Δεν ξέρω ποιο ακριβώς ήταν το μάθημα το πιο σημαντικό τη μέρα αυτή, σκεφτόμουν φεύγοντας. Αυτό που εξέτασα ή αυτό που έμαθα.
Αποβραδίς είχε αρχίσει η περισυλλογή. Ποιο δρόμο να διαλέξω, μέσα από την πόλη ή από την εθνική; Τι ώρα πρέπει να ξεκινήσω, πού θα παρκάρω, από τι έλεγχο θα πρέπει να περάσω για να μπω. Μάλλον πολύ ευαίσθητη ήμουν για το έργο που είχα εμπρός. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα.
Είναι ένα μηχάνημα σαν αυτό του αεροδρομίου -μου είχαν πει- που χτυπάει στα μεταλλικά αντικείμενα, ζώνες και κλειδιά. Ταυτότητα έπρεπε να έχω μαζί μου υποχρεωτικά. «Τι το πέρασες, ξέφραγο αμπέλι;» μου είχαν πει. Υπάρχει πολύς έλεγχος ως να μπεις. Ουφ, πολύ άγχος, ούτε να εξέτια ποινή… Σιγά μην εξέτια εγώ… ποινή! -«Ποτέ μη λες ποτέ!» μου αντιμίλησε μια άλλη φωνή. Αυθάδικη, ειλικρινής. «Κανείς δεν απαντούσε, παιδάκι σαν ήταν, στην ερώτηση, τι θα γίνεις σα θα μεγαλώσεις;» – «Δολοφόνος!» με χάρη και νάζι. Η ζωή τα φέρνει έτσι, οι περιστάσεις, οι συνθήκες, όσα τραυματικά έζησες, αυτά που δεν είχες, η μοίρα, η τύχη ή μάλλον η ατυχία, η κακιά στιγμή. Όσα δε φέρνει ο χρόνος όλος που τα φέρνει η κακιά ώρα. Όλοι υπό ορισμένες συνθήκες θα μπορούσαν να γίνουν δολοφόνοι. «Τι θα έκανες αν κάποιος πήγαινε να σου πειράξει το παιδί; παραδείγματος χάριν.» Ο Θεός να φυλάει…
Βιβλίο να πάρω μαζί μου και θέματα παλιά. Η εξέταση θα είναι προφορική. Κάπου έχω ένα άγραφο βιβλίο, χωρίς σημειώσεις. Το βρίσκω, σχετικά εύκολα για το άγχος μου, είναι καλοντυμένο, με διαφανές αυτοκόλλητο κάλυμμα, χωρίς φυσαλίδες. Πάντα ντύνω τα βιβλία μου με προσοχή. Τις πιο ακατάλληλες σκέψεις κάνω από την αγωνία μου. Καλά είμαι πολύ ούφο που θα πάω να εξετάσω στη φυλακή με κολλαριστό βιβλίο, με ειρωνεύομαι.
Ήταν από τις εμπειρίες που δε θα ξεχάσω. Η φωνή από το παρκινγκ ήδη, που ακούστηκε μεταλλική, που έψαχνε με μεγάφωνο την ταυτότητά μου, το σκοπό της προσέλευσής μου. Η σιδερένια βαριά πόρτα, με το μάνταλο, που άνοιξε και έκλεισε. Ο έλεγχος, οι πολλοί φύλακες, οι τσάντες οι δεμένες στο πάτωμα. Δε φαινόταν όλες τι είχαν. Δυο μαξιλάρια ασφυκτιούσαν δεμένα να αποδράσουν, κάποιος θα αποφυλακίζονταν προφανώς, θα έβλεπε το φως της μέρας ξανά. Τη ζωή χωρίς κάγκελα. Πόσο καιρό να το περίμενε… Για ποιο λόγο να είχε άραγε φυλακιστεί, ποια να ήταν η ιστορία του; Καθαρό είναι γενικά το πάτωμα. Μόνο στις γωνίες η σκόνη είναι επίμονη, δε φεύγει, όσο κι αν τριφτεί. Σαν τις θύμησες, τις σκέψεις, τις τύψεις, τα γιατί. Που δεν τα σφουγγαρίζει ο χρόνος. Εξυπηρετικοί οι δυο κύριοι, ο ένας κοινωνικός λειτουργός. « Έχουμε καθαρίσει το δωμάτιο, τώρα θα φέρουμε κι ένα θρανίο. Υπάρχει κι ένας πίνακας». Με το μαθητή που θα εξέταζα αντάλλαξαν κουβέντες, την ώρα της διαρρύθμισης του χώρου. Φιλικές κι αγχωμένες. Να μην περιμένω, να με καλοδεχτούν, να είναι όλα καθώς πρέπει. Μιλούσαν στον μαθητή μου ήρεμα, ευγενικά, με αποδοχή. Τι σχέσεις δημιουργούνται στις φυλακές… πόσες ώρες περνάνε κρατούμενοι και προσωπικό μαζί. Να μας παραγγείλει καφέ του είπαν. Κάτω από ένα κιόσκι καθόταν ο μαθητής, όταν τον πρωτοαντίκρισα. Όμορφο παλικάρι και νέο! Θε μου πόσο νέο, Θε μου πόσο όμορφο… Μια κληματαριά θαλερή χάριζε τη δροσιά της απλόχερα. Το είχε διαισθανθεί πως έπρεπε να είναι ανοιχτοχέρα κι είχε βγάλει φυντάνια πολλά, φύλλα και κλαδιά. Με περίμενε ευδιάθετος ο αλλιώτικος μαθητής. Καθόταν σε ένα κιόσκι κι έπινε καφέ. Είχε ξυπνήσει πρωί πρωί. Θα τον εξέταζα στην Ελένη του Ευριπίδη. Που είχε αφήσει τον άντρα της για τα παλάτια της Τροίας . Απ’ το καλοντυμένο βιβλίο θα τον εξέταζα. Το μαθητή που στάθηκε μπροστά μου με γυμνή τη ψυχή. Τόσο αγνός και τόσο αθώος στα μάτια μου. Θε μου κοιτάς; Συγχωρείς; « Έχουμε πολύ χρόνο εδώ, μα δεν έχω διαβάσει πολύ, μου λέει. Να σας παραγγείλω καφέ; Μάγειρας θέλω να γίνω, να σου φτιάξω εγώ μπεσαμέλ… Την καλύτερη κάνω. Ονομαστός είμαι εδώ για την μπεσαμέλ. Ναι ξέρω για την Ελένη. Και για τους θεούς του Ολύμπου ξέρω. Η Αθηνά ήταν η θεά της σοφίας, ο Ερμής αγγελιοφόρος, ο Ήφαιστος των τεχνών, η Δήμητρα της γεωργίας. Για το δούρειο ίππο ξέρω και για τον τρωικό πόλεμο. Έχασαν οι Τρώες, με το ξύλινο αλογάκι τους νίκησαν οι Αχαιοί. Για την Ελένη έγινε ο τρωικός πόλεμος. Όλα για μια Ελένη γίνονται. Το έχει το όνομα. Γνώρισα κάποτε μια Ελένη. Η σχέση αυτή με σημάδεψε. Αν τη λένε την άλλη Ελένη θα σε ταλαιπωρήσει…»
Κι εμένα με σημάδεψε η επίσκεψη μου αυτή, η εξέταση του μαθητή στη φυλακή. Ως τότε δεν είχα δει από κοντά την πτυχή αυτή της ζωής. Τα δωματιάκια με τα κάγκελα, τα ρούχα που κρέμονταν από μέσα και στέγνωναν, ένα κεφάλι που αχνοφαίνονταν προφίλ, με βασανισμένο πρόσωπο και βλέμμα απλανές, να κοιτά το άπειρο, οι ξεφλουδισμένοι που και που τοίχοι, οι ξεφλουδισμένες ζωές, ο χρόνος που μουλαρώνει και δεν περνά, τα πρόσωπα που λείπουν, η ζωή που κυλά αξόδευτη, η ζωή που κυλά και γιορτάζει ερήμην. Τα λουλούδια που ανθίζουν και δε θα τα δει, οι δροσερές θάλασσες που δε θα γευτεί, τα τοπία που δε θα δει. Οι αγκαλιές, τα φιλιά που δε θα πάρει.
«Πώς περνάτε το χρόνο σας εδώ;» τον ρώτησα, ενώ αφήναμε το θρανίο τελειώνοντας την εξέταση. -«Μπορούμε, αν θέλουμε να κοιμόμαστε όλη μέρα, αλλά μπορούμε και να δουλεύουμε. Εγώ δουλεύω στο μαγειρείο, ψεκάζω επίσης με τη ψεκαστήρα. Η δουλειά μου εκπίπτει σε μέρες» « Πού κάνετε μπάνιο;» «Έχουμε κοινά λουτρά, αλλά έχουμε και στο δωμάτιο μας ένα μικρό ντουζ που μπορούμε από τώρα κι έπειτα να κάνουμε μπάνιο».
Δεν ξέρω ποιο ακριβώς ήταν το μάθημα το πιο σημαντικό τη μέρα αυτή, σκεφτόμουν φεύγοντας. Αυτό που εξέτασα ή αυτό που έμαθα. ‘Η μήπως αυτό που πρέπει να σκέφτεται ο καθένας μας, κάθε που γκρινιάζει για οικονομικά ή άλλα προβλήματα.
Ναι! κάπου σε αυτή την πόλη δε φτάνει ο ήλιος να ζεστάνει. Ούτε υπάρχει άνοιξη, καλοκαίρι, των εποχών η διαδοχή. Κάπου σε αυτή την πόλη υπάρχει αιώνιος χειμώνας… Κι είναι άνθρωποι κι αυτοί!
ΠΗΓΗ: cretalive