Σε ένα από τα πιο σύνθετα σκάνδαλα διαφθοράς που έχουν αποκαλυφθεί πρόσφατα, τουλάχιστον τρεις αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), ένας αστυνομικός, τρεις ειδικοί φρουροί και δύο πυροσβέστες φέρονται να συμμετείχαν σε πολυεπίπεδο κύκλωμα που εκμεταλλευόταν εικονικές εταιρείες για παράνομο πλουτισμό. Η οργάνωση παρείχε «προστασία» σε οίκους ανοχής και χαρτοπαικτικές λέσχες, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη.
Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., μετά από εκτενή έρευνα, συνέδεσε εννέα άτομα με το κύκλωμα. Οι κατηγορίες που τους βαρύνουν περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, υποστήριξη εγκληματικής οργάνωσης, δωροληψία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, καθώς και ρύθμιση θεμάτων ιδιωτικών εταιρειών παροχής ασφαλείας και γραφείων ιδιωτικών ερευνών. Οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί τέθηκαν άμεσα σε διαθεσιμότητα με απόφαση του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., ενώ διατάχθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση.
Επικεφαλής της οργάνωσης φέρεται να είναι ένας 58χρονος, γνωστός με το ψευδώνυμο «Κρητικός». Ο ίδιος, σε συνεργασία με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, δημιούργησε ένα εκτεταμένο δίκτυο εικονικών εταιρειών, μέσω των οποίων διέπραττε απάτες κατά του Δημοσίου, αποφεύγοντας την καταβολή ΦΠΑ και νομιμοποιώντας παράνομα έσοδα.
Δίπλα του βρισκόταν ο υπαρχηγός, γνωστός ως «θείος», ο οποίος είχε διασυνδέσεις εντός της Ελληνικής Αστυνομίας, τόσο με εν ενεργεία όσο και με απόστρατους αστυνομικούς. Ο ρόλος του περιλάμβανε τη διαχείριση του «μαύρου» ταμείου της οργάνωσης και τη διασπορά πληροφοριών στα υπόλοιπα μέλη. Ένας τρίτος παράγοντας στην ιεραρχία ήταν ένας επιχειρηματίας, ο οποίος κάλυπτε τη δράση της ομάδας, προσδίδοντάς της έναν «νομιμοφανή» χαρακτήρα. Με συνεχή παρουσία στο «στρατηγείο» της οργάνωσης, ο επιχειρηματίας διαχειριζόταν τις καθημερινές λειτουργίες του δικτύου.
Το κέντρο επιχειρήσεων της οργάνωσης βρισκόταν σε γραφεία στη Λεωφόρο Συγγρού. Τα μέτρα ασφαλείας που είχαν ληφθεί παρέπεμπαν σε οχυρωμένη βάση: στατική φύλαξη στην είσοδο, ελεγχόμενη πρόσβαση επισκεπτών μέσω ενδοεπικοινωνίας, επιτήρηση με κάμερες, συστήματα εισόδου με δακτυλικά αποτυπώματα και χρήση κρυπτογραφημένων εφαρμογών για επικοινωνία. Επιπλέον, τα ηγετικά μέλη μετακινούνταν με συνοδεία ασφαλείας και τα οχήματά τους επιτηρούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο χώρο.
Η οργάνωση εκμεταλλευόταν οικονομικά τους οίκους ανοχής και τις λέσχες, εισπράττοντας μηνιαία ποσά από 800 έως 3.000 ευρώ. Τα χρήματα παραδίδονταν σε δύο δόσεις κάθε μήνα, ενώ εντοπίστηκαν αποδείξεις για τη λειτουργία αυτού του συστήματος. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι αρχές κατέσχεσαν πλήθος όπλων και πυρομαχικών, συμπεριλαμβανομένων πιστολιών, ενός περιστρόφου, καραμπίνας, φυσίγγια, εκρηκτικών, μαχαιριών και φωτοβολίδων.
Η αποκάλυψη αυτού του δικτύου αποδεικνύει την ύπαρξη σοβαρών κενών στη λειτουργία των σωμάτων ασφαλείας, ενώ υπογραμμίζει την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και μηχανισμούς λογοδοσίας. Η διαφθορά σε τόσο υψηλό επίπεδο αποτελεί σοβαρή απειλή για την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς, καθιστώντας επιτακτική τη διαλεύκανση της υπόθεσης και την απόδοση δικαιοσύνης.