Στις προνεωτερικές κοινωνίες, ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος καθοριζόταν σε
έναν πολύ μεγάλο βαθμό από την παράδοση (θρησκευτική και κοσμική). Ο χώρος για ορθολογικού τύπου αποφάσεις ήταν περιορισμένος, καθώς η ατομική συμπεριφορά καθοριζόταν μέσω τυποποιημένων και αδιαμφισβήτητων κανόνων. Στην πρώιμη νεωτερικότητα, οι παραδοσιακές βεβαιότητες δίνουν τη θέση τους στις συλλογικές βεβαιότητες (εθνικές, ταξικές, ιδεολογικοπολιτικές). Ο ρυθμιστικός ρόλος της παράδοσης αδυνατίζει, και τη θέση της παίρνουν οι διάφορες ιδεολογίες του Διαφωτισμού, η ορθολογική ανάλυση και η πίστη στην αέναη πρόοδο μέσω της επιστημονικής έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Στην ύστερη νεωτερικότητα, ωστόσο, ούτε η παράδοση, ούτε οι ρασιοναλιστικές δοξασίες του Διαφωτισμού φαίνεται να κατορθώνουν να ρυθμίσουν την ατομική συμπεριφορά. Η ραγδαία παγκοσμιοποίηση και η μετάβαση από την βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία, δημιουργούν μια νέα κατάσταση, όπου το άτομο καλείται να αντιμετωπίσει έναν γεωμετρικά αυξανόμενο αριθμό επιλογών, χωρίς την ασφάλεια των παραδοσιακών κανόνων και των συλλογικών βεβαιοτήτων. Σε έναν αλληλοεξαρτώμενο και ιλιγγιωδώς μετασχηματιζόμενο κόσμο ούτε τα «ιερά
κείμενα», ούτε οι καντιανού τύπου φιλοσοφικές αναλύσεις έχουν πια τη βαρύτητα
του αδιαμφισβήτητου και το προφανούς.
Ο άνθρωπος είναι πλέον υποχρεωμένος, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο A.
Giddens, να κατασκευάσει το δικό του τρόπο ζωής, τη δική του βιογραφία. Με άλλα
λόγια, το άτομο καλείται επί μονίμου βάσεως να αποφασίζει για τον τρόπο της
καθημερινής συμπεριφοράς ως τον τρόπο νοηματοδότησης υπαρξιακών ζητημάτων πάνω στο νόημα της ζωής και του θανάτου, καλύπτοντας με τις δικές του δυνάμεις το κενό που πρώτα η παράδοση και μετά οι συλλογικές ιδεολογίες άφησαν στο πέρασμά τους. Αυτό βέβαια δημιουργεί έντονο άγχος και υπαρξιακή αβεβαιότητα, καταστάσεις που ο άνθρωπος συχνά επιδιώκει να αντιμετωπίσει μέσω της προσφυγής σε έναν άκρατο καταναλωτισμό και ένα ρηχό ευδαιμονισμό. Έτσι, όμως, το άτομο οδηγείται σε αυτό που ο Heidegger αποκάλεσε μη αυθεντικό τρόπο ζωής, σε μία διαρκή φυγή, σε έναν καταναγκαστικό μηχανισμό κατασκευής μιας σιγουριάς/θαλπωρής. Μια εξίσου διαδεδομένη αντίδραση στην υπαρξιακή πρόκληση που η δομή της μεταβιομηχανικής κοινωνίας θέτει είναι η τυφλή, μηχανιστική προσκόλληση στην εθνική ή/και θρησκευτική παράδοση. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, οδηγεί λιγότερο στην ουσιαστική πίστη και περισσότερο στην πανικόβλητη φυγή από το υπαρξιακό άγχος, το φόβο του θανάτου και του απόλυτου κενού. Η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίεςδεν είναι δυνατή, ενώ όταν επιχειρείται σχεδόν πάντα καταλήγει στονεθνικό/θρησκευτικό φονταμενταλισμό.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι όλες οι παραπάνω επιλογές δεν δυναμώνουν
αλλά υποσκάπτουν την αυτονομία του ατόμου, οδηγώντας στην αλλοτρίωση παρά
στη χειραφέτησή του. Μοναδική διέξοδος, και ταυτόχρονα η λιγότερο
αρνητική/αμυντική αντίδραση στο υπαρξιακό άγχος που οι συνθήκες της ύστερης
νεωτερικότητας δημιουργούν, είναι η απόφαση του ατόμου να αντιμετωπίσει τη ζωή ως αυτοδημιουργία. Στην προσπάθεια, ωστόσο του ατόμου να αναλάβει μέσω μιας δημιουργικής αναστοχαστικότητας την ενεργό συγκρότηση του προσωπικού
«σχεδίου ζωής», εγκυμονεί ο κίνδυνος να καθηλωθεί (εκ νέου) σε ένα εργαλειακό
πλέγμα μέσων και σκοπών. Με άλλα λόγια, είναι κρίσιμο η ανακτημένη ελευθερία
και αυτονομία του ατόμου σε μεταπαραδοσιακές συνθήκες να συνεπάγεται την
ικανότητά του να απαλλαγεί από την «τυραννία των επιλογών». Να προχωρήσει
δηλαδή στην (ανα)κατασκευή της βιογραφίας του υπερβαίνοντας την ατέρμονη
στοχοθεσία, βασισμένη σε υπολογισμούς και σχεδιασμούς, η εκπλήρωση της οποίας οδηγεί σε νέους στόχους ad infinitum. Η αποφατική αναστοχαστικότητα, σε αντίθεση με την«εγκεφαλική», καταφατική αναστοχαστικότητα, φέρνει σε επαφή τον άνθρωπο με τον εσώτερο εαυτό του κατά έναν σιωπηλό, ησυχαστικό και λιγότερο «εγκεφαλικό» τρόπο, προκειμένου να αρθούν, μέσω της αυτοσυνείδησης, εμπόδια όπως οι καταναγκασμοί και οι μηχανισμοί άμυνας, ώστε στο τέλος το «δέον γενέσθαι» να προκύπτει αυθόρμητα, μακριά από την«τυραννία των επιλογών». .
Στο πλαίσιο αυτό, εάν επιβιώσει μια μορφή θρησκευτικότητας, ως τρόπος
νοηματοδότησης και οργάνωσης του ανθρώπινου βίου, δεν θα είναι ούτε με τη
σχολαστική ούτε με την ιδεολογική της μορφή. Η πνευματική θρησκευτικότητα είναι αυτή η μορφή θρησκευτικότητας που ξεπερνώντας τις επιμεριστικές εθνικές,
φυλετικές και κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές, δίνει προτεραιότητα στο υπαρξιακό βίωμα, στη μυστική και αδιαμεσολάβητη σχέση του ανθρώπου με το Θείο, στο άνευ όρων άνοιγμα του Εγώ προς τον Άλλο και προς το Όλον. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο θεολόγος και φιλόσοφος E. Levinas, το ηθικό, δηλαδή οι κανόνες συμπεριφοράς, δεν επιβάλλονται από «αιώνιες αλήθειες» που η θεία αποκάλυψη, τα ιερά κείμενα και οι θρησκευτικοί κώδικες επιτάσσουν, αλλά αναδύονται σε μια ανοιχτή κατάσταση όπου το άτομο ανταποκρίνεται χωρίς επιφυλάξεις και όρους στην κραυγή του Άλλου για βοήθεια. Ακολούθως, μια θεμελιώδης αλλαγή αξιών προς οικοκεντρικές κατευθύνσεις μπορεί να επανα-συνδέσει τον άνθρωπο με τη Φύση ως Όλον. Θεωρητικοί της Περιβαλλοντικής Ηθικής, όπως ο A. Leopold (Ηθική της Γης) και ο A. Naess (Βαθιά Οικολογία) επιχειρούν μια ολιστική προσέγγιση φυσικού περιβάλλοντος, ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ιδεών, με σκοπό την επανατοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό κόσμο. Η φύση δεν έχει πια εργαλειακή αξία για τον άνθρωπο, ενώ η αυτο-εκπλήρωση του τελευταίου επιτυγχάνεται μέσω της κατανόησης ότι (και) ο ίδιος αποτελεί μέλος μιας διευρυμένης βιοκοινότητας με εγγενή αξία.
Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ, Διεθνολόγος,
πρ. Ειδικός Εμπειρογνώμων στην ΕΕ