Του Ηρακλή Μίγδου
Ο βρετανός πρωθυπουργός υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της ιστορίας. Για κάποιους είναι ήρωας ενώ για άλλους εγκληματίας. Όπως και να έχει μια τέτοια προσωπικότητα δεν θα γινόταν να μην έχει και ιδιοτροπίες. Ιδιοτροπίες οι οποίες έχουν το ενδιαφέρον τους και μας φανερώνουν μια άλλη πλευρά του μεγάλου αυτού πολιτικού. Μια πιο ιδιόμορφη; Πιο αστεία; Πιο ενδιαφέρουσα; Πιο ευάλωτη; Πάντως σίγουρα πιο ανθρώπινη. Ας δούμε μερικές από τις άγνωστες συνήθειες του.
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
Ο Τσόρτσιλ αγαπούσε υπερβολικά πολύ τον ύπνο. Πολλές φορές ξυπνούσε το μεσημέρι κόντρα σε όσα ξέρουμε για το πρωινό ξύπνημα των επιτυχημένων. Έτρωγε πρωινό πάντα στο κρεβάτι πίνοντας ένα ποτήρι από το αγαπημένο του ουίσκι Τζόνι Γουόκερ και καπνίζοντας ένα πούρο από αυτά που τον έχουμε δει πάμπολλες φορές σε φωτογραφίες. Όχι και το πιο υγιεινό ξύπνημα ε;
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι πως ο Τσόρτσιλ ήταν λάτρης της ζωγραφικής. Και όμως όσο περίεργο και αν ακούγεται για έναν ρεαλιστή και βίαιο πολιτικό διέθετε στο σπίτι του ατελιέ στο οποίο κλειδωνόταν με τις ώρες απαγορεύοντας στον οποιοδήποτε να τον διακόψει. Ακόμα πιο περίεργο είναι πως ανακάλυψε την κλίση του αυτή στην ζωγραφική στα 40 του χρόνια.
ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ
Εξαιτίας της θητείας του στο ιππικό έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τα άλογα. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδιζε να αγαπάει και να εκτρέφει και άλλα ζώα όπως πάπιες, χήνες και γουρούνια. Φυσικά τα δωμάτια του σπιτιού του ήταν γεμάτα από γάτες και σκύλους.
Ο Σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ-Τσώρτσιλ (Sir Winston Leonard Spencer-Churchill, 30 Νοεμβρίου 1874 – 24 Ιανουαρίου 1965) ήταν Βρετανός πολιτικός, στρατιωτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, πρωθυπουργός της χώρας του, κατά τις περιόδους 1940-45 και 1951-55. Ηγέτης της Μεγάλης Βρετανίας από την άνοιξη του 1940 έως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες της συμμαχικής νίκης γι’ αυτό και ονομάστηκε «Πατέρας της νίκης», καθώς συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του καθεστώτος των διεθνών συσχετισμών κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Wikipedia