Δύο σενάρια για το μέτρο που από το 2016 απορροφά τις αυξήσεις των συντάξεων – Ξεκινά με οκτώ χρόνια καθυστέρηση η απόδοση των προσαυξήσεων για εργαζόμενους συνταξιούχους.
Δύο μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των συνταξιούχων βρίσκονται προς των πυλών, με την κυβέρνηση να αναζητεί τρόπους βελτίωσης της θέσης των απομάχων της εργασίας σε μια περίοδο έντονων πολιτικοκοινωνικών διεργασιών.
Το πρώτο μέτρο αφορά τη λεγόμενη προσωπική διαφορά που έχει προκύψει – από το 2016 – στις συντάξεις και απορροφά οποιαδήποτε αύξησή τους. Ηδη στην κυβέρνηση συζητείται το ενδεχόμενο απαλοιφής – πιθανότατα μερικής – της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων, κατά το πρότυπο των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.
Το δεύτερο μέτρο ξεκινά εντός του Απριλίου και αφορά 210.000 εργαζόμενους συνταξιούχους. Πρόκειται για τη λειτουργία της πλατφόρμας υποβολής αιτήσεων των εργαζόμενων συνταξιούχων, μέσω της οποίας όσοι διακόπτουν την εργασία τους θα μπορούν να προσμετρήσουν τα επιπλέον ένσημα για την αύξηση της σύνταξής τους, η οποία μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 100 ευρώ μηνιαίως.
Δύο προοπτικές
Το σχέδιο για μερική κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, αντίστοιχο με τους μισθούς του Δημοσίου, συζητείται μεταξύ των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών. Η εφαρμογή του μέτρου αναμένεται να έχει χρονικό ορίζοντα εντός του 2026.
Το σχέδιο υπολογίζεται ότι θα αφορά περίπου 450.000 συνταξιούχους. Περιλαμβάνει δύο προοπτικές: αφενός την πλήρη κατάργηση της προσωπικής διαφοράς έως ένα ποσό το οποίο θα συνδέεται είτε με το ύψος της σύνταξης, είτε με το ύψος της προσωπικής διαφοράς.
Και αφετέρου τη διατήρησή της σε υψηλότερες συντάξεις και τη συνέχιση της απομείωσής της ανάλογα με τις μελλοντικές αυξήσεις. Με άλλα λόγια, οι προσωπικές διαφορές έως – παραδείγματος χάριν – 100 ευρώ θα καταργούνται και όσες είναι υψηλότερες θα συνεχίζουν να μειώνονται με την απορρόφηση των αυξήσεων, έως ότου φθάσουν στο όριο των 100 ευρώ.
Εφικτός στόχος
Προς το παρόν δεν έχει αποφασιστεί το ποσό της προσωπικής διαφοράς που θα απομειωθεί, καθώς προσμετράται το κόστος του μέτρου στις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Είναι χαρακτηριστικό πως οι συνταξιούχοι – τα τελευταία τρία χρόνια – έχουν απολέσει εξαιτίας της προσωπικής διαφοράς αυξήσεις ύψους 13,15%.
Το 2024 έλαβαν την αύξηση 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι, συνολικού κόστους 440 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει μια μέση ετήσια αύξηση κατά 232 ευρώ σε κάθε συνταξιούχο.
Με την εφαρμογή του μέτρου θα προστεθούν 450.000 συνταξιούχοι που μέχρι τώρα δεν ελάμβαναν αύξηση λόγω προσωπικής διαφοράς. Εφόσον η μέση ετήσια αύξηση κινηθεί κοντά στα 232 ευρώ, τότε το επιπλέον κόστος των αυξήσεων – μετά την εφαρμογή του μέτρου – ανεβαίνει κατά 200 εκατ. ευρώ. Το επιπλέον αυτό κόστος θεωρείται εφικτός στόχος και μπορεί να καλυφθεί από τα επιπλέον έσοδα που προέκυψαν από την αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων συνταξιούχων. Ενδεικτικό του προβλήματος είναι το παράδειγμα ενός συνταξιούχου που λαμβάνει σύνταξη 1.500 ευρώ, εκ των οποίων τα 1.100 ευρώ είναι η σύνταξη και τα 400 είναι το ποσό της προσωπικής του διαφοράς. Ο συγκεκριμένος θα πρέπει να περιμένει μέχρι το 2037 για να καλύψει τα 400 ευρώ με ετήσιες αυξήσεις 2,4%.
Νέα πλατφόρμα
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η προσωπική διαφορά συμψηφίζεται με τις εκάστοτε αυξήσεις έως ότου το ποσό της προσωπικής διαφοράς μηδενιστεί.
Ξεκινά εντός του Απριλίου η λειτουργία της πλατφόρμας υποβολής αιτήσεων των εργαζόμενων συνταξιούχων που διέκοψαν την εργασία τους και επιθυμούν να προσμετρήσουν τα επιπλέον ένσημα για την αύξηση της σύνταξής τους.
Ο e-ΕΦΚΑ ενεργοποίησε το σχετικό λογισμικό και οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι, όταν αποφασίζουν να σταματήσουν την εργασία τους θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση στην υπό κατασκευή πλατφόρμα προκειμένου να λάβουν την προσαύξηση στη σύνταξή τους.
Η σχετική διαδικασία έχει καθυστερήσει τουλάχιστον κατά οκτώ έτη, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχουν σε εκκρεμότητα χιλιάδες αιτήματα συνταξιούχων που αναμένουν την προσαύξηση της σύνταξης. Πλέον, οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι που έχουν δηλώσει την απασχόλησή τους και καταβάλλουν – κανονικά – τις εισφορές τους θα λάβουν προσαύξηση του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης καθώς και της επικουρικής σύνταξής τους.
Αυτή υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν στον χρόνο τής – επιπλέον – απασχόλησης των συνταξιούχων ξεκινώντας από το ποσοστό που αντιστοιχεί στο πρώτο έτος και είναι 0,77% των αποδοχών που έχουν κατά το διάστημα της απασχόλησής τους.
Πηγή: Κώστας Παπαδής/ot.gr/ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ