Ο Αλέξανδρος Εξάρχου, εταίρος της Thrivest μαζί με τους Δημήτρη Μπάκο και Γιάννη Καϋμενάκη, παραχώρησε συνέντευξη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» και εξήγησε πώς ελήφθη η απόφαση εισόδου στον τραπεζικό τομέα. Ταυτόχρονα, απέρριψε τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης περί «σκανδάλου». «Σκάνδαλο θα ήταν να “σκάσει” τράπεζα και να χάσει ο κόσμος τις καταθέσεις του εν έτει 2024, κάτι που ήταν ένας κίνδυνος υπαρκτός και ρεαλιστικός», υπογράμμισε ο κ. Εξάρχου, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία Thrivest – TΧΣ απολύτως εξισορροπημένη.
“Πριν από την κρίση, υπήρχαν στην Ελλάδα ακόμη 20 μεγαλύτερες ή μικρότερες τράπεζες. Μετά την κρίση, απέμειναν 4 συστημικές τράπεζες, χτυπημένες από την ύφεση, με το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τους να είναι αναβαλλόμενος φόρος. Βλέπαμε ότι δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της ευρωζώνης με 4 τράπεζες, οι οποίες έχουν και συστημικές δομές – όπως τον έλεγχο από τον SSM, συνεπεία της κρίσης. Είναι αδύνατον να αναπτυχθεί οποιαδήποτε οικονομία χωρίς τράπεζες”, τόνισε.
“Ακόμη και χώρες που έζησαν μεγάλες κρίσεις, έχουν σήμερα μεγάλο αριθμό τραπεζών. Η Γαλλία και η Ιταλία έχουν τριψήφιο αριθμό τραπεζικών ιδρυμάτων, ενώ στην Ισπανία λειτουργούν σχεδόν 50 και στην Πορτογαλία 25”, συνέχισε.
“Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επιλέξαμε να εμπλακούμε στο εγχείρημα του 5ου πυλώνα: Οτι η δημιουργία μιας νέας τράπεζας θα ήταν μονόδρομος για μία οικονομία που αναπτύσσεται δυναμικά, καθώς οι υφιστάμενες τράπεζες ούτε μπορούσαν ούτε μπορούν να καλύψουν την ανάγκη αυτή. Ετσι, το περιβάλλον ήταν τέτοιο που δημιουργούσε τη βεβαιότητα ότι υπήρχε χώρος ανάπτυξης, ενώ ήταν προφανές ότι οι ΜμΕ δύσκολα είχαν πρόσβαση στις συστημικές τράπεζες και χρειάζονταν μία μη συστημική για να βρουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Δεν νοείται αναπτυσσόμενη οικονομία χωρίς startups, ΜμΕ κτλ”, πρόσθεσε.
Για το αν σκέφτηκε ποτέ να κάνει πίσω, ο κ. Εξάρχου σημείωσε:
“Και η Παγκρήτια και η Αττικής ήταν τράπεζες επιβαρυμένες με πολύ σοβαρά προβλήματα (legacy issues) – κυρίως η Αττικής. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ να κάνουμε πίσω, αλλά στο αρχικό στάδιο των συνομιλιών για την Αττικής, πριν από τον Απρίλιο του 2023, όταν αντιμετωπίζαμε για πρώτη φορά τα θέματα αυτά και όταν κανείς δεν είχε τη διάθεση να επενδύσει εξαιτίας αυτών, υπήρξαν στιγμές που σκεφτήκαμε εάν θα διακινδυνεύαμε την επένδυσή μας. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες ήταν τέτοιές που δεν θα επέτρεπαν την πτώχευση της Αττικής και συνεπώς θα βρισκόταν τρόπος μετά βεβαιότητας να διασωθεί. Σημειωτέον ότι τότε δεν υπήρχε σχέδιο εξυγίανσης για την Αττικής”.
Για τις καταγγελίες της αντιπλίτευσης ανέφερε:
“Θα μου επιτρέψετε να πω ότι η αναφορά στη συμφωνία ως σκάνδαλο είναι το λιγότερο αλυσιτελής. Σκάνδαλο θα ήταν να «σκάσει» τράπεζα και να χάσει ο κόσμος τις καταθέσεις του εν έτει 2024, κάτι που ήταν ένας κίνδυνος υπαρκτός και ρεαλιστικός· σκάνδαλο θα ήταν να επιτρέψει το Ελληνικό Δημόσιο κάτι τέτοιο να συμβεί· σκάνδαλο θα ήταν, εάν έβαζε το ΤΧΣ λεφτά και δεν τα έπαιρνε πίσω παρά το γεγονός ότι έχει χάσει θηριώδη κεφάλαια στο παρελθόν, διασώζοντας τις συστημικές τράπεζες.”