Γράφει ο Βαγγέλης Ρηγάτος
1η Μαΐου 2024 ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης».
Οι στρατηγικές κατευθύνσεις για τη Δικαιοσύνη συχνά ενσωματώνονται σε θεσμικά κείμενα που καλύπτουν την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική πολιτική (Εκθέσεις Ε.Ε, Έκθεση Επιτροπής για την Ανασυγκρότηση της Εθνικής Οικονομίας κ.λπ.). Αυτό συμβαίνει γιατί η λειτουργία του δικαστικού συστήματος επηρεάζει την επιχειρηματική λειτουργία, την ασφάλεια δικαίου και τη γενικότερη οικονομική σταθερότητα. Σε τούτη την κατεύθυνση το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί ένα σημαντικό θεσμικό κείμενο που καθορίζει τις στρατηγικές κατευθύνσεις για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στον άξονα 4.3, ο οποίος αναφέρεται στο σύστημα δικαιοσύνης, τίθενται στόχοι που αφορούν τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.Το εκτιμώμενο κόστος του εγχειρήματος ανέρχεται στα 464 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων 251 εκατομμύρια ευρώ (54%) καλύπτονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Δικαστικός χάρτης και Οικονομία
Ο στόχος της μείωσης της απόστασης από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος μπορεί πράγματι να έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της νομικής ασφάλειας, που είναι ουσιώδης για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Η μείωση των χρόνων που απαιτούνται για την επίλυση διαφορών μέσω του δικαστικού συστήματος μπορεί να βελτιώσει την εμπιστοσύνη στην αγορά και να προωθήσει τις επενδύσεις.
Η αύξηση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος επίσης συνδέεται στενά με την παραγωγικότητα και την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Όταν οι διαδικασίες δικαστικής επίλυσης διαφορών είναι αποτελεσματικές και γρήγορες, οι επιχειρήσεις μπορούν να εστιάσουν περισσότερο στην παραγωγή και την καινοτομία, αντί να αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες διαδικασίες δικαστικής επίλυσης που επιβραδύνουν τη δραστηριοποίησή τους.Η αύξηση των κρατικών δαπανών, τα ευρωπαϊκά κονδύλια καθώς και η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων είναι παράγοντες που οδηγούν στην ενίσχυση του συνολικού εισοδήματος μιας οικονομίας.
Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος μπορεί να έχει θετική επίδραση στη μέγεθος των επιχειρήσεων. Όταν οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι μπορούν να λάβουν γρήγορες και αξιόπιστες αποφάσεις από τα δικαστήρια, είναι πιθανότερο να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.
Δικαστικός Χάρτης και κοινωνικές προκλήσεις
Η παγκόσμια οικονομία, όπως και η ελληνική, βρίσκεται σε μια περίοδο εξαιρετικών προκλήσεων και αλλαγών, εν μέσω γεωπολιτικών αναταραχών, δημογραφικών μεταβολών και των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η ανάπτυξη και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών αποτελεί καίριο παράγοντα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και την εκμετάλλευση των ευκαιριών που προκύπτουν σε αυτήν την συγκυρία. Οι χώρες που πρωτοπορούν σε αυτόν τον τομέα έχουν όντως ένα σημαντικό προβάδισμα, καθώς είναι σε θέση να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν καινοτόμες λύσεις που μπορούν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της εποχής. Η ψηφιοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη, οι αυτόματες διαδικασίες και οι καινοτόμες τεχνολογίες μπορούν να επιταχύνουν τις διαδικασίες, να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν την ποιότητα των υπηρεσιών.
Επιπλέον, οι τεχνολογικές καινοτομίες μπορούν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών στο παγκόσμιο στερέωμα, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις εξελίξεις της παγκόσμιας αγοράς και να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη. Σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο ο ρόλος του Ταμείου Ανάκαμψης κρίνεται ιδιαίτερα κρίσιμος καθώς μέσω της εκταμίευσης πόρων είναι δυνατόν να στηριχθούν σημαντικά οι επενδύσεις και οι εξαγωγές με αυξήσεις αντίστοιχα για το 2024 στο 5,2% και 0,9%.
Πράγματι, όπως λογικά μπορούμε να υποθέσουμε, η ανάληψη επενδυτικών δαπανών µπορεί να εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το νομικό πλαίσιο, το φορολογικό σύστημα, η ευκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Το συμπέρασμα αυτό εισάγει άλλη µία ενδογενή µεταβλητή στο µακροοικονοµικό σύστημα, αφού ο προσδιορισμός του εισοδήματος ισορροπίας της οικονομίας θα προϋποθέτει την πλαισίωση από ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού.
Η ελληνική πραγματικότητα έρχεται αντιμέτωπη με παράγοντες όπως άκαμπτους ρυθμιστικούς κανόνες, ολιγοπωλιακή δομή των αγορών, ανίσχυρους μηχανισμούς ελέγχου αθέμιτων πρακτικών χειραγώγησης των τιμών, έμμεση φορολογία κ.ά. τα οποία καθορίζουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι επιχειρήσεις λαμβάνουν τις αποφάσεις τους. Αποτέλεσμα, οι πολυεθνικές, τα ολιγοπώλια και οι μεσάζοντες σωρεύουν σημαντικά κέρδη και οι πολίτες επωμίζονται το βάρος.
Αναδεικνύεται αφενός η σημασία μιας οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των θεσμικών εμποδίωνπου προκαλούν αντικίνητρα για επενδύσεις και αφετέρου την πρόθεση της εκάστοτε κυβέρνησης να απεγκλωβιστεί από ιδεολογικές προκαταλήψεις και να επιληφθεί των αναγκαίων παρεμβάσεων για τη διαφάνεια, τον έλεγχο και εξυγίανση της αγοράς.
Οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πράγματι δεν πρέπει απλώς να αλλάξουν τα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα, αλλά επίσης να επηρεάσουν τις νοοτροπίες και τις πεποιθήσεις της κοινωνίας και των θεσμών. Οι αναχρονιστικές αντιλήψεις και οι συντεχνιακές αγκυλώσεις αντικατοπτρίζουν συχνά παλαιές δομές σκέψης και οργάνωσης που δυσχεραίνουν την πρόοδο και την καινοτομία. Αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να αποτρέψουν την ανάπτυξη νέων ιδεών και νέων προσεγγίσεων, περιορίζοντας έτσι μια δυναμική για ανάπτυξη και πρόοδο.
Ενθαρρύνοντας τη δημιουργία ενός σύγχρονου εργασιακού περιβάλλοντος με σωστές συνθήκες εργασίας και καλά αμειβόμενες θέσεις, μπορούμε να προάγουμε την πρόοδο και την ευημερία συνολικά. Τα σύγχρονα δικαστικά συστήματα έχουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση να προσαρμόζονται στις νέες μορφές εργασίας που αναπτύσσονται στη σύγχρονη κοινωνία. Η εξ αποστάσεως εργασία, η εθελούσια έξοδος και άλλες νέες μορφές απασχόλησης έχουν δημιουργήσει νέες προκλήσεις, οι οποίες απαιτούν προσαρμογές στο νομικό πλαίσιο και στις δικαστικές διαδικασίες.
Ένας τρόπος με τον οποίο τα δικαστικά συστήματα μπορούν να ενσωματώσουν αυτές τις νέες μορφές εργασίας είναι μέσω της αναθεώρησης των νόμων και των κανονισμών που διέπουν την απασχόληση και τις εργασιακές σχέσεις. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αναβάθμιση της νομοθεσίας για να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων που εργάζονται εξ αποστάσεως, την ανάπτυξη νέων μορφών σύμβασης εργασίας που να είναι συμβατές με τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς εργασίας και την εφαρμογή μηχανισμών αντιμετώπισης των διαφορών και των διαφορετικών προκλήσεων που προκύπτουν από αυτές τις νέες μορφές απασχόλησης. Άλλωστε με την ενσωμάτωση της τηλεματικής δίκης, της ψηφιακής υπογραφής, τις εφαρμογές του συστήματος «ΣΟΛΩΝ», ο Δικαστής, ο Δικηγόρος, ο Δικαστικός Υπάλληλος και ο πολίτης θα αλληλεπιδρούν από απόσταση μέσω σύγχρονης τεχνολογίας.
Συνεπώς, υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργούνται συνεκτικές και όχι αποσπασματικές πολιτικές και συνέργειες με τομείς στους οποίους η Ελλάδα καταγράφει καλύτερες του Ευρωπαϊκού μέσου όρου επιδόσεις, βάσει του παραπάνω δείκτη, όπως η ικανότητα καινοτομίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και το ποσοστό του πληθυσμού με τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Εν κατακλείδι, αντί να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στα άμεσα κέρδη, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη τις ευρύτερες επιπτώσεις μιας επένδυσης στην οικονομία και την κοινωνία. Επενδύσεις που προσφέρουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία συχνά έχουν μακροπρόθεσμη επίδραση και οφέλη. Αυτές οι επενδύσεις συνήθως συνδέονται με τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας, βελτίωση των ήδη υπαρχουσών, την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών και την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών. Επιπλέον, αυτές οι επενδύσεις ενθαρρύνουν την κοινωνική πρόοδο, διασφαλίζοντας ότι τα οφέλη τους διανέμονται ισότιμα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Εάν ο Δικαστικός Χάρτης ήρθε για να συμβάλλει προς τούτη την κατεύθυνση, τότε καλώς όρισε. Η Πατρίδα μας, η κοινωνία μας, έχει ανάγκη να σταθεί σύμφωνα με τα νέα πρότυπα που προάγουν τις αξίες και τους στόχους του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Ο Βαγγέλης Γ. Ρηγάτος είναι Δικαστικός Υπάλληλος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου MBA. Είναι εκλεγμένος – για δεύτερη συνεχόμενη θητεία- εκπρόσωπος στην Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, αντιπρόσωπος της Αιτωλοακαρνανίας στο Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας και μέλος του νεοσύστατου Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης.