To αποτύπωμα της κρίσης χρέους και αυτών που ακολούθησαν, δηλαδή της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, στις αμοιβές των εργαζομένων στην Ελλάδα παραμένει ισχυρό, με τους μισθούς σε όρους αγοραστικής δύναμης να ανέρχονται στο 56,9% της Ευρωζώνης, έναντι 87,2% το 2006, σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank, που δημοσιεύθηκε χθες στο δελτίο της «7 Ημέρες Οικονομία».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που επικαλείται η ανάλυση (συγγραφέας Θεόδωρος Ράπανος), ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός το 2022 ήταν 16.000 ευρώ και υπολειπόταν κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού του 2009 (21.000 ευρώ). Η Ελλάδα κατέλαβε την 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., όπου ο μέσος μισθός ήταν 32.300 ευρώ, και την τελευταία μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, όπου αυτός ήταν 35.200 ευρώ. Η προσαρμογή σε όρους αγοραστικής δύναμης, αφού, δηλαδή, ληφθεί υπόψη και ο πληθωρισμός, δεν αλλάζει ουσιαστικά τα συμπεράσματα.
Σε πρώτη φάση, κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης η συρρίκνωση ήταν ακόμη πιο έντονη, καθώς ο πληθωρισμός παρέμενε θετικός παρά την πτώση των εισοδημάτων. Στη συνέχεια σημειώθηκε ανάκαμψη που κορυφώθηκε το 2021 (στο 68,4% του επιπέδου του 2009) και αντιστράφηκε το 2022 με την πτώση των πραγματικών μισθών κατά 5,1% λόγω του υψηλού πληθωρισμού 9,3% (με διαφορετική μεθοδολογία ο ΟΟΣΑ υπολογίζει την πτώση των πραγματικών μισθών στο 7,4% το 2022). Το πρώτο 6μηνο του 2023 ο μέσος πραγματικός μισθός ήταν αυξημένος κατά 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο 6μηνο του 2022.
Η σύγκριση με την Ε.Ε. σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι εξίσου αποκαρδιωτική, όπως και αυτή σε ονομαστικούς μισθούς. Οπως αναφέρει η ανάλυση της Eurobank (επικεφαλής οικονομολόγος Τάσος Αναστασάτος), ενώ το 2000 η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν περίπου στο 70% του αντίστοιχου της Ευρωζώνης και το 2006 –στην κορύφωσή της– είχε ανέλθει στο 87,2%, το 2022 ήταν στο 56,9%, η χαμηλότερη στο μπλοκ. Παρατηρείται συνεχής υποχώρηση, εξαίρεση το 2020, οπότε σημειώθηκε οριακή άνοδος. Η ανάλυση επισημαίνει ότι για την ισόρροπη ανάπτυξη, καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση της αμοιβής της εργασίας πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγικότητάς της. Στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα της εργασίας κατέρρευσε εξαιτίας της υποεπένδυσης και της εξόδου εργατικού δυναμικού υψηλής παραγωγικότητας στη 10ετή περίοδο της κρίσης, με αποτέλεσμα το 2019 να είναι χαμηλότερη κατά 18,3% σε σύγκριση με το 2009. Την ίδια περίοδο στην Ε.Ε. αυτή αυξήθηκε κατά 7,9%. «Η αύξηση των πραγματικών μισθών έγκειται στην αύξηση της παραγωγικότητας και την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, για τα οποία απαιτείται χρόνος και προσπάθεια», σημειώνει η ανάλυση. Μεταξύ άλλων προτείνεται ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος, που επιβαρύνει δυσανάλογα τους μισθωτούς, ενώ επισημαίνεται ότι η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων του εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνει το φορολογικό βάρος των εργαζομένων.
kathimerini.gr