Πέθανε, σε ηλικία 90 ετών, η σπουδαία ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου, μετά από πτώση που είχε στο σπίτι της και σύντομη νοσηλεία της στο νοσοκομείο.
Η Mαίρη Χρονοπούλου ήταν μία από τις πιο γνωστές και ικανές ηθοποιούς που έχει περάσει από τον ελληνικό κινηματογράφο, μία ιστορική γυναικεία μορφή του θεάτρου και του κινηματογράφου, μια ηθοποιός που έβαλε τις βάσεις γι’ αυτό που ξέρουμε σήμερα σαν θέατρο αλλά και σαν σινεμά.
Εκτός από την τηλεόραση και το θέατρο, έχει παίξει σε σειρές στην τηλεόραση αλλά έχει κάνει καριέρα και στο τραγούδι.
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 διακρίθηκε ως μία από τις πιο δημοφιλείς και σημαντικές Ελληνίδες ηθοποιούς, η οποία έγινε μεγάλη σταρ τη χρυσή εποχή του κινηματογράφου στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο συμμετείχε στις ομάδες του χορού, σε πολλά αρχαία δράματα.
Το 1957 άρχισε να συνεργάζεται με το μοντέρνο θέατρο, κάνοντας εμφανίσεις στο Ακροπόλ στα έργα των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου «Η Κυρία» και «Ρομάντζο μιας Καμαριέρας».
Από τότε ξεκίνησε η σημαντική της πορεία σαν ηθοποιού, αλλά ακόμη δεν είχε βρει τα πατήματα της στο κινηματογράφο.
Εκεί θα γινόταν πραγματικά διάσημη.
Ποιο ήταν όμως εκείνο το στοιχείο που έκανε τη Mαίρη Χρονοπούλου τόσο ξεχωριστή παρουσία στην οθόνη αλλά και στη σκηνή;
Ακόμη και στο τραγούδι είχε μεγάλο ταλέντο και άνεση να λέει τραγούδια που της έγραφαν ειδικά για τη φωνή της.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε σαν κομπάρσος στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια.
Από τότε όμως φαινόταν πως «έγραφε» τέλεια στην κάμερα, το είχε στο αίμα της.
Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ.
Από το 1963 και αρχίζει πρωταγωνιστεί σε πλειάδα δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους της ντάμας και μοιραίας γυναίκας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της εποχής, όπως οι Νίκος Κούρκουλος, Φαίδων Γεωργίτσης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Γιώργος Φούντας και Αλέκος Αλεξανδράκης.
Και τότε είναι που το αστέρι της λάμπει δυνατά, τότε είναι που ολόκληρο το έθνος την κάνει την ηθοποιό ορόσημο που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας, όπως την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Ποιες ταινίες όμως να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Η Μαίρη Χρονοπούλου έπαιξε σε πάρα πολλά διάσημα φιλμ την χρυσή εποχή του κινηματογράφου και όλα έγιναν γνωστά και κλασικά, πούλησαν εκατοντάδες εισιτήρια τον καιρό που βγήκαν και ακόμη και σήμερα όλοι οι Έλληνες βλέπουν τις ταινίες της στην τηλεόραση.
Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες της στην ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, η οποία ήταν υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 36η απονομή των βραβείων το 1964 σε παραγωγή της Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, «Χωρίς ταυτότητα», (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», δραματική ταινία του 1966 σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη και σενάριο Νίκου Φώσκολου, υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας στην 38η απονομή των βραβείων το 1966, «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάννη Δαλιανίδη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαίνει» σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδίστακτοι» του Ντίνου Κατσουρίδη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοινωνία ώρα μηδέν» του Ντίνου Δημόπουλου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεωφόρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου (1970, Φίνος Φιλμ).
Η Μαίρη Χρονοπούλου είχε ιδιαίτερη τάση στους δραματικούς ρόλους, μπορούσε όμως το ίδιο άνετα και επιτυχημένα να παίξει και πιο αστείους ρόλους, γι’ αυτό άλλωστε είχε ένα μεγάλο εύρος ρόλων που έπαιξε στην καριέρα της.
Ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές και δραματικές ταινίες εμφανίστηκε σε τρία μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής Φίνος Φιλμ, στα οποία θα κάνει θραύση, εκεί θα φανεί και η πραγματική της αξία, το αστέρι της θα λάμψει αμέσως: «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και μάγκες».
Ιδιαίτερα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» σαγήνευσε το κοινό με το ακαταμάχητο στυλ και ταμπεραμέντο της τόσο υποκριτικά όσο και ερμηνεύοντας δύο από τις μυθικές επιτυχίες των τραγουδιών του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι». Η φωνή της θα μείνει για πάντα χαραγμένη στις ψυχές του ελληνικού λαού και θα την κάνει μία από τις αγαπημένες και πιο κλασικές ηθοποιούς που έχουν περάσει από τον ελληνικό κινηματογράφο.
Την περίοδο 1967-68 υπήρξε η καλύτερη πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου και κέρδισε το βραβείο της ενώσεως κριτικών.
Από τότε όλοι γνωρίζουν το όνομα της και όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν το πρόσωπο της παντού.
Είναι μία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της.
Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας και έπαιξε με την ίδια ερμηνευτική ικανότητα σε όλα τα είδη θεάτρου.
Το 1972 συγκρότησε τον δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα:
«Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Έχει στο ενεργητικό της σημαντικές ερμηνείες και στον νέο ελληνικό κινηματογράφο, όπως στις εξαίρετες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί» και «Ταξίδι στα Κύθηρα», ενώ κέρδισε βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, το 1987.
Ο κόσμος θα την θυμάται με αγάπη για τις εξαιρετικές της ερμηνείες, το ανεπανάληπτο στυλ της, το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο και την υπέροχη φωνή της.