Το Σύνταγμα των ΗΠΑ έχει προβλέψει ένα σχέδιο για την περίπτωση που η εκλογική διαδικασία δεν οδηγήσει σε σαφή νικητή, ενεργοποιώντας τη 12η Τροπολογία. Όταν κανένας υποψήφιος δεν καταφέρει να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 270 ψήφων από το Σώμα των Εκλεκτόρων (από συνολικά 538), η Βουλή των Αντιπροσώπων αναλαμβάνει να επιλέξει τον νέο πρόεδρο.
Σε αυτήν τη διαδικασία, κάθε πολιτεία κατέχει μία ψήφο στη Βουλή, και απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία τουλάχιστον 26 πολιτειών για την ανάδειξη προέδρου. Οι αντιπρόσωποι κάθε πολιτείας αποφασίζουν συλλογικά για τον υποψήφιο που θα υποστηρίξουν, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού αντιπροσώπων που εκπροσωπούν την πολιτεία τους, διατηρώντας τον κανόνα της αναλογικής εκπροσώπησης στον πληθυσμό, όπου κάθε πολιτεία δικαιούται τουλάχιστον έναν αντιπρόσωπο. Για παράδειγμα, η Καλιφόρνια, η πιο πυκνοκατοικημένη πολιτεία, έχει 53 αντιπροσώπους.
Παράλληλα, η Γερουσία είναι υπεύθυνη για την εκλογή του αντιπροέδρου, αν κανένας υποψήφιος δεν επιτύχει πλειοψηφία στο Σώμα των Εκλεκτόρων. Στην περίπτωση αυτή, κάθε γερουσιαστής έχει μία ψήφο, με την τελική εκλογή να απαιτεί πλειοψηφία.
Αν έως την ημέρα ορκωμοσίας, στις 20 Ιανουαρίου, δεν έχει προκύψει εκλεγμένος πρόεδρος, ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων αναλαμβάνει προσωρινά καθήκοντα ως μεταβατικός πρόεδρος. Η επιλογή των εκλεκτόρων γίνεται με διαδικασίες που ποικίλλουν ανά κόμμα και ανά πολιτεία, ενώ η ψηφοφορία του Εκλεκτορικού Κολλεγίου για πρόεδρο και αντιπρόεδρο διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλες τις πολιτείες.
Ιστορικές περιπτώσεις αδιεξόδου στις προεδρικές εκλογές
Η εκλογή προέδρου μέσω της Βουλής των Αντιπροσώπων έχει συμβεί δύο φορές στην αμερικανική ιστορία:
- Εκλογές του 1800: Οι υποψήφιοι Τόμας Τζέφερσον και Άαρον Μπερ συγκέντρωσαν ίσο αριθμό ψήφων, καθώς τότε δεν υπήρχε διαχωρισμός ψήφων για πρόεδρο και αντιπρόεδρο. Μετά από 36 ψηφοφορίες στη Βουλή, ο Τζέφερσον αναδείχθηκε πρόεδρος, γεγονός που οδήγησε στην 12η Τροπολογία, η οποία διαχώρισε τις ψήφους των εκλεκτόρων για κάθε θέση.
- Εκλογές του 1824: Κανένας από τους υποψήφιους, συμπεριλαμβανομένων των Άντριου Τζάκσον και Τζον Κουίνσι Άνταμς, δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Η Βουλή ανέδειξε πρόεδρο τον Άνταμς, παρά το γεγονός ότι ο Τζάκσον είχε κερδίσει περισσότερες ψήφους. Αυτή η απόφαση προκάλεσε αντιδράσεις και επηρέασε το πολιτικό σκηνικό της εποχής.
Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν τις μοναδικές φορές όπου η Βουλή εξέλεξε πρόεδρο, ενώ οι μεταγενέστερες εκλογές, ακόμα και σε αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, ολοκληρώθηκαν μέσω του Σώματος των Εκλεκτόρων.
Αμφίρροπη μάχη στις φετινές εκλογές
Οι φετινές εκλογές προμηνύονται αβέβαιες, με τη δημοσκοπική διαφορά μεταξύ των υποψηφίων Ντόναλντ Τραμπ και Καμάλα Χάρις να παραμένει μικρή στις «swing states», πολιτείες με ασταθές εκλογικό αποτέλεσμα όπως η Αριζόνα, η Τζόρτζια, και το Μίσιγκαν. Στις συγκεκριμένες πολιτείες, μικρές αλλαγές στο ποσοστό των ψήφων ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά το εκλογικό αποτέλεσμα.
Οι δημοσκοπήσεις για τις κρίσιμες swing states δείχνουν πως η διαφορά των ποσοστών είναι μικρή και ευμετάβλητη. Για παράδειγμα, ο Τραμπ προηγείται στην Αριζόνα και τη Τζόρτζια, ενώ η Χάρις έχει πλεονέκτημα στο Μίσιγκαν και την Πενσυλβάνια. Η τελική έκβαση της αναμέτρησης παραμένει αβέβαιη, καθώς η προσέλευση των ψηφοφόρων στις πολιτείες αυτές θα κρίνει το αποτέλεσμα.
Στις προεδρικές εκλογές του 2020, ο Τζο Μπάιντεν επικράτησε με πλειοψηφία στο Σώμα των Εκλεκτόρων, ενώ στις εκλογές του 2016, η Χίλαρι Κλίντον αν και συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους, ο Τραμπ κατέκτησε την προεδρία λόγω του Εκλεκτορικού Σώματος.
Η αβεβαιότητα γύρω από τις swing states και η δυναμική της ψηφοφορίας ενισχύουν την πιθανότητα για ένα σενάριο αδιεξόδου στις επερχόμενες εκλογές.