Παρακολουθῶντας γιά τρίτη -ἄν δέ μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου- φορά τή μνημειώδη κινηματογραφική μεταφορά τοῦ ἐν λόγω σαιξπηρικοῦ ἔργου διά χειρός Κόζιντσεφ, συνειδητοποίησα καί πάλι τίς πολλαπλές ἀναγνώσεις στίς ὁποῖες προσφέρονται τά κλασικά ἔργα. Τόσο ὁ ἀνατόμος λόγος τοῦ δραματουργοῦ, ὅσο καί τά ἐπικά πλάνα τοῦ σκηνοθέτη, μέ παρακίνησαν νά σκεφτῶ τί θά μποροῦσε νά ἦταν σήμερα ὁ Λήρ.
Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ο Λήρ εἶναι ὁ σύγχρονος “Ἀδάμ”. Ἕνας Ἀδάμ, ὅμως, συνταξιοῦχος, βαριεστημένος, ἡττημένος, πού ἐπιθυμεῖ νά ἀποσυρθεῖ ἀπό τήν κουραστική διαχείριση τοῦ ἱστορικοῦ του βίου, διανέμοντας τήν ἐξουσία του στίς θυγατέρες του. Τοῦ μετανεωτερικοῦ μας Λήρ οἱ θυγατέρες, ὅμως, ὀνομάζονται Ἐπιστήμη, Οἰκονομία καί Ἀρετή… Καλεῖ σέ μιάν ἐπίσημη τελετή κόρες καί συζύγους των, γιά νά μοιράσει κατ΄ ἀξίαν τό βασίλειό του. Θέτει σέ μιά δοκιμασία τίς κόρες του τίς λατρεμένες, γιά νά μοιράσει ἀνάλογα μέ τή θέρμη τῆς ἀγάπης τους τίτλους ἐξουσίας καί περγαμηνές ἰδιοκτησίας.
Παίρνει τό λόγο ἡ πρωτότοκη Ἐπιστήμη καί, ἀγορεύοντας μέ νόμους θερμοδυναμικῆς καί θεωρίες γενεσιουργῶν ἐκρήξεων, ἀποδεικνύει παραγωγικά τήν απόλυτη τιμή πού συμβολίζει τήν ἀγάπη της. Σειρά ἔχει τώρα ἡ δευτερότοκη Οἰκονομία. Ἐτούτη, γαλείφα μέγιστη, μέ μελωμένα ἀνάπτυξης μοντέλα καί παραγωγικές συναρτήσεις καταδεικνύει τόν ὑψηλότατο δείκτη βιωσιμότητας τῆς ἀφοσίωσής της… Ξεμένει τό στερνοποῦλι, ἡ Ἀρετοῦλα. Σεμνή, λιγομίλητη, δέ βαττολογεῖ, καθ΄ ἔξιν καί κατ΄ ἐπιλογήν. Τά λόγια βγαίνουν μετρημένα ἀπ΄τό σεπτό της στόμα, πάντα ἐν μεσότητι στό τεντωμένο της σχοινί ἀκροβατῶντας. Ταπεινή κι΄ ἀγαληνή ἡ ἀγάπη στό γονιό της, δίχως φούμαρα κι΄ αὐλικές ρητορεῖες.
Τό πρόσωπο τοῦ πατέρα σκοτεινιάζει, γιατί ἀπό τήν Ἀρετή του περίμενε ν΄ ἀκούσει τό πιό ἠχηρό ἐγκώμιο, μιά πού σέ ὅλα -σχεδόν- τ΄ ἄλλα ἔχει πιά ὑπερφαλαγγιστεῖ ἀπό τά ἴδια του τά τεχνικοεπιστημονικά ὄντα. Ἐξοργισμένος, τήν ἀποκληρώνει καί τήν παραδίδει -μέ βδελυγμία περισσή- στό μόνο μνηστήρα πού δέ λάκισε μπρός στήν ἀπώλεια τῆς προῖκας, στόν Ἀσυμβίβαστο (ἐδῶ ὁ ἐπαρκής ἀναγνώστης θά διίδει καί μιάν ἐπίδραση ἀπό Παῦλο Σιδηρόπουλο). Μοιράζει, τό λοιπόν, τό βασίλειο στήν Ἐπιστήμη καί τήν Οἰκονομία. Κράτησε γιά τόν ἑαυτό του μόνο μερικές τιμητικές δραστηριότητες, μιάν ἀκολουθία πιστῶν συνεργατῶν του καί τό προνόμιο νά φιλοξενεῖται πότε στόν πύργο τῆς μιᾶς καί πότε στῆς ἄλλης θυγατέρας.
Ἀπενοχοποιημένος πιά καί δίχως φορτικές εὐθύνες ἀποφασίζει νά ριχτεῖ στήν εὐημερία καί τήν ξενοιασιά, τρώγοντας καί πίνοντας πότε στῆς μιᾶς καί πότε στῆς ἄλλης κόρης τά παλάτια. Τώρα πιά, ὅμως, πού δέν ἔχει τίποτε ἄλλο νά προσφέρει, ἀφοῦ γνώση κι΄ ἐργασία διεκπεραιώνονται ἀπό τά τεχνικοεπιστημονικά τέρατα πού ὁ ἴδιος δημιούργησε, ἀρχίζει νά γίνεται φορτικός σ΄ ἀμφότερες τίς θυγατέρες. Φυσικά, τοῦ τό δείχνουν μέ κάθε δυνατό τρόπο: νουθεσίες, περιφρόνηση, μηχανορραφίες ἐναντίον του, τόν πληρώνουν μέ τό ἴδιο νόμισμα που χρησιμοποιοῦσε κι΄ ὁ ἴδιος, αἰῶνες καί αἰῶνες… Ἡ Νέμεσις, θά πεῖτε, ποιός ξέρει; Ἡ θεοποίηση τῶν τεράτων σου ποτέ δέν ξέρεις πῶς θά σοῦ ἐξελιχθεῖ…
Τό δράμα τοῦ Λήρ, μιά καί μιλᾶμε γιά θεατρικό ἔργο πού πατᾶ γερά ἀκόμη στούς κλασικούς κανόνες πλοκῆς, λύνεται μέ τήν “καταστροφή” τοῦ τραγικοῦ ἥρωα καί τήν ἀποκατάσταση τῆς ἠθικῆς τάξης. Τό δράμα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, πῶς φαντάζεστε νά λυθεῖ; Μήπως μέ τό τέλος τῆς ἀνθρωπότητας;