Αγκάθι για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένει της ενέργειας με πολλές από τις επιχειρήσεις να αδυνατούν να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς.
Μάλιστα αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα μετά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, τους προμηθευτές και την εφορία, όπως προκύπτει από την εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας το 7,7% των επιχειρήσεων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας ενώ το 10,3% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις για λογαριασμούς ενέργειας. Όπως αναφέρεται στο συμπέρασμα της έρευνας, η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και η σοβαρή υποχώρηση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης».
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, διαπιστώθηκε σημαντική υποχώρηση κατά 14,3 μονάδες – σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο – του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων το Α΄εξάμηνο του 2024. Ο δείκτης διαμορφώνεται στις 49,6 μονάδες από τις 63,9 που ήταν το Β΄εξάμηνο του 2023.
Υπενθυμίζεται ότι η επιδείνωση της κατάστασης των επιχειρήσεων είχε αρχίσει να γίνεται ορατή ήδη από την προηγούμενη έρευνα κλίματος τον Φεβρουάριο του 2024, όταν ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε από τις 66,7 μονάδες, που βρισκόταν το πρώτο εξάμηνο του 2023, στις 63,9 μονάδες.
Όσον αφορά την κάθε κατηγορία υποχρεώσεων, τα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:
• το 13,9% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ,
• το 7,7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας,
• το 11,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς προμηθευτές,
• το 12,7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία,
• το 7,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου,
• το 5,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (νερό, τηλεφωνία κ.λπ.),
• το 7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές,
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις των επιχειρήσεων σε σχέση με τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, το πρώτο εξάμηνο του 2024 προκύπτει ότι:
• το 13,3% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τον πρώην ΟΑΕΕ,
• το 14,1% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις,
• το 10,3% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις για λογαριασμούς ενέργειας,
• το 12,5% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις ενοικίου,
• το 9,1% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς προμηθευτές,
• το 7,7% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις για λοιπούς λογαριασμούς,
• το 12,2% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις τραπεζικές του υποχρεώσεις,
• το 7,9% δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς το πρώην ΙΚΑ.
Στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνονται τα εξής:
-Η σοβαρή υποχώρηση του δείκτη υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης. Περαιτέρω και δεδομένου ότι από τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας φαίνεται πως τις μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, εκτιμάται ότι σημαντικό παράγοντα για την υποχώρησή του έχει διαδραματίσει ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων.
-Η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που είτε δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα (29,6%) ή αυτά επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%). Επιπλέον, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%. Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Τέλος, επιδείνωση καταγράφεται στον δείκτη βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το 3,2% κινδυνεύει με άμεση διακοπή της δραστηριότητάς του.
Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνεται η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, καθώς το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους κατά το Α΄εξάμηνο του 2024 παρέμεινε θετικό. Θετικές είναι, επίσης, οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει. Παρά, ωστόσο, τα θετικά ευρήματα για την απασχόληση, περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξεύρεσης προσωπικού.
Πηγή: Άννα Διανά/ienergeia.gr