Ένα φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, σε συνδυασμό με τη μείωση των φόρων μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, βρίσκεται στο κέντρο των προτεραιοτήτων του οικονομικού επιτελείου για τα επόμενα τρία χρόνια. Στόχος είναι να μειωθεί το επενδυτικό κενό της χώρας και να ελαφρυνθούν τα βάρη για τους φορολογούμενους.
Το επενδυτικό πρόγραμμα, που θα αγγίξει συνολικά τα 42 δισ. ευρώ έως το 2026, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ιστορία των δημοσίων επενδύσεων. Παράλληλα, η ψηφιοποίηση των φορολογικών διαδικασιών υπόσχεται να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα και να δημιουργήσει περιθώρια για στοχευμένες μειώσεις φόρων που θα ανακουφίσουν τη μεσαία τάξη.
Η γρήγορη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και η αποτελεσματική υλοποίηση των έργων είναι το «κλειδί» για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι δύο βασικοί πυλώνες της οικονομικής στρατηγικής περιλαμβάνουν την επιτάχυνση των επενδυτικών έργων και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της φορολογίας.
Η προοπτική νέων φορολογικών ελαφρύνσεων ενισχύεται από τα αποτελέσματα του αγώνα κατά της φοροδιαφυγής. Το 2024, η ψηφιοποίηση και οι αυστηρότεροι έλεγχοι απέφεραν 1,8 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα, ενώ τα συνολικά έσοδα από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ. Το οικονομικό επιτελείο στοχεύει σε 2,5 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα ετησίως έως το 2027, ανοίγοντας τον δρόμο για μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές της μεσαίας τάξης και στα τεκμήρια διαβίωσης.
Οι επενδύσεις καλύπτουν όλους τους τομείς της οικονομίας, από υποδομές και ενέργεια έως υγεία, παιδεία και ψηφιακή ανάπτυξη. Παράλληλα, επιχειρήσεις θα ωφεληθούν από δάνεια ύψους 5,3 δισ. ευρώ το 2024 και 5,455 δισ. ευρώ το 2025 μέσω τραπεζών.
Το επενδυτικό σχέδιο δεν είναι απλώς ένα εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και μια ευκαιρία να διορθωθούν φορολογικές αδικίες που προέκυψαν από την εποχή των μνημονίων. Με την υποστήριξη των ευρωπαϊκών πόρων, η Ελλάδα φιλοδοξεί να μετατρέψει την επόμενη τριετία σε περίοδο δυναμικής ανάκαμψης και ανακούφισης για τους πολίτες.