«Σαν τι άραγε περισσότερο νάχει ο Θεός στον Παράδεισό του από το Αγιον Ορος;» αναρωτιόταν ο Σπύρος Μελάς όταν πρωτοπήγε σε αυτό. Αυτήν την περιγραφή δανειζόταν κι ο μεγάλος φωτογράφος μας Κώστας Μπαλάφας για να μιλήσει για το «περιβόλι της Παναγίας». Στα ταξίδια που έκανε στον Αθω για να φωτογραφίσει τους ανθρώπους και το περιβάλλον, έκανε ειδική αναφορά στο Πάσχα και τη μεγάλη γιορτή, «ο λαός τη λέει Λαμπρή, γιατί λάμπει. Είναι άνοιξη, ξαναγεννιέται η φύση ολάκερη από μια μεριά και από την άλλη είναι η συμμετοχή του λαού σ’ αυτή τη γιορτή… και κάθε φορά που έφευγα από το Ορος, έφευγα από έναν τόπο που θαρρείς και ήταν από τη φύση αγιασμένος. Η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι λαϊκοί μαστόροι έκαναν τον θαύμα τους, έκαναν εκείνα τα κομψοτεχνήματα με έναν απόλυτο σεβασμό προς το περιβάλλον και το φυσικό χώρο. Οι άνθρωποι που υπηρέτησαν αυτόν τον χώρο με την προσευχή και την εργασία τους κατόρθωσαν να κάνουν ένα χώρο συνάντησης, θάλεγε κανείς, του προσωρινού και του ανθρώπινου με το αιώνιο και το άγιο».
Οσοι έχουν επισκεφθεί το Αγιον Ορος συμφωνούν ότι πρόκειται για μια μοναδική εμπειρία, η οποία επηρεάζει τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Είναι όμως σίγουρα μία έντονη, συναισθητική και θρησκευτική εμπειρία που κάνει την επίσκεψη αξέχαστη. Γι’ αυτό και πολλοί επισκέπτες μετά την πρώτη τους επίσκεψη, επιστέφουν αρκετές φορές για να αναβιώσουν τα ιδιαίτερα αισθήματα και τις έντονες αναμνήσεις της πρώτης φοράς καθώς και να ξαναζήσουν την ίδια εμπειρία, ανακαλύπτοντας κάθε φορά κάτι μοναδικό.
Σε όλες τις παρουσιάσεις ξένων επισκεπτών τόσο από άλλες ορθόδοξες χώρες όσο και από περιοχές από όλον τον Κόσμο, η Αθωνική Πολιτεία περιγράφουν με παρόμοιο τρόπο τις εντυπώσεις τους: δέος, έκσταση, κατάνυξη, αλλά και μία ατμόσφαιρα που φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στον Θεό.
«Οποια εποχή του χρόνου κι αν βρεθείτε στο Αγιον Ορος, αξίζει γιατί είναι εμπειρία ζωής» αναφέρουν στις κριτικές τους πολλοί από τους ξένους επισκέπτες. Ομως, η επίσκεψη τις ημέρες του Πάσχα, είναι μία εντελώς διαφορετική και μοναδική εμπειρία, που δεν έχει παρόμοιά της σε κανέναν άλλο μέρος του Πλανήτη.
Είναι ένα «διαφορετικό» Πάσχα σε σχέση με αυτό που γιορτάζουμε στην υπόλοιπη Ελλάδα και δεν έχει καμία σχέση με ότι συμβαίνει στις περισσότερες χριστιανικές χώρες του Κόσμου.
Στο Αγιον Ορος, γνωστό και ως «Περιβόλι της Παναγίας», το Πάσχα δεν υπάρχουν βεγγαλικά στον αθωνικό ουρανό, ούτε χοροί, γιορτές, εκδηλώσεις και ειδικά φολκλορικά έθιμα. Ακόμα και οι ήχοι είναι διαφορετικοί. Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά περιεκτική, ενώ το μήνυμα της Ανάστασης συνοδεύεται από χαρούμενους ήχους, κόλλυβα δάφνες που ρίχνει ο ηγούμενος σε μοναχούς και επισκέπτες. Ακόμα και η εβδομάδα που ακολουθεί το Πάσχα είναι μια πρωτόγνωρη ή τουλάχιστον μοναδικά ξεχωριστή εμπειρία, για όσους επισκεφθούν το Αγιον Ορος, όπου ισχύει το «Αβατο» και συνεπώς όλο τον χρόνο δεν επιτρέπεται η είσοδος στις γυναίκες και τα παιδιά.
Η ιστορία του Αγίου Ορους
Το Αγιον Ορος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους και αποτελείται από 20 Μονές, 12 Σκήτες και 700 Κελιά, ενώ ο πληθυσμός του είναι περίπου 1000-1100 μοναχοί. Στην αρχαιότητα, ονομαζόταν Ακτή, σταδιακά όμως επικράτησε το όνομα Αθως.
Ουσιαστικά ο Αθως, είναι όρος της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής με υψόμετρο 2.033 μέτρα, με απόκρυμνους γκρεμούς και γι’ αυτό μεταφορά στο Αγιον Ορος γίνεται μόνο με πλοιάριο.
Η παράδοση αναφέρει πως κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της Παρθένου Μαρίας με τον Ιωάννη για να συναντήσουν τον Λάζαρο στην Κύπρο, μια καταιγίδα τους ανάγκασε να σταματήσουν στο Αγιον Ορος, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η Μονή Ιβήρων. Η Παναγία θαύμασε την ομορφιά του τόπου και ζήτησε από τον Θεό να της προσφέρει την Αθωνική Χερσόνησο ως δώρο. Μια φωνή απάντησε «ας γίνει αυτός ο τόπος η κληρονομιά και ο κήπος σου, ένας παράδεισος και ένα καταφύγιο σωτηρίας για όσους αναζητούν τη σωτηρία». Από τότε, το Άγιο Όρος είναι γνωστό και ως «Περιβόλι της Παναγίας».
Την πρώτη ονομασία και μετονομασία τη συναντούμε στον Βίο των μαρτύρων της Τιβεριούπολις του Θεοφύλακτου Αχρίδος, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: «το πάλαι μεν ιερόν, νυν δε Αγιον Ορος λεγόμενον καταλαμβάνει». Κατά το θεωρούμενο πρώτο Τυπικό που επικύρωσε ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, ο Αθως καλείται απλώς «Ορος».
Η επικράτηση όμως του ονόματος «Αγιον Ορος» φαίνεται να έγινε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, συγκεκριμένα σε χρυσόβουλο έγγραφο του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού προς την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας το 1144, η οποία αναγνωρίζεται οριστικά και επίσημα και επιβάλλεται το νέο όνομα όπως αναγράφεται σε αυτό: «Εφεξής το όνομα του Αθω καλείσθαι Αγιον Ορος παρά πάντων». Σε μεταγενέστερα αυτοκρατορικά και άλλα έγγραφα αναφέρεται ως «Το Αγιώνυμον Ορος του Αθω».
Ωστόσο, το σημερινό Αγιον Ορος έχει προϊστορία, είναι συνδεδεμένο με την ελληνική αρχαιότητα αλλά συνηθιστέρα με την έννοια του «θείου» ή του «θεϊκού». Για παράδειγμα, η ελληνική μυθολογία διασυνδέει το όρος Αθως με τη γιγαντομαχία μεταξύ των Γιγάντων και των ολύμπιων θεών, ηγέτης των πρώτων ήταν ο Αθως. Ο Αθως πέταξε από τη Θράκη έναν τεράστιο βράχο εναντίον του Ποσειδώνα, αλλά αστόχησε και ο βράχος έπεσε στη θάλασσα, δημιουργώντας το όρος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του.
Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε τη Δάφνη, κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας. Η Δάφνη, προκειμένου να κρατηθεί αγνή, βρήκε καταφύγιο στον κύριο λιμένα του Αθωνα, δίνοντας έτσι το όνομά της σε αυτόν. Από αυτόν το μύθο φαίνεται ότι από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή συνδέθηκε με τον αγώνα «κατά της σάρκας» και των σωματικών «πειρασμών».
Υπάρχουν πολλές αναφορές στο Αγιον Ορος σε κείμενα, όπως από τον Ομηρο στην Ιλιάδα, τον Ηρόδοτο, τον Στράβωνα κ.α. Η χερσόνησος ήταν μέσα στην πορεία εισβολής του Ξέρξη Ι της Περσίας γύρω στο 438 π.Χ., ενώ μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης είχε προτείνει όλο το βουνό να λαξευτεί με τη μορφή του Αλέξανδρου, για να μείνει αθάνατος στην… αιωνιότητα. Κάτι που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.
Ιστορικά μοναχοί υπήρχαν στο Αγιον Ορος από τον 4ο αιώνα, όπως και ασκητές. Ομως, το 866 ο Ιωάννης Κολοβός έχτισε το πρώτο μοναστικό κέντρο, τη Μεγάλη Βίγλα και από τότε ο Άθως ως «Αγιον Ορος» έγινε η χώρα της μοναχικής ζωής και της θρησκευτικής κατάνυξης.
Την βυζαντινή περίοδο και με σιγίλιο του Βασιλείου Α’ το 883 παραχωρήθηκε το προνόμιο, μαζί με άλλα, της διοικητικής αυτοδιοίκησης και ο Λέων ΣΤ’ αναγνώρισε την ανεξαρτησία του όρους το 908. Τότε, η ορθόδοξη πίστη εξαπλώθηκε στα Βαλκάνια και μοναχοί από αυτά τα εδάφη έφτασαν στο Άγιο Όρος για να ιδρύσουν μοναστήρια. Γεωργιανοί μοναχοί ίδρυσαν το μοναστήρι των Ιβήρων (976 μ.Χ.), οι Σέρβοι το μοναστήρι του Χιλανδαρίου (1197 μ.Χ.) και οι Βούλγαροι το μοναστήρι του Ζωγράφου (1270 μ.Χ.).
Κατά τους πρώτους δύο αιώνες αυτής της περιόδου ιδρύθηκαν περισσότερα από 180 μοναστήρια με πάνω από 20.000 μοναχούς. Αργότερα, τα περισσότερα καταστράφηκαν από τις Σταυροφορίες και τους πειρατές. Οι Χριστιανοί βασιλιάδες των Βαλκανίων στήριξαν επίσης το Αγιον Ορος. Οι Ρώσοι ίδρυσαν και υποστήριζαν μοναστήρια.
Οταν το 1430 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί προσέφεραν την υποταγή τους στο σουλτάνο Μουράτ Β’, ο οποίος τους αναγνώρισε αυτοκρατορικά προνόμια. Ομως, η κατοχή του Αγίου Όρους από τους Οθωμανούς Τούρκους -παρότι στρατιωτικά και διοικητικά περιορισμένη- κράτησε μέχρι το 1830. Ωστόσο, την περίοδο εκείνη, η οικονομική θέση των μοναστηριών χειροτέρεψε λόγω των δυσβάστακτων φόρων που επιβλήθηκαν από τους Οθωμανούς. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να κατοικήσουν πλέον στις μονές, το Αγιον Ορος σχεδόν εγκαταλείφθηκε και επέζησε ουσιαστικά χάρη στην ενίσχυση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πρόσφερε υλική και ηθική υποστήριξη.
Αργότερα, η Ρωσία, υπό τη διακυβέρνηση του Τσάρου, στήριξε οικονομικά τη μονή του Αγίου Παντελεήμονος και το Αγιον Ορος γενικότερα, τονώνοντας την αναγέννησή του μαζί με πόρους από τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας αλλά και από εισφορές και δωρεές από εύπορους ορθοδόξους Χριστιανούς σε όλη την Ευρώπη. Το 1748 ιδρύθηκε η Αθωνιάδα Σχολή, ένα φιλοσοφικό και θεολογικό σχολείο για ολόκληρη την Ελλάδα, αρχικά διευθυνόμενο από τον Νεόφυτο Καυσοκαλιβήτη και έπειτα από τον Ευγένιο Βούλγαρη το 1753.
Το μοναδικό Πάσχα στο Αγιον Ορος
Στο Αγιον Ορος ακολουθείται η βυζαντινή ώρα, δηλαδή η ώρα της δύσης του ηλίου είναι τα μεσάνυχτα, γι’ αυτό και οι Ακολουθίες αρχίζουν μετά τα μεσάνυχτα. Για να εισέλθει κανείς στην Αθωνική Χερσόνησο, χρειάζεται να έχει «κατάλυμα», το οποίο ανήκει σε μία από Ιερά Μονή, που εγκρίνει την είσοδο και τη διαμονή του επισκέπτη και επιπλέον καθορίζει τους κανόνες που πρέπει να αποδεχθεί και να ακολουθήσει κατά τη διάρκεια της παραμονής του.
Το πρόγραμμα των καθημερινών Ακολουθιών δεν αλλάζει σε σχέση με τις άλλες ημέρες, δηλαδή η καμπάνα σημαίνει περίπου στις 2:30-3 μ.μ. και τελειώνει περίπου στις 8:30-9 μ.μ. με ευλαβική τήρηση από μοναχούς και επισκέπτες. Στη συνέχεια, προβλέπεται το τραπέζι με το αθωνικό φαγητό, για το μεσημεριανό γεύμα.
Η τραπεζαρία ή τράπεζα είναι συνήθως μεγάλη, κοινή για όλους, και με διαφορετικό σχήμα σε κάθε μοναστήρι. Στο βάθος της τραπεζαρίας κάθεται ο ηγούμενος με άλλους γέροντες του μοναστηριού και στις υπόλοιπες θέσεις οι μοναχοί, μαζί με τους επισκέπτες.
Ξεκινάει πάντα με την προσευχή και στην συνέχεια αρχίζει το γεύμα αλλά υπό άκρα σιωπή. Ένας μοναχός διαβάζει από πάνω ψυχοφθόρα αναγνώσματα που συνήθως αφορούν την αντίστοιχη ημέρα, βιογραφικό κάποιου αγίου και άλλα θρησκευτικά κείμενα σχετικά με την ημέρα.
Στο τραπέζι δεν επιτρέπεται η ομιλία. Κάποια στιγμή ακούγεται ένα χτύπημα του ποτηριού με ένα μεταλλικό αντικείμενο και αυτό σημαίνει ότι οι παρευρισκόμενοι μπορούν να αρχίσουν να πίνουν κρασί ή νερό. Στη συνέχεια ακούγεται ξανά ένα παρόμοιο χτύπημα, που σημαίνει το τέλος του γεύματος. Ολοι σηκώνονται και από μπροστά περνάει ένας μοναχός κρατώντας ένα ειδικό πρόσφορο, γνωστό ως «Παναγιά» και οι επισκέπτες παίρνουν μαζί τους από ένα μικρό κομμάτι πριν αναχωρήσουν από τον χώρο.
Μετά οι επισκέπτες συνεχίζουν το καθορισμένο πρόγραμμά τους και οι μοναχοί πάνε για προσευχή ή στη δουλειά που έχει αναλάβει ο καθένας. Οι επισκέπτες οδηγούνται συνήθως σε ιερά λείψανα και σε ιερά κειμήλια. Κάποια από αυτά θεωρούνται ως «άφθαρτα», όπως το δεξί αυτί του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που καλείται να το έχει, υπαγόρευσε την ερμηνεία των επιστολών του στον Απόστολο Παύλο.
Στη συνέχεια οι επισκέπτες πηγαίνουν στα δωμάτιά τους για να ξεκουραστούν πριν συνεχίσουν την ξενάγηση. Αργότερα, ακολουθεί το δείπνο και στη συνέχεια το βραδινό γεύμα που ουσιαστικά αποτελεί την αρχή των ακολουθιών για την επόμενη μέρα.
Οσον αφορά τις μετακινήσεις τους από μοναστήρι σε μοναστήρι, γίνονται ως μέρος περιπατητικών διαδρομών (με τα πόδια), είτε με μικρό πούλμαν (βαν) για μεγαλύτερες αποστάσεις. Ομως, όλες οι μετακινήσεις καταγράφονται στον κοιτώνα και οι μοναχοί εξηγούν εξαρχής πως ο χώρος κάθε μοναστηριού δεν πρέπει να παραβιάζονται, με είσοδο σε κελιά μοναχών ή χώρους προσευχών, εκτός προγράμματος.
Μετά τις ξεναγήσεις και τις επισκέψεις υπάρχει ελεύθερος χρόνος, για περισυλλογή και συνομιλία είτε με μοναχούς ή με άλλους προσκυνητές. Σε κάποια μοναστήρια αυτή την ώρα γίνονται θρησκευτικές και ανθρωπιστικές ομιλίες.
Ομως, με τη δύση του ηλίου όλοι επιστρέψουν εντός της Μονής και η πόρτα κλείνει, όπως ορίζει η παράδοση. Για όσους επισκέπτες δεν είναι να κοιμηθούν αμέσως, η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί στο λεγόμενο «Αρχονταρίκι» ή στα δωμάτια υπό τον καθοδήγηση ενός γηραιότερου μοναχού.
Το Μεγάλο Σάββατο και η εβδομάδα μετά το Πάσχα
Η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου αρχίζει με Ακολουθία πριν από την Ανάσταση, η οποία ονομάζεται «εορτή» και η ακολουθεί η τελετή της Ανάστασης, μετά τον Ορθρο και τη Θεία Λειτουργία. Για όσους έχουν συνηθίσει τις «συνηθισμένες» τελετουργίες στις ελληνικές εκκλησίες, είναι εμφανές από την πρώτη ημέρα πως όλες οι Ακολουθίες, και ιδιαίτερα η συγκεκριμένη, έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από τις ενορίες.
Στο τέλος της Λειτουργίας, σερβίρεται φαγητό (γνωστό ως «τραπέζι») στους μοναχούς και στους πιστούς, που παρακολουθούν τη Λειτουργία ενώ διανέμονται τρόφιμα στους μοναχούς, οι οποίοι δεν παρευρέθηκαν λόγω αδυναμίας (π.χ. από την νηστεία ή τις πολλές ασκητικές ημέρες προσευχών).
Το Πάσχα και την εβδομάδα που ακολουθεί (λέγεται «Η Διακαινήσιμος εβδομάδα») όλα τα τρόφιμα επιτρέπεται να καταλύονται αλλά όχι το κρέας. Ουσιαστικά, το κρέας στο Αγιον Ορος είναι ψάρι. Και όλα τα τρόφιμα καλλιεργούνται και παράγονται από τις Μονές και τους μοναχούς.
Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο η εβδομάδα μετά το Πάσχα, έχει έναν λαμπρό χαρακτήρα και μεγάλη σημασία. Ομως, το πρόγραμμα των καθημερινών Ακολουθιών δεν αλλάζει σε σχέση με τις άλλες ημέρες, δηλαδή η καμπάνα σημαίνει στις 2:30-3 μ.μ. περίπου και τελειώνει περίπου στις 8:30-9 μ.μ. Μετά παρατίθεται «τράπεζα» με φαγητό, όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι το μεσημεριανό και όχι το βραδινό.
Τη Δευτέρα του Πάσχα, νωρίς το πρωί, μετά από αυτή την Ακολουθία, αρχίζει η λιτάνευση της εικόνας του «Αξιον Εστί», η οποία βρίσκεται στο λεγόμενο «Πρωτάτο». Δηλαδή, την πρώτη εκκλησία που χτίστηκε στο Αγιον Ορος και βρίσκεται στις Καρυές. Η συγκεκριμένη εικόνα έχει μεγάλη αξία για τους μοναχούς, το Αγιον Ορος αλλά και τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο. Η περιφορά της γίνεται με ιδιαίτερη επισημότητα, συχνά παρουσία του Πολιτικού Γραφείου του Αγίου Ορους, ακόμα και στα κελιά των μοναχών, ενώ προσφέρονται πασχαλινά κεράσματα από τους μοναχούς που συχνά τα αφήνουν στα κελιά άλλων μοναχών και επισκεπτών στο πνεύμα των ημερών.
Την Τρίτη του Πάσχα γίνεται η λιτάνευση των εικόνων ενώ συνεχίζουν και οι άλλες Μονές, με την σειρά τους με Λειτουργίες και πρόγραμμα επισκέψεων για τους επισκέπτες που έχουν δεχτεί να φιλοξενήσουν. Μια εμπειρία ζωής, ειδικά την περίοδο του Πάσχα.