Τα πρώτα λεπτά της επικοινωνίας με τον Σπύρο Γεωργίου, εκπρόσωπο Τύπου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, ανήμερα της φωτιάς που ξέσπασε στο Τατόι, την Τρίτη 3/8, περιελάμβαναν αρκετή αμηχανία. Στην επισήμανση πως είμαστε χώρα που έχουμε κατά μέσο όρο 80 φωτιές κάθε καλοκαίρι, μου εξήγησε ότι “δεν έχουμε μόνο εμείς πυρκαγιές. Εξαιτίας της κλιματικής καίγονται στην Αυστραλία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Τουρκία”. Επανήλθα με το ναι, αλλά εδώ κάθε χρόνο, με εκνευριστική συνέπεια, έχουμε φωτιές εδώ και δεκαετίες. “Ναι, αλλά δεν βλέπετε τι γίνεται και στο εξωτερικό;”.
Για κάποια δευτερόλεπτα ακόμα συνεχίσαμε στο ίδιο tempo, πριν μου πει “φέτος είναι από τα πιο δύσκολα και άνυδρα καλοκαίρια. Δεν έχει βρέξει από το Μάιο και έκτοτε έχει κάνει τουλάχιστον τρεις καύσωνες, με αποκορύφωμα τον τελευταίο που ήταν παρατεταμένος”.
Η επόμενη απορία ήταν αυτή που εκφράστηκε από πλήθος κόσμου, εκείνη τη μέρα: πώς γίνεται να ξεφύγει κάτι που φαίνεται πλήρως ελεγχόμενο. “Έγιναν εκρήξεις από μετασχηματιστές που δημιούργησαν εστίες και κηλιδώσεις από τη φωτιά”. Αυτό σημαίνει πως αναπτύσσονται αλλού μικρές εστίες, εκεί όπου έχει μεταφερθεί η θερμότητα “με ένα καμένο αντικείμενο που έχει πεταχτεί (κουκουνάρι, πευκοβελόνα, ένα πουλί που έχει καεί) λόγω ριπής ανέμου”. Οι ριπές ανέμου δημιουργούνται αφού φουντώσει η φωτιά και οφείλονται στη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ της φωτιάς και αυτής της ατμόσφαιρας. Όταν υπάρχει και αέρας προστίθενται οι στρόβιλοι: ο αέρας κινείται απότομα και η φωτιά ανατροφοδοτείται.
“Σε πυκνό δάσος δημιουργείται πυροθερμικό φορτίο. Η ένταση της δύναμης της φωτιάς (θερμότητα) είναι πολύ μεγάλη. Από αναφορές ανθρώπων που επιχειρούσαν με εναέρια μέσα, ξέρουμε πως το νερό που έριχναν τα ελικόπτερα, εξατμιζόταν πριν φτάσει στο στόχο του”. Η ανταπόκριση ωστόσο, ήταν άμεση; “Ναι, ήταν. Κατ’ αρχάς έσπευσαν οι επίγειες και παράλληλα δόθηκε η εντολή να σηκωθούν εναέρια -που έχουν 20λεπτη ετοιμότητα. Στην αρχή μετέβη ελικόπτερο και μετά δυο τράκτορες”, που είναι τύπος αεροσκάφους πυρόσβεσης.
Κάτοικος της περιοχής κατήγγειλε στο NEWS 24/7 πως η μεγαλύτερη δύναμη του πυροσβεστικού σώματος είχε πάει στο αεροδρόμιο του Τατοΐου, όπου υπάρχουν καύσιμα, προκειμένου “να μη γίνει Χιροσίμα, όπως μου είπε χαρακτηριστικά πυροσβέστης” δήλωσε για την ακρίβεια η Μιμή Φακή. Ο κύριος Γεωργίου διέψευσε, λέγοντας πως “έγινε διασπορά δυνάμεων, γιατί υπήρχαν σε πολλά σημεία φωτιά που ήταν σε εξέλιξη. Υπήρχαν πολλά ενεργά μέτωπα. Από το κέντρο επιχειρήσεων βλέπουμε πώς κατανέμονται όλες οι δυνάμεις και πώς επιχειρούν. Το ηλεκτρονικό σύστημα που διαθέτουμε μας επιτρέπουμε να παρακολουθούμε όσα γίνονται, σε πραγματικό χρόνο”. Άρα δεν πήγε κάτι λάθος: “Πυρκαγιές θα εκδηλώνονται κάποιες φορές και λόγω της ξηρασίας που έχει ως συνέπεια τη μηδενική υγρασία, η οποία κάνει δύσκολη την εξέλιξη και δυσκολεύουν τις προσπάθειες αντιμετώπισης”.
Πάμε τώρα, και σε όσα είχαν να πουν άνθρωποι που μένουν στην περιοχή, όπου βρεθήκαμε με τη φωτογράφο της 24Media, Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson, την Πέμπτη 5/8, στην αναζωπύρωση. Για την ακρίβεια, την είδαμε να συμβαίνει στις 2 το μεσημέρι. Όπως είδαμε περιπολικά και πυροσβεστική που ήταν στο σημείο να ανάβουν τις σειρήνες και να κατευθύνονται στο σημείο, με μεγάλες ταχύτητες. Λίγα λεπτά αργότερα, σηκώθηκε και το πρώτο Canadair.
“Δεν αντέχεται αυτό που βλέπουμε και ζούμε”
Η Μιμή Φακή μένει στη Λυκόβρυση. “Μας χωρίζει η εθνική οδός από το ρέμα της Χελιδονούς, όπου ξέσπασε η φωτιά. Φοβόμασταν πως θα γίνει ό,τι και στο Μάτι, όπου η φωτιά είχε περάσει το δρόμο. Αν γινόταν αυτό, θα καίγονταν η Ερυθραία, η Λυκόβρυση, η Κηφισιά. Τα πάντα”. Δεν έγινε, γιατί δεν φυσούσε. “Τα κινητά μας έδειχναν πως είχε 2 μποφόρ. Βέβαια, οι κυβερνώντες αρχικά τα διέψευσαν, λέγοντας πως είχε περισσότερα. Έκαναν λόγο για 6 μποφόρ. Το επιτελικό κράτος μας κορόιδευε ενώ εμείς καιγόμασταν”. Στις 13.30 ήταν που ξεκίνησε αυτό που εξελίχθηκε σε πυρκαγιά. “Για ώρα δεν ακούσαμε ούτε ένα εναέριο μέσο. Πέρασαν δυο ώρες, έως ότου επιχειρήσει το ρωσικό που έκανε μια γερή ρίψη και έφυγε. Μετά επιχειρούσε ελικόπτερο. Τα δυο πρώτα Canadair τα είδαμε στις 19.00, μαζί με ένα Σινούκ που πέρασε πάνω από τα σπίτια μας, στις 19.15. Ξέρω την ώρα γιατί ήμασταν έξω και παρακολουθούσαμε όσα γίνονταν, ώστε να καταλήξουμε στο πώς θα αντιδράσουμε”.
Όπως εξηγούν οι έχοντες γνώση, πριν γίνει εκκένωση δεν γίνονται ρίψεις μεγάλων ποσοτήτων νερού, καθώς υπάρχει κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων που βρίσκονται εκεί. “Από τα πρώτα λεπτά ακούστηκαν πολλές εκρήξεις” συνεχίζει η κυρία Φακή, “επικοινώνησα με φίλους που ζουν στις Αδάμες, όπου έμενα για χρόνια. Είδα στις ειδήσεις να λένε πως οι Αδάμες είναι πυκνοκατοικημένες και υπήρχε πρόβλημα στην πρόσβαση των πυροσβεστικών οχημάτων. Αυτό είναι ψέμα. Οι δρόμοι είναι τεράστιοι, ενώ τα σπίτια έχουν απόσταση μεταξύ τους. Δεν υπάρχει πυκνοκατοικημένη περιοχή στις Αδάμες. Όλοι όσοι επικοινώνησα, μου είπαν πως είδαν μόνο μια υδροφόρα να επεμβαίνει αρχικά και ό,τι έκαναν οι κάτοικοι, με λάστιχα και κουβάδες -μέχρι να κοπεί το νερό, κάτι που έγινε στις 20.00. Τότε σταμάτησαν να επιχειρούν και τα εναέρια μέσα- όσα επιχειρούσαν”.
Στο μεσοδιάστημα “στην εθνική οδό ήταν ελάχιστα πυροσβεστικά, για να ανακόψουν την πορεία της φωτιάς απέναντι -αν τυχόν η φωτιά έφτανε εκεί. Οι πυροσβέστες μας είπαν πως ο κύριος όγκος ήταν στο αεροδρόμιο, ώστε να μη φτάσει η πυρκαγιά στις αποθήκες με τα καύσιμα και γίνει Χιροσίμα -αυτό ακριβώς μας έλεγαν”.
Το κύριο μέλημα είναι η πρόσληψη κληρικών και αστυνομικών. Όχι πυροσβεστών
Από εκείνη την ημέρα έως σήμερα έχουν ξεσπάσει δεκάδες άλλες δασικές πυρκαγιές. “Δεν αντέχετε αυτό που βλέπουμε και ζούμε. Βρέχει στάχτη. Είναι σαν να χιονίζει. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Βέβαια, ζούμε. Από τύχη, αλλά ζούμε. Σε κάθε περίπτωση, η φωτιά έδειχνε ελεγχόμενη όταν ξεκίνησε και παρ’ όλα αυτά έγινε η καταστροφή. Η εικόνα που έχουμε είναι ότι ξεκίνησε στην περιοχή πίσω από το αεροδρόμιο -στο Τατόι. Αυτό που έκανε εντύπωση ήταν πως ακούγαμε συνεχείς εκρήξεις για ώρες. Οι πυροσβέστες μας έλεγαν πως ήταν από τα σπίτια και τους πυλώνες της ΔΕΗ που έσπασαν και κρέμονταν. Η ΔΕΔΗΕ εμφανίστηκε το πρωί της Πέμπτης 7/8 για να τις κόψει και να προβεί σε αντικατάσταση. “Ενώ οι υπεύθυνοι της κυβέρνησης έλεγαν πως είχε τεθεί υπό έλεγχο, εμείς ξέραμε πως υπάρχει αναζωπύρωση”.
Η κυρία Φακή πήρε το γιο της και κατευθύνθηκαν προς την Αθήνα. “Δεν αισθάνομαι ασφάλεια να γυρίσω ακόμα. Σου λέω με βεβαιότητα ότι αν είχε 5 -όχι 9- μποφόρ, θα είχαμε καεί, από μια φωτιά που εκδηλώθηκε σε πεδιάδα και μπορούσε να ελεγχθεί από το πρώτο μισάωρο”. Γιατί δεν έγινε αυτό; “Επειδή το κύριο μέλημα είναι να προσλάβουν κληρικούς και αστυνομικούς. Όχι πυροσβέστες. Ή να αγοράσει η Ελλάδα πυροσβεστικά οχήματα και αεροσκάφη κατάσβεσης”.
Η -δημοσιογράφος- Ρούλα Μάντη επίσης, βρισκόταν στη Βαρυμπόμπη όταν άρχισε το κακό, την Τρίτη 3/8. “Αντιληφθήκαμε αμέσως πως ξέσπασε φωτιά. Τα Βασιλικά Κτήματα είναι σε απόσταση 300 μέτρων από το σπίτι μου. Καθόμασταν στο μπαλκόνι, στις 13.15, όταν ακούσαμε μια έκρηξη και γείτονες έφυγαν για να πάνε να δουν τι συμβαίνει. Δυο λεπτά μετά ήταν πάλι πίσω. Μας είπαν πως είχε πιάσει φωτιά. Καλέσαμε την πυροσβεστική.
Ο καπνός ήταν ήδη μαύρος και έντονος. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε φουντώσει πάρα πολύ. Πήραμε τα σκυλιά μας και τα άκρως απαραίτητα και φύγαμε. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες από τα πυροσβεστικά οχήματα. Ακολούθησε η αστυνομία που ζητούσε από τον κόσμο να εκκενώσει. Το ελικόπτερο ήλθε μιάμιση ώρα μετά. Εικάζω πως αν είχε έλθει νωρίτερα, όταν η φωτιά ήταν πολύ μικρή, δεν θα γινόταν ό,τι έγινε. Μετά τα όσα έγιναν στο Μάτι, τους ενδιέφερε να μην καούν άνθρωποι. Μάθαμε πως αρκετοί αρνούνταν να φύγουν από τα σπίτια τους. Εμείς ‘χάσαμε’ την επιχείρηση που διατηρούμε στην κεντρική πλατεία της Βαρυμπόμπης, όπου δεν υπήρχε καν πυροσβεστικό όχημα τις πρώτες ώρες. Εν τω μεταξύ, ανήμερα της φωτιάς έγινε πλιάτσικο στα σπίτια. Πριν λίγη ώρα μιλούσα με την ασφάλεια. Με κάλεσαν για να τους πω τι είδα και τι είχα καταγράψει.
Υπήρχε αστυνομία μέσα στα κτήματα, όταν ξεκίνησε η φωτιά. Μάθαμε πως σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και κατέβασε βιαίως τους δυο επιβάτες. Έκτοτε δεν ακούσαμε κάτι άλλο σχετικό”.
Ο Γιώργος Αλεξάκης, οικονομικός συντάκτης του NEWS 24/7, επίσης κάτοικος της περιοχής, σχολίασε πως “αρχικά άλλοι έλεγαν πως η φωτιά άρχισε στις 12.30, άλλοι στις 13.00 και άλλοι στις 13.20. Στις 14.00 φάνηκαν τα πρώτα εναέρια μέσα και στις 15.00 ξέφυγε” για τους λόγους που έχουν ήδη επισημανθεί. “Η ΔΕΔΗΕ διαψεύδει πως όλα άρχισαν από σοβαρή βλάβη ή μετασχηματιστές που εξερράγησαν.
Επισήμανε πως η φωτιά ξέσπασε ένα χιλιόμετρο από το πιο κοντινό δίκτυο, μέσα στο δάσος”. Ο Γιώργος λέει πως ένα από τα πράγματα που δυσχεραίνουν την καταπολέμηση όσων ζει η Ελλάδα κάθε καλοκαίρι “είναι η δυσκολία στο να στοιχειοθετηθεί δικογραφία εναντίον των υπευθύνων/υπαιτίων. Για να γίνει σύλληψη, πρέπει να εντοπιστεί ο εγκληματίας, με τον αναπτήρα στο χέρι, να τον έχεις μόλις ανάψει πάνω σε εύφλεκτη ύλη”. Αν δηλαδή, δείτε κάποιον να περνά δίπλα από θάμνο που μόλις έχει πάρει φωτιά, χωρίς να υπάρχει άλλος άνθρωπος εκεί κοντά, δεν μπορείτε να κάνετε το παραμικρό.
“Το θέμα είναι να μάθουμε -για κάθε περίπτωση- πότε και ποια ήταν η αντίδραση. Γιατί, ενώ βλέπαμε τη φωτιά, έγινε υπερέκταση παντού. Μιλάμε για μια από τις καλύτερα φυλασσόμενες δασικές περιοχές της χώρας -με παρατηρητήριο και φυλάκια. Πότε δόθηκε σήμα για επέμβαση. Ένα άλλο ζήτημα είναι οι δασικοί δρόμοι. Είχε γίνει η σωστή προετοιμασία; Ήταν αρκετοί; Προφανώς υπάρχουν ευθύνες, όπως οι φερτές ύλες ή ότι πρόκειται για ένα τεράστιο δάσος -ή καλύτερο επρόκειτο- για να ελεγχθεί από την τοπική αυτοδιοίκηση. Άργησε όντως, η εκκένωση γιατί ήταν βέβαιοι πως ελέγχουν αυτό που γίνεται;”. Καταλήγοντας, ο άνθρωπος του NEWS 24/7 λέει πως “και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, έχουμε τους πολιτικούς να τσακώνονται για το αν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν θύματα, ενώ έχει καταστραφεί ένας από τους λίγους πνεύμονες πρασίνου της Αττικής, στην οποία είχαν εύκολη πρόσβαση όλοι (ένα πράσινο χαλί, που λειτουργούσε σαν φυσικό air condition) και χάθηκαν ζωές που δεν ήταν ανθρώπινες, αλλά ήταν ζωές. Πρέπει να μάθουμε πότε προέκυψε η πρώτη αντίδραση και γιατί ξέφυγε”.
Η Χρυσάνθη Μπισμπίκη ζει στις Αδάνες (“από απέναντι, στα 250 μέτρα προς Τατόι, ξεκίνησαν όλα στις 13.30 -τότε είδα τον καπνό”). Γύρω από το σπίτι της κάηκαν όλα. Το σπίτι δεν έπαθε τίποτα. Ευχαριστεί τη σπιτονοικοκυρά της για αυτό. “Πληρώνει κάθε δυο μήνες άνθρωπο για να καθαρίζει τις πευκοβελόνες. Επίσης, τακτοποιεί τα ξερά κλαδιά που άλλοι παρατούν στους δρόμους -μακριά από το σπίτι τους να είναι και όπου είναι. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα της φωτιάς, βγήκαμε με τα λάστιχα και βρέξαμε τα πάντα -έχουμε γεώτρηση. Κάναμε μούσκεμα όλα τα πεύκα, τους ευκαλύπτους απέναντι, αδειάσαμε την μπουκάλα υγραερίου που έχουμε για τη ψησταριά (άλλοι τις παράτησαν μέσα στο δρόμο), μαζέψαμε καρέκλες και ό,τι άλλο εύφλεκτο είχαμε μπροστά. Κάναμε κάποια βασικά πράγματα. Εν τω μεταξύ, και το ελικόπτερο έριξε νερό πάνω από το κτίριο”.
Όταν εκκένωσαν “βλέπαμε από τις κάμερες πως αστυνομικοί είχαν πάρει τα λάστιχα και έβρεχαν τα πάντα γύρω από την οικοδομή. Εκείνοι μας έσωσαν. Δεν υπήρχε πυροσβεστική εδώ -ήταν εκεί όπου υπήρχε πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος”. Αναγνωρίζει πως πέραν της προετοιμασίας “έπαιξε ρόλο και η τύχη. Αν πεταγόταν ένα κουκουνάρι, θα ήταν αρκετό να καταστρέψει τα πάντα”. Τονίζει ότι “έχουμε ευθύνη οι πολίτες, να κάνουμε όσα χρειάζονται για να προστατεύουμε τις περιουσίες, αλλά και την κοινότητα μας” καταλήγοντας στο “αυτό είναι κάτι που δεν κάνει ο μέσος Έλληνας”.
“Να βλέπεις στο οικόπεδο απέναντι; Ήταν γεμάτο ξερόκλαδα και ξερόχορτα. Εγώ πήρα στο Δήμο να έλθει να τα καθαρίσει -κάτι που έγινε μια εβδομάδα μετά, αλλά έγινε. Ο ιδιοκτήτης του χώρου απλά δεν νοιάζεται”. Παρεμπιπτόντως, στα Βασιλικά Ανάκτορα στο Τατόι γίνεται η τακτική φροντίδα που απαιτεί ο χώρος για να σωθεί σε παν ενδεχόμενο. Δεν ξέρουμε αν ξέρετε, αλλά από το 2003 -μετά το τέλος της δικαστικής διαμάχης Ελληνικού Δημοσίου και Κωνσταντίνου για τη ‘βασιλική περιουσία’, είναι κυριότητας του ελληνικού δημοσίου.
Η κυρία Μπισμπίκη, μητέρα ενός γλυκύτατου μωρού (του Διονύση) παρακολουθούσε τις εξελίξεις από το σπίτι έως τις 15.00 όταν εμφανίστηκε ο σύζυγος της “βάλαμε σε μια βαλίτσα τα είδη πρώτης ανάγκης, πήραμε το παιδί και το γάτο και φύγαμε”. Έβλεπε από την τηλεόραση και videos όσων δεν εγκατέλειψαν αμέσως όσα γίνονταν. “Η φωτιά έκαιγε ένα τρίωρο πριν φτάσει στη Βαρυμπόμπη”. Λέει επίσης, στο ξέσπασμα της φωτιάς εμφανίστηκαν τέσσερα ελικόπτερα. “Μετά έμαθα πως το νερό δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, γιατί εξατμιζόταν από τη διαφορά στη θερμοκρασία. Στα πρώτα λεπτά έγιναν και 2-3 δυνατές εκρήξεις -μάλλον από το ρετσίνι του πεύκου που αρπάζει αμέσως. Στο σημείο από όπου ξεκίνησαν όλα υπάρχει φυλάκιο και πυροσβέστες 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Άκουσα από πολύ νωρίς τις σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων”. Από τον Δήμο Κηφισιάς δεν υπήρχε αντίδραση. “Κάποια στιγμή είδαμε μια υδροφόρα”.
Τι πιστεύει πως έγινε και κάτι που φαινόταν απλό, έγινε τόσο σύνθετο; “Δεν είμαι ειδήμων και δεν θέλω να μπω σε θεωρίες συνωμοσίας. Από ό,τι είδα όμως και από όσα ξέρω (είμαι από το Καρπενήσι όπου έχουμε πλούσια βλάστηση), πιστεύω πως φταίνε τα πεύκα. Αν με ρωτάς, θα σου πω ότι ένιωσα ασφάλεια βλέποντας τα ελικόπτερα και την αστυνομία και ακούγοντας τις σειρήνες της πυροσβεστικής”. Εκείνο το βράδυ η φωτιά έκαιγε όλο το βράδυ “και η αστυνομία ήταν στη γωνία, όλο το βράδυ”. Για τις ημέρες που ακολούθησαν -έως την αναζωπύρωση- υπήρχε παντού πυροσβεστική και αστυνομία. Που άναψε πάλι τις σειρήνες και έτρεχε να σώσει ό,τι μπορούσε την Πέμπτη 5/8, πριν ξεσπάσουν άλλες δεκάδες πυρκαγιές.
ΠΗΓΗ : in