Ενώ το κλίμα των προηγούμενων μηνών κυριαρχούνταν από αρνητικά γεγονότα και συζητήσεις, με αναφορές σε «μπαζώματα» και «συγκαλύψεις» που φάνηκε να έχουν κουράσει την κοινή γνώμη και να έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους, οι τελευταίες εβδομάδες σηματοδοτούν μια αισθητή αλλαγή. Η κυβέρνηση φαίνεται να επανακτά τη δυνατότητα να διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, μια δυνατότητα που, όπως αναφέρεται, είχε απολέσει το τελευταίο τρίμηνο.
Η αλλαγή αυτή συνδέεται άμεσα με μια σειρά από θετικές ειδήσεις και επιτεύγματα που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η πτώση της ανεργίας σε ιστορικό χαμηλό 17ετίας (8,7%), η πέμπτη συνεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019, η απόδοση επενδυτικής βαθμίδας από τη Moody’s και η περαιτέρω αναβάθμιση από τη Standard & Poor’s σε επίπεδα άνω της επενδυτικής βαθμίδας. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται τα εγκώμια του επικεφαλής της JP Morgan για την πορεία της Ελλάδας και τον «εξαιρετικό πολιτικό ηγέτη» της.
Σημαντικές εξελίξεις καταγράφονται και σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο, όπως η εκδήλωση ενδιαφέροντος της Chevron για έρευνες νότια της Κρήτης και η δανειοδότηση της Λιβύης για έρευνες που σέβονται τα ελληνικά όρια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, ακυρώνοντας ουσιαστικά το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Προστίθενται η επίσημη ανακήρυξη της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο, η δημοσίευση των χαρτών Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού βασισμένων στο διεθνές δίκαιο, η κατάταξη της Ελλάδας στις 25 «πλήρεις δημοκρατίες» παγκοσμίως από τον Economist, νέα εξοπλιστικά προγράμματα, καθώς και η πρόοδος σε μεγάλα έργα υποδομής όπως Μετρό Θεσσαλονίκης, Προαστιακός Δυτικής Αττικής, Πατρών-Πύργου, Fly Over και το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι Κρήτης. Τα ενθαρρυντικά νέα συμπληρώνει το υπερπλεόνασμα του τριμήνου και η ανακοίνωση μόνιμων μέτρων ανακούφισης.
Τα επιτεύγματα αυτά, που τυγχάνουν σχεδόν καθολικής αναγνώρισης, έρχονται σε αντίθεση με το αφήγημα της αντιπολίτευσης, η οποία, κατά το κείμενο, ειδικεύεται στην ισοπέδωση και την καταστροφολογία, περιγράφοντας μια Ελλάδα πάμφτωχη με δυστυχισμένους πολίτες και διεφθαρμένη κυβέρνηση. Η αντίθεση αυτή με την πραγματικότητα, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη πασχαλινή έξοδο, θεωρείται ότι εξηγεί και την κακή δημοσκοπική πορεία μεγάλου μέρους της αντιπολίτευσης.
Η τραγωδία των Τεμπών, ενώ έφθειρε την κυβέρνηση, δεν απέφερε κέρδη στις κύριες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), οι οποίες, επιδιώκοντας να παίξουν σε ένα «γήπεδο-βούρκο», έχασαν, σύμφωνα με την ανάλυση, το παιχνίδι. Οι «κραυγές» και οι «κατάρες» οδήγησαν σε δημοσκοπική καθίζηση, γκρίνια και εσωστρέφεια, ιδιαίτερα στο ΠΑΣΟΚ με τις πρόσφατες εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να πείσει, παρά τη φθορά της κυβέρνησης και την αποδρομή του ΣΥΡΙΖΑ, αποδίδεται σε αδυναμίες ηγεσίας, στρατηγικής και στελεχιακού δυναμικού. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για συμπόρευση κρίνεται ως καιροσκοπική δεδομένης της παρελθοντικής συγκυβέρνησης με τον Καμμένο, και λογικά απορρίφθηκε.
Σε αυτό το κλίμα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε για πρώτη φορά ρητά στόχο την διεκδίκηση τρίτης κυβερνητικής θητείας για τον ίδιο, δηλώνοντας αποφασισμένος να ηγηθεί της Νέας Δημοκρατίας προς αυτή την κατεύθυνση, εφόσον του δοθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών. Η δήλωση αυτή φέρεται να «πάγωσε» τους «δελφίνους» εντός της Ν.Δ. που ενδεχομένως ανέμεναν διαφορετικές εξελίξεις. Ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε την ανάγκη για τρίτη θητεία, επικαλούμενος τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση και ριζική εδραίωση των μεταρρυθμίσεων, ώστε αυτές να μην μπορούν να ανατραπούν, αναφέροντας ως παραδείγματα τη Συνταγματική Αναθεώρηση και την Προεδρία της ΕΕ το 2027.
Ο Κ. Μητσοτάκης εξέφρασε επίσης την προσδοκία του για εκλογική νίκη με αυτοδυναμία, παρά τα τρέχοντα δημοσκοπικά ποσοστά, υποστηρίζοντας ότι η Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να διεκδικήσει βάσιμα την αυτοδυναμία λόγω της απουσίας συναίνεσης σε κρίσιμα θέματα στην αντιπολίτευση. Άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μη αυτοδυναμίας, αλλά πιστεύει ότι χωρίς ισχυρή εναλλακτική πρόταση εξουσίας, όλα παραμένουν πιθανά.
Η κυβέρνηση, ανεξάρτητα από τις δημόσιες δηλώσεις, φαίνεται να στοχεύει στην αλλαγή του κλίματος εντός του επόμενου ενάμισι χρόνου, δρομολογώντας θετικά μέτρα, παροχές και μειώσεις φορολογικών συντελεστών, περιμένοντας να «δρέψει δημοσκοπικούς καρπούς». Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, όπως θα αποτυπωθούν στις επόμενες μετρήσεις, θα λειτουργήσουν ως «καταλύτης» για την αναπροσαρμογή της στρατηγικής. Η κυβέρνηση φοβάται περισσότερο την εν δυνάμει εσωκομματική αντιπολίτευση παρά την τρέχουσα εξωτερική, με τις εσωτερικές φωνές να αναμένεται να σιωπήσουν αν τα δημοσκοπικά ποσοστά δείξουν ανοδική τάση.