Σε ημερίδα του Ινστιτούτου ΕΝΑ οι ομιλητές ανέλυσαν πώς το μοντέλο της «φθηνής ανάπτυξης» είναι κοινωνικά και οικονομικά μη βιώσιμο
Εκτός από το brain drain, των νέων που μεταναστεύουν για να βρουν καλύτερη εργασία, υπάρχει και το brain waste. Το «σπατάλημα» ανθρώπων με προσόντα, σπουδές και γνώσεις, σε δουλειές κατώτερες των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων τους και χαμηλότερες απολαβές. Επίσης, υπάρχει το φαινόμενο του «εσωτερικού» brain drain, ατόμων με υψηλή ειδίκευση, που ζουν μεν στην Ελλάδα, αλλά εργάζονται για επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Η αιτία που διαιωνίζονται τα παραπάνω φαινόμενα είναι η πολιτική της «φθηνής ανάπτυξης», υποστήριξε ο οικονομικός γεωγράφος Λόης Λαμπριανίδης, σε εισήγησή του σε πρόσφατη ημερίδα του Ινστιτούτου ΕΝΑ με θέμα «Η εργασία σήμερα: Για μια προοδευτική πρόταση».
Ο όρος «φθηνή ανάπτυξη» αναφέρεται σε ένα καθεστώς που περιλαμβάνει χαμηλό κόστος εργασίας, κακές συνθήκες εργασίας, χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις και περιορισμένη προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, καθώς και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το μοντέλο αυτό δημιουργεί υψηλή ζήτηση για ανειδίκευτη και μέσης ειδίκευσης απασχόληση και πολύ περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένη.
Χαμηλή παραγωγικότητα
Σύμφωνα με τον καθηγητή πρόκειται για ένα κατ’ευφημισμό «αναπτυξιακό» υπόδειγμα, που χαρακτηρίζεται από έμφαση στις κατασκευές, real estate, τουρισμό, παρασιτικό μεταπρατισμό, δανειακή κατανάλωση, χαμηλές και μη παραγωγικές επενδύσεις και υπερχρέωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτό οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους, ενώ το ιδιωτικό χρέος και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν ανησυχητικά, ενώ τα ελλείματα στο ισοζύγιο πληρωμών και εμπορίου «φουσκώνουν» επικίνδυνα.
Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει χαμηλή και η θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας επιδεινώνεται. Ως εκ τούτου, περιορίζεται το πλεόνασμα για καινοτόμες επενδύσεις – λόγω της χαμηλής υπεραξίας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Ο ίδιος θεωρεί αναγκαία μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών και στροφή προς διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα».
Αναγνωρίζει ότι δεν πρόκειται για απλό στοίχημα, αφού το μοντέλο της «φθηνής ανάπτυξης» είναι εμπεδωμένο, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων.
Ζητείται αλλαγή υποδείγματος
Οι «πολλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας», που προπαγανδίζει η κυβέρνηση, δεν εξασφαλίζονται ούτε μόνο από την εκβιομηχάνιση, ούτε από τη μετάβαση στην περιζήτητη «οικονομία της γνώσης». Αντιθέτως, η πρώτη μπορεί απλώς να δημιουργήσει ανάπτυξη χωρίς αύξηση της απασχόλησης (jobless growth). Η δεύτερη, μπορεί ακόμα και να μειώσει τις ευκαιρίες απασχόλησης για τα μεσαία στρώματα, αφού πολλές εργασίες ρουτίνας αντικαθίστανται από την τεχνολογία.
Μια αλλαγή υποδείγματος δεν μπορεί να γίνει ερήμην των ίδιων των εργαζομένων, κάτι που τόνισαν στην ημερίδα του ΕΝΑ όλοι οι ομιλητές: η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και οι εργατολόγοι Διονύσης Τεμπονέρας και Κώστας Τσουκαλάς.
Η «μαγική εικόνα» της μείωσης της ανεργίας
Η κ. Καραμεσίνη, η οποία έχει διατελέσει πρόεδρος και διοικήτρια του ΟΑΕΔ, αποδόμησε με μια εύστοχη διαπίστωση το «εργασιακό θαύμα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που δεν παύει να καυχιέται για τη μείωση της ανεργίας κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία πενταετία: Το 30% της μείωσης αυτής δεν οφείλεται στην αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά στη μείωση του εργατικού δυναμικού των παραγωγικών ηλικιών, λόγω της εξωτερικής μετανάστευσης και της πτώσης των γεννήσεων.
Θύμισε δε, ότι παρά την αύξηση της απασχόλησης από το 2014 και ύστερα και τη μείωση της ανεργίας στο 10%, το 2023 οι θέσεις εργασίας ήταν κατά 417.000 λιγότερες απ’ό,τι το 2008. Η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ και το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης γυναικών και νέων. Είναι δε πρωταθλήτρια στη μακροχρόνια ανεργία ως ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων στο εργατικό δυναμικό.
Στον πάτο της ΕΕ η κάλυψη των μισθωτών από ΣΣΕ
Όπως είπε στην εισήγησή της η καθηγήτρια, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων την τελευταία δεκαετία, η αποδιάρθρωση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας οδήγησαν στην πλήρη αποδυνάμωση και στον θεσμικό παραγκωνισμό των συνδικάτων.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον στις χώρες τις ΕΕ με τον χαμηλότερο βαθμό κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μαζί με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες ομαδοποιείται και στη βάση άλλων θλιβερών επιδόσεων.
Ο χρόνος εργασίας «ξεχειλώνεται», με αποκορύφωμα την 7ημερη εργασία χωρίς ρεπό στον τουριστικό τομέα, τις αδήλωτες και απλήρωτες υπερωρίες.
Παράλληλα, με ρυθμίσεις των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, έχει εγκαθιδρυθεί και δια νόμου η πλήρης ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας: Θεσμοθέτηση του 10ωρου με ατομική σύμβαση, της εξαήμερης εργασίας, της αύξησης του ετήσιου ορίου των νόμιμων υπερωριών, της μείωσης του κόστους της υπερωριακής εργασίας.
Μείωση αγοραστικής δύναμης
Όπως είπε η κ. Καραμεσίνη, ο ετήσιος μέσος μισθός το 2023 ήταν 23% χαμηλότερος σε αγοραστική δύναμη σε σχέση με το 2009. Αφού τα Μνημόνια καταβαράθρωσαν τους ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς, ο πληθωρισμός της απληστίας τα τελευταία χρόνια τους έσπρωξε ακόμα πιο κάτω. Προκάλεσε, επίσης, αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, λόγω της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης των αγορών και της άρνησης της κυβέρνησης να ελέγξει τις τιμές. Το μερίδιο των μισθών στο εισόδημα έπεσε από το 52% στο 48% μεταξύ 2021 και 2023.
Η ίδια κατέληξε ότι το σημερινό μοντέλο εργασίας δεν είναι ούτε κοινωνικά ούτε οικονομικά βιώσιμο, και ότι απαιτείται μια ριζική αναμόρφωση του σημερινού θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων, ώστε αυτό να εξασφαλίζει την αύξηση των μισθών, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των μισθωτών και τη βελτίωση των όρων απασχόλησης και εργασίας τους.
Πηγή: Αφροδίτη Τζιαντζή/ot.gr/in.gr