Δεκτό κατά πλειοψηφία έγινε από την αρμόδια Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας, με το οποίο κυρώνεται η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών, σχετικά με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην ευρωπαϊκή Περιφέρεια. Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι τοποθετηθείται μεν αρνητικά αλλά επιφυλάσσεται για την Ολομέλεια, καταψήφισε το ΚΚΕ και η Νίκη, ενώ όλα τα υπόλοιπα κόμματα επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια.
Η υφυπουργός Παιδείας, Ιωάννα Λυτρίβη, τόνισε ότι η κυβέρνηση ενισχύει το δημόσιο πανεπιστήμιο, στη λογική της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης, αυτό όμως που αυτή τη στιγμή πετυχαίνουμε παραπάνω με την κύρωση της Σύμβασης είναι ότι ανοιγόμαστε και στο διεθνές περιβάλλον. Ξεκαθάρισε ότι με την κύρωση της Σύμβασης της Λισαβόνας, δεν αλλάζει τίποτα στο Εθνικό Σύστημα Αναγνώρισης, προσέθεσε πως και το ΔΟΑΤΑΠ και το ΑΤΕΕΝ συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους όπως την έκαναν, διευκρίνισε ότι τα Κολέγια είναι εκτός ρυθμιστικού πλαισίου της Σύμβασης, και διέψευσε με κατηγορηματικό τρόπο τις αιτιάσεις ότι αναγνωρίζονται ΙΕΚ και Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας, Χρήστος Καπετάνος, τόνισε ότι η Σύμβαση της Λισσαβόνας για την αναγνώριση είναι μια διεθνής σύμβαση, που αναπτύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνεργασία με την UNESCO, αναφέρεται στην Ανώτατη Εκπαίδευση σε όλον τον ευρωπαϊκό χώρο, υιοθετήθηκε από εθνικούς εκπροσώπους στη Λισσαβόνα, τον Απρίλιο του 1997 και τέθηκε σε ισχύ το 1999 και αποτελεί το θεσμικό νομικό εργαλείο για την αναγνώριση ακαδημαϊκών προσόντων στην ευρωπαϊκή περιοχή της UNESCO. Μέχρι σήμερα, τα 45 από τα 46 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν, με 45η και τελευταία χώρα που προσχώρησε το Μάρτιο του 2023 να αποτελεί το Μονακό, όπου δεν υπάρχουν καν Πανεπιστήμια. Η Ελλάδα παραμένει μέχρι σήμερα, η μοναδική χώρα από τις 46 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία δεν έχει προσχωρήσει ακόμη, παρ’ όλες τις συνέπειες που έχει αυτό για τη χώρα, η οποία μάλιστα κατέχει εξέχουσα θέση στην ακαδημαϊκή και επιστημονική ευρωπαϊκή κοινότητα, ενώ στη Σύμβαση έχουν προσχωρήσει ακόμη 12 χώρες, που δεν είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και οι ΗΠΑ επίσης έχουν υπογράψει τη Σύμβαση αλλά δεν έχουν προσχωρήσει ακόμη σε αυτήν.
Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα και τον χαρακτήρα αυτής της Σύμβασης, της οποίας βασικός σκοπός είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της αναγνώρισης ακαδημαϊκών προσόντων, μεταξύ των κρατών-μελών, ενισχύοντας και διευκολύνοντας την κινητικότητα των νέων για συνέχιση των σπουδών τους σε άλλη χώρα-μέλος.
Αναφέρθηκε στα οφέλη της συνθήκης της Λισαβόνας, μεταξύ των οποίων: η προώθηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια, η προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης, της ειρήνης, της ανεκτικότητας, της δημιουργίας αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των λαών και των εθνών, η προώθηση της ακαδημαϊκής κινητικότητας, η διεθνοποίηση των πανεπιστημίων μας κι ακόμη οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά οφέλη λόγω του ότι θα καταστεί η χώρα μας ως ένας από τους κύριους προορισμούς για τους διεθνώς μετακινούμενους φοιτητές. Το μεγαλύτερο όμως όφελος για την Ελλάδα – όπως είπε ο εισηγητής της πλειοψηφίας – είναι ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών ΑΕΙ, θα μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε οποιαδήποτε χώρα συμμετέχοντας στη διαδικασία της αυτόματης αναγνώρισης, που η συνθήκη της Λισαβόνας προωθεί με τη σύσταση του, από το 2018, Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης ΕΧΑΕ, που συμφωνήθηκε στη Ρώμη το 2020 και το στήριξε και η Ελλάδα ως ιδρυτικό μέλος.
Ο κ. Καπετάνος σημείωσε ότι η καθυστέρηση αυτή της Ελλάδας στην υπογραφή της συνθήκης της Λισαβόνας και την προσχώρηση σε αυτήν δημιουργεί μόνο κωλύματα προσδίδοντας στη χώρα μας το χαρακτηριστικό της δύσκολα προσβάσιμης για την εξέλιξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, φέρνοντας πολλές φορές τους εκπροσώπους μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα σε δύσκολη θέση. Ωστόσο εξήγησε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε περιορισμούς που είχε υιοθετήσει στο θεσμικό πλαίσιο ακαδημαϊκής αναγνώρισης με το νόμο 3328 του 2005, που βρισκόταν σε αντίθεση με βασικές αρχές της Σύμβασης. Με το νόμο 4957 του 2022, που ψήφισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και επέφερε τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών του ΔΟΑΤΑΠ ξεπεράστηκαν πολλά από τα εμπόδια με κύρια αλλαγή την υιοθέτηση της έννοιας των ουσιωδών διαφορών, όπως ορίζεται στη σύμβαση της Λισσαβόνας, αλλά και επιμέρους λεπτομερειών όπως παραδείγματος χάρη, η απαίτηση που υπήρχε να έχει σπουδάσει κάποιος τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια στο Ίδρυμα Απονομής του Καταλυτικού Τίτλου. Η τελευταία εκκρεμότητα που υπήρχε η δυνατότητα αναγνώρισης περιόδων σπουδών ρυθμίστηκε με το νόμο για τα παραρτήματα αλλοδαπών ΑΕΙ.
Οι αντιδράσεις των κομμάτων
Η εισηγήτρια της μειοψηφίας, Ράνια Θρασκιά, είπε ότι με την Σύμβαση αυτή δίδεται διεθνής νομιμοποίηση στην καταπάτηση του άρθρου 16 του Συντάγματός μας και αναρωτήθηκε αν τελικά όλα αυτά μπαίνουν στη λογική της αγοράς και σε εύλογο χρονικό διάστημα και τα δημόσια πανεπιστήμια με δίδακτρα ή ότι άλλο μπορεί αυτό να σημαίνει. Έθεσε επίσης τα ερωτήματα: Τι κάνουμε με την υπονόμευση της αξίας του πανεπιστημίου; Της ποιότητας της εκπαίδευσης; Τι γίνεται με τη διαφοροποίηση της ανώτατης και της ανώτερης σχολής στην Ελλάδα; Είναι απλά ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα της κυβέρνησης ενάντια στο άρθρο 16 για να καθησυχαστούν και οι πιθανοί επενδυτές που θέλουν να έρθουν στη χώρα μας και να δημιουργήσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια ή τα κολέγια να ανωτατοποιηθούν μέσω αυτής της κύρωσης; Ποιες δικλείδες ασφαλείας βάζετε στη διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών; Ποιοι είναι οι λόγοι της επιφύλαξης σε σχέση με τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές και όχι, σε αυτό σε σχέση με την ποιότητα των σπουδών; Γιατί δεν διαλέγει η κυβέρνησή να επιφυλαχθεί σε σχέση με το άρθρο 4, στην παράγραφο 5, που στην πραγματικότητα ανοίγει ένα παραθυράκι για την εισαγωγή σε ελληνικά ΑΕΙ μαθητών που δεν έχουν περάσει από τις εισαγωγικές πανελλήνιες εξετάσεις; Δηλαδή, για την ίδια σχολή, το ίδιο κτίριο, το ίδιο πτυχίο, τα παιδιά από την Ελλάδα να πηγαίνουν με πανελλήνιες εξετάσεις και το βάσανο αυτό και ότι σημαίνει για την ελληνική οικογένεια και τους ίδιους και παιδιά που θα έρχονται από άλλες χώρες που υπάρχουν μέσα στη Συνθήκη να μπαίνουν χωρίς πανελλήνιες εξετάσεις; Γιατί, εδώ δεν έχουμε επιφύλαξη; Πώς εξισώνετε τις τριετείς σπουδές με τις τετραετείς και τις πενταετείς σπουδές;
Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, Στέφανος Παραστατίδης, ανέφερε ότι μπορεί να αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο της προσπάθειας αυτής, η δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος αναγνώρισης και ο διεθνής συντονισμός των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης και πιστοποίησης προσόντων, το πώς όμως αυτά οργανώνονται, αποτελεί εθνική υπόθεση που ανήκει στο σκληρό πυρήνα των κρατικών εξουσιών. “Δεν επιβάλλει η Σύμβαση της Λισαβόνας ούτε το πώς και πόσο θα χρηματοδοτήσουμε τα πανεπιστήμια μας, πώς θα τα στελεχώσουμε, πώς και πόσα θα ιδρύσουμε και πώς θα τα αξιολογήσουμε” ανάφερε κι επισήμανε ότι το ΠΑΣΟΚ, επιχείρησε να αναδείξει ακριβώς αυτή την ιδιαιτερότητα, προτείνοντας ένα μοντέλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που έρχεται σε αντίθεση με την προσπάθεια μεταφύτευσης ενός μοντέλου όπως αυτού των παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που πολύ μικρή σχέση έχει με το χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά και τις επιθυμητές προδιαγραφές ποιότητας μιας καλά ρυθμισμένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προσέθεσε ότι αυτή η προσπάθεια έγινε κόντρα σε μια λογική που δυστυχώς για ακόμη μια φορά επικράτησε στο δημόσιο διάλογο εντός και εκτός του Κοινοβουλίου και ξεκαθάρισε ότι αυτή την προσπάθεια, θα συνεχίσει το κόμμα του και δήλωσε επιφύλαξη για την Ολομέλεια.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Αφροδίτη Κτενά, υπογράμμισε ότι η Σύμβαση έρχεται στη Βουλή τώρα που πλέον στην αγορά μπαίνουν και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ως παραρτήματα ξένων, επισήμανε ότι δεν μένουν έξω από τη συζήτηση τα εκκρεμή επαγγελματικά δικαιώματα μιας σειράς τμημάτων δημόσιων πανεπιστημίων, αφού σύμφωνα με τη σύμβαση εξάλλου η αναγνώριση ενός προσόντος ανώτατης εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Γι’ αυτό, αναρωτήθηκε για ποιον λόγο, η βιασύνη με την υπογραφή της, όταν ακόμα δεν έχει τακτοποιηθεί το εσωτερικό μπάχαλο με τα επαγγελματικά δικαιώματα που όλες οι κυβερνήσεις δημιούργησαν όλα τα χρόνια.
“Είναι παιδιά κατώτερου θεού όσες και όσοι έχουν πτυχία από δημόσια πανεπιστήμια και πρώην ΤΕΙ, αλλά με τις παρελκυστικές τακτικές όλων σας, την κοροϊδία τόσων χρόνων, το εμπόριο ελπίδων όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα, δεν έχουν ακόμα αυτά τα προσόντα επαγγελματική αναγνώριση; Τι λέτε σε όλους αυτούς και στις οικογένειές τους, ότι κακώς πέτυχαν και τέλειωσαν Δημόσιο Πανεπιστήμιο; Ας πλήρωναν να αγοράσουν ένα πτυχίο από κάποιο μαγαζί; Πώς εννοείται η επιφύλαξη ως προς τη μη εφαρμογή του άρθρου 6.3 της σύμβασης που αφορά τις συνέπειες αναγνώρισης των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως προς την πρόσβαση σε περαιτέρω σπουδές υγείας εκπαίδευσης, στη κτήση ακαδημαϊκού τίτλου και στη διευκόλυνση πρόσβασης στην αγορά εργασίας;” έθεσε τα ερωτήματα η κα Κτενά. Καταλήγοντας δε, επισήμανε ότι αυτή η συμφωνία αφορά όλη την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο την ακαδημαϊκή κοινότητα.