Για τους παροικούντες την ορειβατική Ιερουσαλήμ είναι η πιο ολιγόχρονη διαδρομή για να
προσεγγίσει κάποιος τις ψηλές κορυφές του Ολύμπου και να αναρριχηθεί στην ψηλότερή του, τον
Μύτικα (2.917 μ.).
Αυτό συμβαίνει γιατί ένας ορεινός χωματόδρομος 22 περίπου χλμ. όχι και τόσο καλής
βατότητας, διευκολύνει τους φίλους της ορειβασίας να φτάσουν στην πιο προωθημένη,
προσπελάσιμη από αυτοκίνητο, θέση του Ολύμπου στα δυτικά.
Ο δρόμος έχει αφετηρία το χωριό Καλύβια Ελασσόνας και καταλήγει στην καλύβα Χριστάκη
στη Μεγάλη Γούρνα, μία λάκκα στα 2.450 μ. ανάμεσα στις κορυφές Χριστάκη (2.714 μ.), Σκολιό
(2.911 μ.) και Άγιο Αντώνιο (2.817 μ.).
Ξεκινήσαμε, αγουροξυπνημένοι, κάποια Κυριακή του 2016 μια πολύχρωμη, ηλικιακά και
ενδυματολογικά, παρέα και διατρέξαμε, με το θρυλικό πλέον Subaru και δύο άλλα αυτοκίνητα, τον
ανηλεή ανήφορο που ελίσσεται στις κλιτύς των δυτικών κορυφών του Ολύμπου. Οι πλαγιές είναι
άδενδρες, ένα εκτεταμένο ορεινό βοσκοτόπι με κοπάδια προβάτων και αγελάδων να συνθέτουν
ποιμενικές σκηνές που λιγοστεύουν πια στην ελληνική ύπαιθρο. Ένα κοπάδι πέρδικες έβοσκε
καταμεσής του δρόμου και διασκεδάσαμε με την αμεριμνησία και τη βεβαιότητά τους ότι
δεν…οπλοφορούσαμε!
Δυστυχώς πολύ σύντομα πυκνή ομίχλη περιόρισε στο λιγότερο το βεληνεκές της αδηφάγας
ματιάς και απομείωσε την ευφορία μας από την υπέροχη τοπιογραφία.
Μία ώρα αργότερα ήμασταν στη Μεγάλη Γούρνα κι ένας απαστράπτον ήλιος χρύσιζε ένα
ορεινό πεδίο δωρικής αρχιτεκτονικής. Γη και ουρανός, κορυφές και φως, πέτρα και χορτάρι κι ένα
μονοπάτι, το Ε4, να ανηφορίζει.
Ξεπεζέψαμε στην αυλή της καλύβας, φορέσαμε τα ορειβατικά μας και κινήσαμε εφ’ ενός ζυγού
ακολουθώντας το ευδιάκριτο μονοπάτι.
Η διαδρομή είναι εύκολη, ο ανήφορος είναι μαχητός, δε σε γονατίζει, δεν κάνει τα μηνίγγια σου
να σφυροκοπούν, δε σε λούζει στον ιδρώτα.
Το μονοπάτι δε λαθεύει σαν τον μίτο της Αριάδνης σ’ οδηγεί στις ψηλές κορυφές.
Σε λιγότερο από μία ώρα καβαλήσαμε τον αυχένα ανάμεσα στο Σκολιό και τον Άγιο Αντώνιο.
Νέο κύμα ομίχλης κάλυψε τα πάντα. Μαζεύοντας όμως το νήμα στο κουβάρι του φτάσαμε
εύκολα και γρήγορα στην κορυφή Σκολιό, τη δεύτερη ψηλότερη του Ολύμπου (2.911 μ.).
Παίρνοντας τις πρώτες ανάσες ξεκούρασης μια ύφεση της ομίχλης, που έγινε με ενθουσιασμό
δεκτή, ανέδειξε το καταπληκτικό ανάγλυφο των ψηλών κορυφών του Ολύμπου.
Ένα συναρπαστικό κάδρο ιδωμένο από το υψόμετρο του Σκολιού.
Οι ψηλές κορυφές ενώπιόν μας, γύρω μας και εμείς στη δεύτερη ψηλότερη. Αν απλώναμε το
χέρι μας θα αγγίζαμε τον Μύτικα, το Στεφάνι, την Τούμπα, τον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Αντώνιο,
την Μεταμόρφωση, τον Κακάβρακα, τον Καλόγερο. Ήμαστε τόσο ψηλά και τόσο κοντά…
«Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη».
Η απειλή της ομίχλης έκανε σύντομη την παρουσία μας στο Σκολιό. Αφού την απαθανατίσαμε
δίπλα σε αρκετούς αγνώστους ορειβάτες, που η συγκυρία μας βρήκε μαζί εκεί ψηλά, κινηθήκαμε προσεκτικά στην κορυφογραμμή του Σκολιού, στα χείλη των Καζανιών, της ζωφόρου των
κορυφών και καταλήξαμε στην ανατολική της απόληξη, την κορυφή Σκάλα.
Από εκεί αρχίζει η Κακόσκαλα, το φημισμένο αναρριχητικό μονοπάτι, το σμιλεμένο στην
ορθοπλαγιά από τους καιρούς και τις ορειβατικές μπότες. Καταλήγει στον Μύτικα την ψηλότερη
κορυφή του Ολύμπου.
Είναι μια ριψοκίνδυνη ορειβατική διαδρομή που απαιτεί αφοβία στο ύψος και ευχέρεια κίνησης
σε βραχώδες πεδίο. Αποτελεί μαζί με το Λούκι από τα Ζωνάρια τις δύο αναρριχητικές επιλογές για
να φτάσει κανείς στο Πάνθεο της αρχαιοελληνικής μυθολογίας.
Δεν το αποπειραθήκαμε. Δεν το είχαμε σχεδιάσει. Έχουμε εξάλλου αναρριχηθεί στον Μύτικα
από το Λούκι των Ζωναριών.
Ζηλέψαμε όμως το σμάρι των ορειβατών που ήταν κιόλας στην κορυφή και τους βλέπαμε.
Κατανοήσαμε επίσης κι όσους είχαν πάρει τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να έχουν αποτολμήσει
την αναρρίχηση.
Σαν σχολιαρόπαιδο μπροστά σε λιχουδιά ενέδωσα στον πειρασμό και κινήθηκα λάθρα για λίγα
μόνο λεπτά στο εκτεθειμένο μονοπάτι, έτσι, για να πάρω…μία γεύση του.
Επιστρέψαμε έμπλεοι ενθουσιασμού στην καλύβα Χριστάκη. Ήταν τώρα εύκολο γιατί η
Ομορφιά είχε βάλει φτερά στα πόδια μας.
Κι εκεί στην ξερολιθιά του περίβολου της καλύβας, αμφίψωμα και μπάρες δημητριακών που θα
αναπλήρωναν τις καμένες θερμίδες πήγαν περίπατο στη θέα της γάστρας με το ψητό ζυγούρι, που
αποβραδίς είχε ετοιμάσει ο Τίμης και το φύλαγε στο αγροτικό. Ζυγούρι, τυρί, ντομάτα και
πράσινες ελιές Χαλκιδικής από τον Μάκη, η δική μας αμβροσία, και γράπα πατελιώτικη από τον
Ηλία, το δικό μας νέκταρ, απογείωσαν τη διάθεσή μας και τη γευστική πανδαισία.
Η ομίχλη έκανε και πάλι την εμφάνισή της.
Καιρός για επιστροφή. Για λίγα λεπτά κανείς δε μιλούσε.
Ήταν οι στιγμές της απομάγευσης. La comedia e finita. Η παράσταση τελείωσε.
Ο Τίμης πριν μπει στο αυτοκίνητο μου φώναξε:
«Να ξανάρθουμε για τον Μύτικα».
Τον συναισθάνθηκα απολύτως.
Μετά την πρώτη φορά στον Όλυμπο έπονται κι άλλες αρκετές. Η αναρρίχηση στον Μύτικα από
την Κακόσκαλα ή το Λούκι είναι η σύνοψη της ορειβατικής εμπειρίας.
Θανάσης Τραϊανός