μονομερές και αναφαίρετο δικαίωμα να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα και τον εναέριο χώρο στα 12 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεις. Δεν χρειάζεται η συμφωνία της Τουρκίας ή άλλων όμορων κρατών. Σχεδόν όλα τα κράτη έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 μίλια, και πλέον αυτό είναι εθιμικός κανόνας. Οπότε δεν μας ενδιαφέρει αν δεν το έχει υπογράψει η Τουρκία. Ούτε, βεβαίως, υπάρχει λόγος να αφήσουμε κανάλια για να περνούν πλοία άλλων χωρών, διότι η αβλαβής διέλευση (innocent passage) επιτρέπεται στα χωρικά ύδατα. Με τα 12 μίλια θα εξαλειφθεί η ανακολουθία ανάμεσα σε χωρικά ύδατα (6 μίλια) και εναέριο χώρο (10 μίλια) που δεν αποδέχεται η Τουρκία. Δεν μας ενδιαφέρει το casus belli (αιτία πολέμου) της Τουρκίας που είναι διεθνώς παράνομη απειλή. Σημειώστε ότι η Τουρκία έχει ήδη επεκτείνει από το 1964 τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στον Εύξεινο Πόντο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επειδή η Τουρκία ξέρει ότι το casus belli δεν συνάδει με το Διεθνές Δίκαιο, χρησιμοποιεί διάφορες προφάσεις για να καλυφθεί έστω μερικώς. Έτσι, πρώτον ισχυρίζεται ότι τα νησιά μας έπρεπε δήθεν να είναι αποστρατιοτικοποιημένα, άρα δεν μας ανήκουν. Ισχυρίζεται ότι τα νησιά εδόθησαν στην Ελλάδα υπό τον όρο της πλήρους αποστρατιωτικοπoίησης, το οποίο όμως και δεν ισχύει και αντιβαίνει στο δικαίωμα της αυτοάμυνας που προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Δεύτερον, η Τουρκία εγείρει άλλο ένα θέμα αμφισβητούμενων εδαφών. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι όσα νησιά δεν αναφέρονται ονομαστικώς σε διεθνείς συνθήκες, της ανήκουν. Αλλά η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 λέει ξεκάθαρα ότι η Τουρκία αποποιήθηκε τα δικαιώματά της επί όλων των νήσων του Αιγαίου πέραν των τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές. Τα μόνα νησιά που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία είναι η Ίμβρος, η Τένεδος και οι Λαγούσες Νήσοι. Οι δε ‘Ιμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν με ειδικές συνθήκες αυτοδιοίκησης και προστασίας του πληθυσμού, που καταπατήθηκαν συστηματικά από την Τουρκία. Σημειωτέων ότι τα Ίμια είναι Ελληνική επικράτεια διότι βρίσκονται πάνω από τρία μίλια από τις Τουρκικές ακτές, τελεία και παύλα. Τρίτον, για να δικαιολογήσει και μία επέμβαση μέσω Θράκης λέει ότι η «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη καταπιέζεται. Βεβαίως δεν υπάρχει τουρκική μειονότητα αλλά θρησκευτική κοινότητα που χαίρει τον ιδίων δικαιωμάτων όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες πολίτες. Βέβαια, στην πράξη, αυτοί που καταπιέζονται είναι η Ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο και αλλού που οδηγήθηκαν σε αφανισμό. Τέταρτον, η Τουρκία προάγει την ανακολουθία ανάμεσα σε χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο για να δικαιολογήσει τις παραβιάσεις και παραβάσεις στον εναέριο χώρο μας.
Είναι γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να αποφύγει μία άλλη εστία ανάφλεξης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε υποχωρήσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων, ή να σπρώχνουμε το μπαλάκι παρακάτω για τις επόμενες γενεές και κυβερνήσεις. Τουναντίον, αν προχωρήσουμε με αυτά που πρέπει να κάνουμε τώρα, οι δυνατότητες αντίδρασης της Τουρκίας είναι μειωμένες ακριβώς επειδή κανένας δεν θέλει άλλη μία εστία ανάφλεξης. Αυτές οι δυνατότητες της Τουρκίας ήδη διακυβεύονται από την οικονομική κατάσταση στην Τουρκία. Τροφή για σκέψη λοιπόν.
* Αυτό το άρθρο περιέχει αυστηρά προσωπικές απόψεις που δεν αντίκεινται στον φίλο Τουρκικό λαό αλλά στην τωρινή ηγεσία του, και δεν αντιπροσωπεύουν το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.