Η απαράδεκτη συμπεριφορά του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, Ρίσι Σούνακ απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στηλιτεύθηκε εντός και εκτός Ελλάδος.
Ήταν μια μια ιταμή πράξη όχι απλώς απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό, αλλά απέναντι στην Ελλάδα.
Οι εξηγήσεις Σούνακ για τη διπλωματική απρέπεια, δεν μπορούν να σταθούν, καθώς αφενός τα δίκαια αιτήματα της Ελλάδας για τα κλεμμένα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγονται, αφετέρου δεν γίνεται να το κάνεις αυτό σε έναν πρωθυπουργό, που ήδη βρίσκεται στη χώρα σου.
Η αντιμετώπιση του πρωτοφανούς αυτού περιστατικού από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και των ΜΜΕ στην Ελλάδα ήταν η πρέπουσα.
Ανεξαρτήτως της συζήτησης και της κριτικής για την στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, όλοι συμφωνούν ότι η στήριξη του Έλληνα πρωθυπουργού απέναντι σε μια τέτοια αποικιοκρατική συμπεριφορά, ήταν η λογική στάση.
Αυτό φάνηκε από τις δηλώσεις των αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και από τη στάση των ΜΜΕ.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η στάση αυτή είναι προϊόν ωρίμανσης των πρωταγωνιστών της πολιτικής σκηνής και μιας συμφωνίας στα βασικά. Αρκεί να είναι επαρκώς αιθεροβάμων.
Δεν χρειάζεται καν να αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε αν στη θέση του κ. Μητσοτάκη, ήταν για παράδειγμα ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον σημερινό μηχανισμό εξουσίας στην αντιπολίτευση.
Είναι βέβαιο ότι θα γινόταν λόγος για εξευτελισμό της Ελλάδας, για “μαδουραίους” που δεν τους σέβεται η Ευρώπη, για “φιάσκο”, για τα λάθη και τις ευθύνες Τσίπρα και για μια κακά προετοιμασμένη επίσκεψη.
Οι ομάδες ψέματος θα είχαν φτιάξει ανέκδοτα και θα είχε ζητηθεί η παραίτηση του πρωθυπουργού, που τρώει “πόρτες”.
Είναι εύλογο να υποθέσουμε κάτι τέτοιο, γιατί αυτή την αντεθνική στάση κράτησε το σημερινό κόμμα εξουσίας στο παρελθόν σε πλείστες περιπτώσεις.
Από τα “βάστα Σόιμπλε” για να καταστραφεί η χώρα στα χέρια της κυβέρνησης Τσίπρα, μέχρι τα συλλαλητήρια αγκαζέ με τους μακεδονομάχους, με μεγαλύτερο παράδειγμα από όλα την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα το 2017.
Σε εκείνη την επίσκεψη, ο πρόεδρος της Τουρκίας, ο οποίος την ερχόμενη εβδομάδα θα βρίσκεται ξανά στην Ελλάδα, είχε πράγματι προκαλέσει. Είχε όμως λάβει και τις πρέπουσες απαντήσεις και από τον τότε πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα και από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο.
Πριν ακόμα ολοκληρωθεί η επίσκεψη, πριν ο Ερντογάν μπει στο αεροπλάνο για να επιστρέψει στην Τουρκία, ΜΜΕ και η τότε αξιωματική αντιπολίτευση έκαναν λόγο για “φιάσκο” και τον παρουσίαζαν σαν κατακτητή της Ελλάδας.
Δεν υπήρχε κανένας δισταγμός, καμία ισορροπία, καμία έγνοια για τα συμφέροντα και την εικόνα της Ελλάδας. Ο μόνος στόχος ήταν να παρουσιαστεί ο Ερντογάν ως ο σουλτάνος που εξευτέλισε την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας.
Ευτυχώς στην περίπτωση Σούνακ, δεν είχαμε τα ίδια χυδαία φαινόμενα.
Λέγεται συχνά ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει την τύχη να κυβερνά σε ένα σύστημα με ένα κόμμα (επικυρίαρχο) και τα άλλα προς το παρόν ανίσχυρα. Η ακόμα μεγαλύτερη τύχη όμως είναι ότι δεν έχει απέναντί του μια αντιπολίτευση σαν αυτή που άσκησε ο ίδιος.
Μια αντιπολίτευση δηλαδή παραδομένη στο “να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον δια να μην έλθει ο Βενιζέλος”.