Του Δημήτρη Καραδήμα (Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, τέως Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας, ΕΚΠΑ)
Η συζήτηση για τον γάμο μεταξύ ομοφύλων και την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια έχω την εντύπωση ότι σε κάποιο βαθμό πάσχει τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται. Θα αναφερθώ κυρίως στο περιεχόμενο, αλλά θα αναδειχθούν, ελπίζω, και στοιχεία που αφορούν στον τρόπο διεξαγωγής της. Επιθυμώ, πάντως, να επισημάνω εξ αρχής ότι και οι δύο πτυχές είναι εξίσου σημαντικές. Τα βασικά επιχειρήματα που κατά κόρον αναφέρονται είναι ότι τόσο ο γάμος όσο και η υιοθεσία αποτελούν δικαιώματα των ομόφυλων συμπολιτών μας και ότι αυτά έχουν ήδη αναγνωριστεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού και ιδιαίτερα χώρες του Δυτικού Κόσμου. Η σύνδεση μεταξύ των δύο (γάμος, υιοθεσία) θεωρείται αυτονόητη, ώστε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης να τα απορρίπτει συλλήβδην και ένα άλλο να τα δέχεται ως άμεσα συνδεόμενα.
Στη συζήτηση αυτή, το πραγματικά πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα αντιμετωπίζεται είτε με ιδεολογική μονομέρεια, είτε με στενή νομικίστικη οπτική, είτε με θεολογικό δογματισμό, είτε με πολιτική σκοπιμότητα – και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλα! Το ζήτημα, όμως, δεν είναι απλά ιδεολογικό, πολιτικό, νομικό, θεολογικό κλπ., ώστε να μπορεί μία οπτική να δώσει τη συνολική εικόνα.
Το εν λόγω ζήτημα έχει να κάνει με τη στάση που ο άνθρωπος αποφασίζει να τηρήσει απέναντι στη φύση και τους περιορισμούς της. Θα δεχθεί τους περιορισμούς της φύσης ή θα τους αμφισβητήσει; Ή μήπως είναι σοφότερο να κάνει τις απαραίτητες διακρίσεις και να αποφασίσει ποιους από αυτούς τους περιορισμούς μπορεί και είναι προς το συμφέρον του να ξεπεράσει και ποιους όχι; Η τελευταία επιλογή φαίνεται σοφότερη και η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος έχει ακολουθήσει αυτή την πορεία και βήμα-βήμα κατάφερε να απελευθερωθεί από πολλούς περιορισμούς της φύσης. Οι επιτυχίες αυτές εδραιώνουν την αυτοπεποίθησή του. Εδώ ακριβώς, όμως, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να ξεχάσει ότι είναι και ο ίδιος μέρος της φύσης. Πώς σχετίζονται τα προαναφερθέντα, εν πολλοίς αυτονόητα, με το θέμα μας; Σχετίζονται πράγματι με την ουσία του ζητήματος που είναι η γέννηση και η φροντίδα των παιδιών και δεν τα συσχετίζω καθόλου με την άλλη πτυχή του θέματος, την επιλογή ερωτικού συντρόφου.
Μπορεί κανείς να δει ως περιορισμό το ότι χρειάζεται οξυγόνο για να αναπνεύσει ή νερό και τροφή για να συντηρηθεί. Δεν μπορεί, όμως, να απελευθερωθεί από αυτούς παρά μόνο με τον θάνατό του. Αν επιχειρήσει να πειραματιστεί με αυτούς εν ζωή ή θα βλάψει την υγεία του ή θα χάσει τη ζωή του. Με την ίδια λογική μπορεί να ιδωθεί ως περιορισμός και το ότι μόνο η γυναίκα κυοφορεί, τίκτει, τρέφει (=θηλάζει), προστατεύει και, μέχρι κάποιο σημείο, φροντίζει το παιδί της (αναφέρομαι στα βασικά που απαντώνται σε όλο το ζωικό βασίλειο). Μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν τον περιορισμό και με τι κόστος; Ας λάβουμε υπόψη μας ότι αυτή η αλυσίδα (κυοφορία, τοκετός, θηλασμός, προστασία, φροντίδα) δεν είναι τεχνικού τύπου διαδικασίες, αλλά φυσικές λειτουργίες ζωής που σχετίζονται τόσο με την ψυχολογία της γυναίκας όσο και με τη σωματική και ψυχοπνευματική ανάπτυξη του παιδιού. Αν αυτή η τάξη πραγμάτων θεωρείται περιορισμός, τότε ανήκει σε εκείνους τους θεμελιώδεις περιορισμούς που δεν μπορούν να ανατραπούν χωρίς συνέπειες για το άτομο και, κατ’ επέκταση, για την κοινωνία. Ο δεσμός παιδιού-μητέρας είναι από τη φύση του ακατάλυτος και μόνο η φύση μπορεί να τους χωρίσει χωρίς να λογοδοτήσει. Ο γάμος και η οικογένεια είναι θεσμοί κοινωνικοί που οργανώνουν και διευκολύνουν την κοινωνική συμβίωση, απαραίτητοι προφανώς και διαχρονικά ισχυροί, αλλά δευτερογενείς σε σχέση με το μοναδικό φυσικό γεγονός της γέννησης ενός παιδιού και του άμεσου δεσμού με τη μητέρα του.
Επομένως, οι συζητήσεις περί παρένθετης μητέρας και περί υιοθεσίας από ζευγάρια στα οποία δεν υπάρχει το μητρικό πρότυπο (και, θα πρόσθετα, η παρουσία του μητρικού φίλτρου) έχουν πάρει αναμφίβολα λανθασμένη κατεύθυνση. Το ότι ακολουθείται σε κάποιες χώρες αυτή η κατεύθυνση δεν αποτελεί επιχείρημα ουσίας. Αντίθετα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι χώρες αυτές επιδεικνύουν επιλεκτικά τον σεβασμό τους προς τη φύση: αποτελεί για αυτές μείζον πρόβλημα η κλιματική αλλαγή (και αποτελεί, γιατί ο άνθρωπος ξεπέρασε τα όρια), αλλά δεν θεωρούν ότι είναι πρόβλημα οι παρεμβάσεις στη φυσική τάξη των πραγμάτων που αφορούν τον ίδιο τον άνθρωπο! Κανένας δεν θα χαρακτήριζε συντηρητική την πολιτική που επιθυμεί να ανακόψει την κλιματική κρίση και να διατηρήσει την ισορροπία στη φύση. Το αντίθετο, όμως, συμβαίνει με το υπό συζήτηση πρόβλημα. Βέβαια, και στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, η βλάβη συνειδητοποιήθηκε, όταν είχε ήδη επέλθει! Αυτά είναι ανάγκη να τα λαμβάνουμε υπόψη μας, όταν περιορίζουμε τη συζήτηση στο κοινωνικό μόνο πλαίσιο και κάνουμε αναλύσεις περί δικαιωμάτων.
Ο γάμος αποτελεί ένωση μεταξύ ετερόφυλων, γιατί από τη φύση του στοχεύει στην αναπαραγωγή και τη διαιώνιση του είδους. Η λέξη υπάρχει στη γλώσσα μας με τη σημασία αυτή από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα! Η σύναψη γάμου δεν αποτελεί απλά εμφατική αναγνώριση της συμβίωσης δύο ετερόφυλων ατόμων, αλλά και έκφραση επιθυμίας εκ μέρους τους, υπόσχεση και ανάληψη υποχρέωσης για τη φροντίδα και στήριξη των παιδιών που θα γεννηθούν. Επειδή στα ομόφυλα ζευγάρια διαχωρίζεται εξ ορισμού η ανάγκη συμβίωσης και συντροφικότητας από τη δυνατότητα τεκνοποίησης, θα περίμενε κανένας ότι ο γάμος, ως ένας παραδοσιακός θεσμός με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεν θα αφορούσε τα ζευγάρια αυτά και ότι θα τα ενδιέφερε μια νομική αναγνώριση της συμβίωσης (π.χ. σύμφωνο συμβίωσης, που ήδη υπάρχει, ή μια πιο ισχυρή νομική κατοχύρωση που θα κάλυπτε τις ανάγκες τους και θα λάμβανε, ενδεχομένως, μια δική της ονομασία). Δεν συμβαίνει, όμως, αυτό! Εδώ υπάρχει προφανώς μια λογική αντίφαση, αλλά δεν ξέρω πόση σημασία μπορεί να έχει η επισήμανσή της, όταν μιλάμε για τις επιθυμίες και τις εμπειρίες των ανθρώπων. Μία εκπεφρασμένη επιθυμία εν προκειμένω είναι και αυτή της δημιουργίας μιας νέου τύπου οικογένειας δια της υιοθεσίας ή μέσω τεχνητής αναπαραγωγής.
Στο σημείο αυτό μπαίνουμε στη συζήτηση περί δικαιωμάτων. Το δικαίωμα ενός ενηλίκου να συζήσει με όποιον/όποιαν επιθυμεί, με την προϋπόθεση ότι και οι δύο συναινούν σε αυτό, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου και δεν επιτρέπεται η κοινωνία (ή η πολιτεία) να βάζει όρους και περιορισμούς (π.χ. φύλου, ηλικίας, καταγωγής κλπ). Επίσης, είναι προφανώς δικαίωμα της γυναίκας να τεκνοποιήσει και εκτός γάμου, αν το επιθυμεί, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ίδια και το σώμα της (υπάρχει, εννοείται, δότης σπέρματος ο οποίος συναινεί). Η υιοθεσία/ τεκνοθεσία, όμως, δεν είναι δικαίωμα ή δεν είναι ατομικό δικαίωμα της ίδιας μορφής.
Στην περίπτωση της τεκνοθεσίας, μπορεί να υπάρχει η επιθυμία του ομόφυλου ζεύγους να προχωρήσει σε υιοθεσία, αλλά δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί δικαίωμα, γιατί υπάρχει και η άλλη πλευρά (=το προς υιοθεσία τέκνο), το οποίο με απόφαση άλλων θα στερηθεί το δικαίωμά του να είναι μαζί με τη μητέρα του, κάτι που από τη φύση του έχει ανάγκη. Θα μπορούσε να υπάρχει τέτοιο δικαίωμα υιοθεσίας, αν το παιδί μπορούσε να συναινέσει σε αυτό. Όμως, τέτοια συναίνεση δεν μπορεί να δοθεί για προφανείς λόγους (τα παιδιά είναι ανήλικα σε κάθε περίπτωση, αλλά κατά κανόνα είναι νεογέννητα ή σε πολύ μικρή ηλικία). Επομένως, εδώ ζητείται απόφαση της πολιτείας η οποία θα υποκαταστήσει δια νόμου καθολικά τη βούληση των ανηλίκων. Άρα, μιλάμε όχι για αναγνώριση δικαιώματος, αλλά για δημιουργία ειδικού δικαιώματος εκεί που δεν υπάρχει – και μάλιστα σε βάρος υπαρκτού δικαιώματος του παιδιού! Αναφέρομαι στην ανάγκη και στο φυσικό δικαίωμα του παιδιού να βρίσκεται δίπλα στη μάνα που το γέννησε. Στο ερώτημα γιατί στα ετερόφυλα ζευγάρια αναγνωρίζεται το δικαίωμα της υιοθεσίας, η απάντηση είναι ότι και εδώ το ζήτημα σχετίζεται με τα δικαιώματα του παιδιού και όχι του ετερόφυλου ζεύγους. Από τη στιγμή που ένα ανήλικο παιδί χάνει τους γονείς του (ή τη στήριξή τους), η πιο πρόσφορη λύση στο πρόβλημα είναι να ενταχθεί σε μια οικογένεια αντίστοιχη με αυτή από την οποία προήλθε. Αν πάλι πρόκειται για παιδί που το έχει εγκαταλείψει η μητέρα του, θεωρείται βάσιμα ότι θα βρει τη μητρική στοργή και την οικογενειακή θαλπωρή σε μια παραδοσιακή οικογένεια. Είναι, λοιπόν, υποχρέωση της πολιτείας να σεβαστεί αυτό το δικαίωμα του παιδιού. Οι πολιτικές και νομικές προσεγγίσεις ασχολούνται με τα δικαιώματα όσων πιέζουν με τις διεκδικήσεις τους! Τα παιδιά, όμως, που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, πώς θα υπερασπιστούν το δικαίωμά τους;
Ένα επιχείρημα που μονοπωλεί, επίσης, τις συζητήσεις είναι και αυτό που επικαλείται τα δικαιώματα των παιδιών που έχουν ήδη υιοθετηθεί από ομόφυλα ζευγάρια στο εξωτερικό και δεν αναγνωρίζονται στην Ελλάδα. Το επιχείρημα είναι παραπλανητικό, γιατί λέει ένα μικρό μέρος της αλήθειας και αποσιωπά το σπουδαιότερο! Υπάρχει το δικαίωμα των παιδιών αυτών στην πλήρη αναγνώριση (κανείς δεν πρέπει να διαφωνεί και μπορεί να βρεθεί λύση), αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και το φυσικό δικαίωμα του παιδιού, του κάθε παιδιού, του ανθρώπου που ακόμα δεν έχει γεννηθεί, να μην αποκοπεί από τη μητέρα του ή το αντίστοιχο περιβάλλον. Επομένως, ταύτιση του δικαιώματος των συγκεκριμένων παιδιών με το υποτιθέμενο δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στην υιοθεσία δεν επιτρέπεται να γίνεται, είναι δύο διαφορετικά πράγματα (να το πούμε σχηματικά: το πρώτο υπάρχει, το δεύτερο δεν υφίσταται) και μπορεί να δοθεί νομική λύση στο πρώτο ανεξάρτητα από το δεύτερο. Άλλωστε, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, αυτή η οδός της αποσύνδεσης επιλέγεται για την αναγνώριση παιδιών που έχουν αποκτηθεί μέσω παρένθετης μητέρας στο εξωτερικό.
Ο δημόσιος διάλογος για το θέμα της υιοθέτησης ή απόκτησης παιδιού από ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί, όπως συμβαίνει και με άλλα θέματα, παιδευτική παρέμβαση, η οποία απευθύνεται σε όλη την κοινωνία, αλλά επηρεάζει ιδιαίτερα τους νέους. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει η συζήτηση αυτή να ακολουθεί κανόνες, να είναι σφαιρική, να εξετάζει το θέμα σε βάθος, να αναζητεί την ουσία και να μην ξεπέφτει σε απλή προπαγάνδα υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Τέτοιου τύπου χαρακτηριστικά απαιτούνται και είναι αυτά ακριβώς που απουσιάζουν! Παρακολουθώντας αυτόν τον διάλογο, έτσι όπως διεξάγεται στις περισσότερες περιπτώσεις, τα παιδιά μας διδάσκονται ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ κοινωνικών και φυσικών περιορισμών και ταυτόχρονα ότι το θέμα αφορά τον άνθρωπο ως κοινωνικό, αλλά όχι ως φυσικό όν∙ ότι ο άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιεί, όπως θέλει, την τεχνολογία, μόνο και μόνο επειδή μπορεί να το κάνει∙ ότι τα δικαιώματα των μειονοτήτων δεν προκύπτουν από τον σεβασμό στον Άνθρωπο και στην ιδιαιτερότητα του προσώπου, αλλά από τις επιθυμίες των μειονοτήτων που δεν πρέπει να γνωρίζουν περιορισμούς∙ ότι διευθετήσεις και λύσεις που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες είναι εξ ορισμού ορθές και δεν χρήζουν αμφισβήτησης και διερεύνησης∙ ότι η ποιότητα της δημοκρατίας μας σχετίζεται με την αποτελεσματική «διαφώτιση» των πολιτών και όχι με την προσπάθεια για ουσιαστική συζήτηση των προβλημάτων∙ ότι η κοινωνία εξελίσσεται και προοδεύει όχι με την αναλυτική και αντικειμενική ενημέρωση και την εκ μέρους της σταδιακή αποδοχή η απόρριψη νεωτερισμών, αλλά με τη δια νόμου επιβολή νέων «προοδευτικών» κατευθύνσεων∙ και ο κατάλογος των διδαγμάτων θα μπορούσε να συνεχιστεί! Δεν είναι, πάντως, αυτά τα διδάγματα που θα θέλαμε να εκπέμπει ο δημόσιος διάλογος.
esos.gr