O ιατροδικαστής που εξέτασε την σύζυγο του Απόστολου Λύτρα επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας.
Ερωτευμένος, μετανιωμένος και καθ’ ομολογίαν κακοποιητής με … ανεξερεύνητα ψυχολογικά προβλήματα! Αυτό ήταν το πλαίσιο της απολογίας που έδωσε χθες στην ανακρίτρια ο δικηγόρος Απόστολος Λύτρας και με αυτούς τους ισχυρισμούς κατάφερε να αποχωρήσει ελεύθερος από το ανακριτικό γραφείο, αν και κατηγορούμενος για αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος που αφορά στην άγρια σωματική κακοποίηση της συζύγου του, επίσης δικηγόρου τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής.
Αλλάζοντας το αρχικό του αφήγημα σύμφωνα με το οποίο ο βαρύς τραυματισμός της συζύγου του προκλήθηκε από την πτώση της στη σκάλα, ο κατηγορούμενος δικηγόρος ομολόγησε – όπως ο ίδιος είπε στους δημοσιογράφους – ενώπιον της ανακρίτριας τον ξυλοδαρμό της συζύγου του, την οποία μάλιστα δήλωσε πως υπεραγαπά. «Ομολόγησα την πράξη μου, ζήτησα συγγνώμη από τη σύζυγό μου που την υπεραγαπώ και τις τρεις κόρες μου. Δυστυχώς βρέθηκε σε μια κατάσταση που έγινε αυτό το περιστατικό. Και εγώ ακόμα δεν μπορώ να δώσω εξήγηση. Όπως και εκείνη κατέθεσε δεν έχω υπάρξει ποτέ βίαιος. Θα κοιτάξω να δω με ποιον τρόπο μπορώ να θεραπευτώ, να ζητήσω βοήθεια» είπε αρχικά στη δήλωσή του ο Απόστολος Λύτρας με την σύζυγό του και μητέρα του παιδιού του να έχει περιγράψει από το προηγούμενο απόγευμα με κατάθεσή της στην ανακρίτρια το σοκαριστικό σκηνικό της άγριας κακοποίησής της.
Η «ηχηρή» παρέμβαση του Αρείου Πάγου
Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα να αφήσουν ελεύθερο με όρους τον δικηγόρο πολλοί ήταν εκείνοι που μίλησαν για δυο μέτρα και δυο σταθμά στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Λίγα λεπτά αργότερα σαν «βόμβα» έσκασε η παρέμβαση της προέδρου και της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννας Κλάππα και Γεωργίας Αδειλίνη, αντιστοίχως, οι οποίες και διέταξαν πειθαρχικό έλεγχο σε βάρος ανακρίτριας και του εισαγγελέα που χειρίστηκαν την υπόθεση για ενδεχόμενες πειθαρχικές τους ευθύνες.
Μετά την παρέμβαση αυτή οι δυο δικαστικοί λειτουργοί θα πρέπει να εξηγήσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στην μη προφυλάκιση του κατηγορούμενου. Γιατί δηλαδή, τον άφησαν ελεύθερο παρά τον κακουργηματικό χαρακτήρα και την ιδιαίτερη βαρύτητα της πράξης που καθ’ ομολογία τέλεσε.
Η εκκίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας από την ηγεσία του Αρείου Πάγου είχε πάντως και μια άλλη «ανάγνωση», καθώς δεν ήταν λίγοι οι νομικοί που εξέφρασαν την άποψη ότι πρόκειται για παρέμβαση στη ελεύθερη δικανική κρίση των δικαστών που χειρίστηκαν την υπόθεση αλλά και για «μήνυμα» προς τους δικαστές εκείνους που θα χειριστούν στο μέλλον παρόμοιες υποθέσεις.
Οι πρώτες πληροφορίες που έχουν μέχρι στιγμής γίνει γνωστές για το σκεπτικό πάνω στο οποίο «πάτησε» η απόφαση για μη προφυλάκιση του δικηγόρου, αναφέρουν πως κομβικής σημασίας ήταν η κατάθεση της δικηγόρου, η οποία είπε στην ανακρίτρια ο σύζυγός της δεν την είχε χτυπήσει ποτέ ξανά στο χρόνια του έγγαμου βίου τους. Ωστόσο, στην κατάθεσή της η 37χρονη γυναίκα είπε και κάτι ακόμη, ενδεικτικό του φόβου του οποίου ένιωσε. Όπως ανάφερε ο αστυνομικός που μετέβη στη κλινική που τη μετέφερε ο κατηγορούμενος επέμενε να καταθέσει εκείνη τη στιγμή. «Του είπα να γράψει ότι έπεσα από τις σκάλες και ζήτησα να μου δώσουν κουμπί πανικού, έτσι ώστε να αντιληφθούν οι αστυνομικοί τι είχε συμβεί αλλά όχι ο άντρας μου, φοβούμενη μήπως κάποιος τον ειδοποιήσει και φύγει από το νοσοκομείο. Για τον ίδιο λόγο στην κατάθεσή μου στους αστυνομικούς είπα ότι δεν επιθυμώ εξέταση από ιατροδικαστή» κατέθεσε χαρακτηριστικά η δικηγόρος με τα λόγια της αυτά να αποτυπώνουν πλήρως το καθεστώς τρόμου στο οποίο βρέθηκε.
Ένα ακόμη στοιχείο που φαίνεται να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφαση για μη προφυλάκιση του κατηγορούμενου είναι και η κατάθεση που έδωσε στην ανακρίτρια η πρώην σύζυγός, η οποία τον είχε καταγγείλει και εκείνη στο παρελθόν (για λεκτικές απειλές όπως λέγεται) αλλά αργότερα ανακάλεσε την καταγγελία της. Η γυναίκα αυτή φέρεται να κατέθεσε στην ανακρίτρια πως ο δικηγόρος δεν υπήρξε ποτέ βίαιος, ενώ στο ίδιο πνεύμα ήταν και η κατάθεση της μεγαλύτερής του κόρης, όπως και ενός συναδέλφου του και κουμπάρου του.https://youtu.be/Fku8CIccDGY
Στην κατάθεσή της στην ανακρίτρια η 37χρονη δικηγόρος, περιέγραψε με λεπτομέρειες που προκαλούν σοκ τον εφιάλτη που βίωσε τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής.
«Όλα αυτά τα χρόνια είμαστε και συνεργάτες στο γραφείο. Χθες 15/06/2024 πήγαμε μαζί σε εστιατόριο στη Βουλιαγμένη στα νότια προάστια με μια μεγάλη παρέα. Κάποια στιγμή γύρω στις 23.30 λογομαχήσαμε για μια ασήμαντη αφορμή και συγκεκριμένα γιατί εγώ κοίταζα το κινητό μου και ο σύζυγός μου δεν ξέρω τι θεώρησε, πάντως μου έκανε σκηνή ζηλοτυπίας» κατέθεσε στην ανακρίτρια η δικηγόρος και συνεχίζοντας περιέγραψε:
«Η αλήθεια είναι ότι εγώ μιλούσα με την αδερφή μου στην οποία είχα αφήσει το παιδί μου για να βγούμε και η οποία μου έστελνε βιντεάκια με τη μικρή μου. Μου ζήτησε επιτακτικά να φύγουμε αλλιώς θα έκανε φασαρία μέσα στο μαγαζί. Εγώ επειδή τον είδα σε κατάσταση άνευ λόγου έξαλλο τον ακολούθησα και φύγαμε για να μην εκτεθούμε μπροστά σε φίλους μας και στον υπόλοιπο κόσμο. Μόλις έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο άρχισε να με βρίζει και μου έριξε την πρώτη μπουνιά. Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο έχοντας τα χέρια του σε γροθιά. Σημειωτέον ότι όλη αυτή την ώρα μου είχε πάρει το κινητό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο αίματα και τα κατάπινα και ένιωθα ότι πνίγομαι».
Στη συνέχεια της κατάθεσής της η 37χρονη δικηγόρος περιέγραψε στην ανακρίτρια: «Κάποια στιγμή ένιωθα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Προφανώς με είδε σε αυτή την κατάσταση και σταμάτησε. Τον παρακαλούσα να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να μου δώσει το κινητό μου προκειμένου να ειδοποιήσω την αδερφή μου ή κάποιον δικό μου. Ο ίδιος δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα από όλα αυτά παρότι του έλεγα ότι θα πεθάνω γιατί αιμορραγούσα πάρα πολύ! Ακόμα και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίματα. Με οδήγησε στο σπίτι. Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο προκειμένου να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου. Μπήκαμε μαζί στην είσοδο της Ευρωκλινικής. Είπα ότι θέλω να με δει γιατρός στα επείγοντα επειδή έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Με πήρε κατευθείαν ο γιατρός στο εξεταστήριο μόνη μου και δεν επέτρεψε στον σύζυγό μου να μπει. Μαζί ήρθε και μια νοσοκόμα. Μόλις με πλησίασε η νοσοκόμα της είπα αμέσως ότι με έχει χτυπήσει ο άνδρας μου. Ότι φοβάμαι και τον ίδιο και το είπα και στον γιατρό. Μου είπαν ότι θα ειδοποιήσουν την αστυνομία… Όπως πράγματι και έγινε … Μου παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. (…) Σημειωτέον ότι αμέσως μόλις είπα στον γιατρό τι είχε συμβεί έβγαλε φωτογραφίες με το κινητό του. Όταν έφτασε η αστυνομία ο σύζυγός μου έδωσε το κινητό μου στον γιατρό ο οποίος μου το έδωσε και έτσι έβγαλα φωτογραφίες με το δικό μου κινητό τις οποίες θα τυπώσω και θα σας τις προσκομίσω. Ο αστυνομικός επέμενε ότι έπρεπε να δώσω κατάθεση εκείνη τη στιγμή. Του είπα να γράψει ότι έπεσα από τις σκάλες και να μου δώσουν κουμπί πανικού έτσι ώστε οι αστυνομικοί να αντιληφθούν τι είχε συμβεί και όχι ο άνδρας μου».