γράφει ο Νικόλαος Λάος,
Καμία μελέτη της ιστορίας και της πολιτικής δεν έχει σημασία εάν δεν λαμβάνει υπόψη της και δεν αναλύει τη νοητική ζωή των ιστορικών/πολιτικών δρώντων.
Καθώς η τρέχουσα «Ουκρανική Κρίση» εξελίσσεται όλο και περισσότερο στο πεδίο της νοόσφαιρας, δηλαδή, της ψυχολογίας, της σκέψης, της επικοινωνίας και της πληροφορίας, τόσο περισσότερο επιβεβαιώνεται ο κρίσιμος ρόλος της νοοπολιτικής.
Ορίζω και ασκώ τη νοοπολιτική ως τη συστηματική μελέτη και διαχείριση της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής στο πλαίσιο του πληροφοριακού πεδίου που δημιουργείται από την επικοινωνία μεταξύ συνειδητών οντοτήτων, καλύπτοντας τη φιλοσοφία της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής και της οικονομίας.
Ο όρος «νοοπολιτική» (“noopolitics” ή “Noopolitik”) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Αμερικανούς ειδικούς στην αμυντική πολιτική Τζον Αρκουίλα (John Arquilla) και Ντέιβιντ Ρόνφελντ (David Ronfeldt) σε μια επιδραστική μελέτη τους που δημοσιεύθηκε το 1999 από τη RAND Corporation και προέρχεται από τους ελληνικούς όρους «νους» και «πολιτική». Όταν, μάλιστα, γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί ο χαρακτήρας μιας ομάδας καθ’ εαυτή, ενός συλλογικού ιστορικού/πολιτικού υποκειμένου καθ’ εαυτό, και όχι των επιμέρους συνιστωσών του, τότε έχουμε να κάνουμε με μια ανάλυση ομαδικού χαρακτήρα, π.χ., με μια ανάλυση εθνικού χαρακτήρα.
Η ανάλυση εθνικού χαρακτήρα είναι μια παλαιά τέχνη, καθώς διαυγή και διεισδυτικά πορτρέτα εθνών έχουμε ήδη από την αρχαιότητα. Αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο αρχαίος Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (Tacitus, περ. 54–περ. 120 μ.Χ.) συνέταξε μια ανάλυση του εθνικού χαρακτήρα της αρχαίας Γερμανίας.
Ο Ισλανδός ιστορικός Σνόρι Στούρλουσον (Snorri Sturluson, 1179–1241) συνέταξε μια ανάλυση εθνικού χαρακτήρα των νορδικών λαών. Ο Ρώσος λογοτέχνης Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoyevsky, 1821–81) έχει ασχοληθεί συστηματικώς με το να σκιαγραφήσει το εθνικό πορτρέτο του ρωσικού λαού. Στις αναλύσεις του εθνικού χαρακτήρα των Ρώσων από τον Ντοστογιέφσκι, κατανοούμε τον ρόλο του μυστικισμού και της υπερβατολογίας που χαρακτηρίζουν τη ρωσική ψυχή, εφοδιάζοντάς τη με μεγάλα αποθέματα υπαρξιακής ανθεκτικότητας και δύναμης, αλλά και εμποδίζοντάς τη να ενσωματωθεί ορθολογικώς στον ιστορικό χωροχρόνο.
Εξού και η Ρωσία μπορεί να επιδείξει και να ασκήσει πολύ μεγάλη δύναμη, σε διάφορες ιστορικές προκλήσεις, αλλά δεν έχει κοσμοϊστορικό μοντέλο, και δεν διεκδικεί ρόλο παγκόσμιας αυτοκρατορίας οιουδήποτε είδους, αλλά αγωνίζεται για να εξασφαλίσει το εσωστρεφές δικαίωμα του να υπάρχει στον χώρο της, στον χρόνο της και για τον εαυτό της (καθώς και για όσους θελήσουν να μυηθούν σε αυτή την ιδιόμορφη κοινότητα).
Γενικώς, οι λαοί με μεγάλο μεταφυσικό βάθος και με ισχυρές μυστικιστικές ροπές, όπως, λ.χ., ο ρωσικός και ο εβραϊκός, δεν θέλουν, βαθιά μέσα τους, να ζουν μέσα στον ιστορικό χωροχρόνο, αλλά σε κάποιο επέκεινα, και, γι’ αυτόν τον λόγο, η συσσώρευση ισχύος γι’ αυτούς είναι μέσο προστασίας από τα «δεινά» της ιστορικότητας, ενώ οι λαοί που καταφάσκουν την ιστορικότητα, που εγγράφονται θετικώς και ευχαρίστως στην ιστορικότητα, συσσωρεύουν ισχύ με σκοπό να παράξουν ιστορία, ώστε να ενσωματώσουν τη συνείδησή τους αποτελεσματικότερα μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Επίσης, οι λαοί με μεγάλο μεταφυσικό βάθος και με ισχυρές μυστικιστικές ροπές, έχοντας πολύ ισχυρούς δεσμούς με την ιδέα της αιωνιότητας, την ιδέα της ασυνέχειας και την ιδέα του απείρου, μπορούν να δρουν μέσα στην ιστορία με δικούς τους, εντόνως μη γραμμικούς τρόπους και ρυθμούς.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, η ανάλυση εθνικού χαρακτήρα αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως προκειμένου να εξυπηρετήσει σημαντικές ανάγκες των πολιτικών θεσμών και των υπηρεσιών πληροφοριών διαφόρων κρατών. Με αυτές τις αναλύσεις, διάφοροι δρώντες στα πεδία της πολιτικής και των υπηρεσιών πληροφοριών, επιδίωκαν να επιτύχουν μια πληρέστερη αλληλοκατανόηση μεταξύ των συμμάχων τους, να βελτιώσουν τις διεθνείς σχέσεις στο πλαίσιο των συμμαχιών τους, να επιτύχουν μια πληρέστερη κατανόηση των αντιπάλων τους και να ενισχύσουν τις πολιτικές και ψυχικές ικανότητες των συμμαχιών τους.
Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αναλύσεων εθνικού χαρακτήρα είναι τα εξής:
το βιβλίο της Αμερικανίδας πολιτιστικής ανθρωπολόγου Μάργκαρετ Μιντ (Margaret Mead) το οποίο εκδόθηκε στην Αμερική με τίτλο And Keep Your Powder Dry: An Anthropologist Looks at America και στην Αγγλία με τίτλο The American Character (1942)·
οι αναλύσεις των εθνικών χαρακτήρων της Γερμανίας και της Ρωσίας και των αυταρχικών καθεστώτων γενικώς που συνέταξε ο Βρετανός στρατιωτικός ψυχίατρος Χένρι Ντικς (Henry V. Dicks), ο οποίος διετέλεσε και στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (βλ., π.χ., Henry V. Dicks, “Some Psychological Studies of the German Character,” στο: T. H. Pear, ed., Psychological Factors of Peace and War, London and New York: Philosophical Library, 1950, και του Ιδίου, “Observations on Contemporary Russian Behaviour,” Human Relations, τόμος V, τεύχος 2, 1952)·
οι αναλύσεις των εθνικών χαρακτήρων των Ιαπώνων, των Αμερικανών, των Άγγλων και των Ρώσων από τον Βρετανό ανθρωπολόγο Τζέφρι Γκόρερ (Geoffrey Gorer), ο οποίος υπήρξε και ένας πολυγραφότατος συγγραφέας (βλ., π.χ., Geoffrey Gorer, “Themes in Japanese Culture,” Transactions of the New York Academy of Science, τόμος V, 1943, σελ. 106–24, του Ιδίου, The American People, New York: W. W. Norton & Co., 1948, και του Ιδίου, Exploring English Character, London: Cresset Press, 1955).
Οι διεθνείς σχέσεις ως επικοινωνιακό φαινόμενο
Αρρήκτως συνδεδεμένη με τη ζωή των εθνών είναι η επικοινωνία μεταξύ τους. Η επικοινωνία των εθνικών ελίτ ενός κράτους με τις εθνικές ελίτ ενός άλλου κράτους καθιστά την ανάλυση προσωπικοτήτων ένα απαραίτητο στοιχείο της μελέτης των διεθνών σχέσεων.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Εμμανουήλ Λεβινάς (Emmanuel Levinas) συναρτά το πρόσωπο με το «λέγειν», θεωρώντας ότι η σχέση με το άλλο πρόσωπο ανιχνεύεται κατά την «ομιλία» μαζί του.
Συγκεκριμένα, γράφει ο Λεβινάς:
«Μέσα στην ομιλία διέκρινα πάντα το λέγειν από το λεχθέν.
Το γεγονός ότι το λέγειν πρέπει να ενέχει ένα λεχθέν είναι μία αναγκαιότητα ομόβαθμη με εκείνη που επιβάλλει μια κοινωνία με τους νόμους της, τους θεσμούς της και τις κοινωνικές της σχέσεις…
Δύσκολα σιωπά κανείς ενώπιον κάποιου· αυτή η δυσκολία βρίσκει το έσχατο θεμέλιό της στην ιδιάζουσα σημασία του λέγειν, άσχετα προς το λεχθέν»
(Εμμανουήλ Λεβινάς, Ηθική και Άπειρο, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Ίνδικος, 2007, σελ. 57).
Αυτό ακριβώς το λέγειν αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο των διεθνών σχέσεων, διότι, σε μεγάλη έκταση, προσδιορίζει αυτά που ονομάζουμε διπλωματία και εξωτερική πολιτική.
Επίσης, ο Βούλγαρος συγγραφέας Ηλίας Κανέτι (Elias Canetti), ο οποίος έλαβε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1981, έχει γράψει εκτενώς για τη μεγάλη σημασία που έχει η αντίληψη την οποία έχει ο κάθε λαός για το κράτος του, καθώς αυτή η αντίληψη προσδιορίζει σε μεγάλη έκταση την πολιτική συμπεριφορά και τις στάσεις των διαφόρων κρατών (βλ. Andrea Mubi Brighenti, “Elias Canetti and the Counter-Image of Resistance,” Thesis Eleven, τόμος 106, τεύχος 1, 2011, σελ. 73–87).
Στην πολιτική ανάλυση, γενικώς, η ανάλυση προσωπικότητας, η ανάλυση της διαδικασίας προσωποποίησης και η ανάλυση εθνικού χαρακτήρα παίζουν καθοριστικώς σημαντικό ρόλο.
Η συμπεριφορά οποιουδήποτε ατόμου προς ένα άλλο πρόσωπο βασίζεται στις προσδοκίες αυτού του ατόμου για την επικοινωνιακή αξία που έχει η συμπεριφορά του για το άλλο πρόσωπο. Αυτές οι προσδοκίες, με τη σειρά τους, βασίζονται στην εσωτερική εικόνα που έχει ο δρων για το πώς είναι το άλλο πρόσωπο.
Αυτές οι εσωτερικές εικόνες ονομάζονται “προσωποποιήσεις.”
Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά ενός ατόμου προς ένα άλλο πρόσωπο συναρτάται με το πώς προσδοκά αυτό το άτομο ότι θα αξιολογηθεί και θα αντιμετωπιστεί η συμπεριφορά του από το άλλο πρόσωπο, και αυτή η προσδοκία συναρτάται με την εσωτερική εικόνα που έχει διαμορφώσει το δεδομένο άτομο για το πώς είναι το άλλο πρόσωπο, δηλαδή, συναρτάται με τον τρόπο με τον οποίο το άλλο πρόσωπο είναι παρόν στη συνείδηση του δεδομένου ατόμου.
Βεβαίως, ο δρων θα έχει και μια εσωτερική εικόνα του εαυτού του, δηλαδή, μια προσωποποίηση του εαυτού του, με την οποία επίσης συναρτώνται οι προσδοκίες που έχει από τις συμπεριφορές του.
Συνεπώς, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δρώντων (είτε αφορούν σε ρόλους είτε αφορούν σε προσωπικότητες) διαμεσολαβούνται από τις προσωποποιήσεις τις οποίες διαμορφώνουν και υιοθετούν οι δρώντες
(βλ. Alfred H. Stanton and Stewart E. Perry, eds, Personality and Political Crisis, Glencoe, Ill.: Free Press, 1951).
Από τη Ρωσία στη Σοβιετική Ένωση και από τη Σοβιετική Ένωση στη Ρωσία
Τα όσα θα αναφέρω σε αυτή την ενότητα του παρόντος άρθρου μου αποτελούν απόσπασμα από το βιβλίο μου Πιάνοντας το Ταύρο από τα Κέρατα: Αιτίες, Συνέπειες και Προοπτικές στην Πολιτειολογία και στην Πολιτική Οικονομία (Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, 2022):
Ο σοβιετικός σοσιαλισμός δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή στις πολιτιστικές διαστάσεις και προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και, συχνά, εγκλωβίστηκε σε έναν αφελή υλισμό.
Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο ο Μαρξ και ο Λένιν το είχαν συνειδητοποιήσει και το είχαν κατανοήσει σε όλο του το εύρος, ο σοσιαλισμός –στον βαθμό τουλάχιστον που αποτελεί μια ιστορικώς και επιστημονικώς υπεύθυνη πρόταση και όχι απλώς μια ρομαντική εξέγερση– συνδέεται αρρήκτως με τη νεωτερική φιλοσοφία και, γενικότερα, με τον νεωτερικό πολιτισμό.
Συνεπώς, ο σοσιαλισμός προϋποθέτει συγκεκριμένης ποιότητας συνειδήσεις, τόσο σε διανοητικό όσο και σε ηθικό επίπεδο.
Αντιθέτως, εξαρχής το σοβιετικό καθεστώς συμβιβάστηκε και έπαιξε παίγνια κοινωνικής χειραγώγησης με τα εξής στοιχεία:
(i) διάφορα προνεωτερικά χαρακτηριστικά των σοβιετικών λαών που συναποτελούσαν την ΕΣΣΔ, όπως, λ.χ., τα στοιχεία προνεωτερικού κολεκτιβισμού που επιβίωναν στην Ευρασία (υπό την επίδραση ισλαμικών-τουρανικών, κινεζικών-μογγολικών και ινδουιστικών-θιβετανικών προνεωτερικών παραδόσεων)·
(ii) τις ιδιοτελείς και δεισιδαιμονικές νοοτροπίες των Ρώσων επαρχιωτών («μουζίκων»)· και
(iii) τον ασταθή και επιρρεπή σε ακραίες μεταπτώσεις συναισθηματικό κόσμο των Ρώσων εργατών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάτω από την τυπική επίδειξη σοσιαλιστικής ορθότητας, υπέβοσκαν αντισοσιαλιστικές κουλτούρες.
Με άλλα λόγια, ορισμένα αντινεωτερικά και ανορθολογικά στοιχεία του εθνικού χαρακτήρα των Ρώσων και άλλων σοβιετικών λαών υπονόμευσαν τον σοσιαλισμό, που αποτελεί ένα ανάπτυγμα του νεωτερικού ευρωπαϊκού ανθρωπισμού και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Αναφορικώς με αυτό το ζήτημα, ο ίδιος ο Λένιν, ήδη το 1919, επισήμανε ότι η γενική αδυναμία του σοβιετικού καθεστώτος ήταν συνδεδεμένη με στοιχεία του ρωσικού σλαβικού εθνικού χαρακτήρα, που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική ιστορική δράση, όπως, λ.χ., ο υπέρμετρος και εκρηκτικός συναισθηματισμός, η εσωτερική αστάθεια και ένας ιδιόμορφος μυστικισμός, που έχουν επί μακρόν αποτελέσει βασικά ψυχο-πολιτιστικά χαρακτηριστικά του ρωσικού λαού (βλ. Nathan Leites, A Study of Bolshevism, Glencoe, Ill.: Free Press, 1953· και Geoffrey Gorer and John Rickman, The People of Great Russia, London: Cresset Press, 1949).
Από την άλλη πλευρά, στις περιπτώσεις όπου το σοβιετικό καθεστώς επιδίωξε με ορθολογικό τρόπο μια δημιουργική προοδευτική σύνθεση του σοσιαλισμού και των ισχυρών, θετικών, παραδοσιακών ρωσικών χαρακτηριστικών, δηλαδή των θετικών στοιχείων του ρωσικού εθνικού χαρακτήρα (όπως η ρωσο-βυζαντινή χριστιανική ηθική, η κοινωνικο-πολιτιστική ευελιξία, μια αξιοσημείωτη ικανότητα εκπλήρωσης και επιμονής, η εσωτερική κοινωνικότητα της «ρωσικής ψυχής» κ.ο.κ.), πραγματοποίησε σημαντικά και αξιοθαύμαστα επιστημονικά, τεχνολογικά, οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά επιτεύγματα.
Τελικώς, όμως, επειδή το σοβιετικό καθεστώς δεν εφάρμοσε μια ολοκληρωμένη και ορθολογική πολιτισμική πολιτική και επειδή ο σοβιετικός σοσιαλισμός αποσταθεροποιήθηκε τόσο από τα εσωτερικά, δομικά του προβλήματα όσο και από τις υπονομευτικές επιχειρήσεις που διεξήγε το ευρωατλαντικό καπιταλιστικό κατεστημένο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η ΕΣΣΔ διαλύθηκε το 1991 με τη συναίνεση του τελευταίου σοβιετικού προέδρου Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (Mikhail Gorbachev).
Ο μαρξιστικός σοσιαλισμός, ως ανάπτυγμα της νεωτερικής φιλοσοφίας, βασίζεται στις αρχές του ορθολογισμού και της ελευθερίας του ανθρώπου, ενώ η Σοβιετική Ένωση ήταν εξαρχής δέσμια του πάθους και του παραλόγου, που, όπως έχει αναλύσει ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, αποτελούν παραδοσιακά ψυχο-πολιτιστικά προβλήματα της ρωσικής κοινωνίας.
Στο μυθιστόρημά του Αδελφοί Καραμαζόφ, ο Ντοστογιέφσκι παραθέτει μια γλαφυρή ψυχογραφία μορφών με θυελλώδεις χαρακτήρες που βιώνουν τα αισθήματά τους στο έπακρο, αλλά τελικώς καταρρέουν υπό το βάρος των παθών τους.
Έτσι, τελικώς η Σοβιετική Ένωση αυτοκτόνησε σαν τον Σμερντιάκοφ, έναν από τους κύριους ήρωες του μυθιστορήματος Αδελφοί Καραμαζόφ: εκπροσωπώντας τον ενεργητικό μηδενισμό και αποτυγχάνοντας να κατανοήσει την ουσιαστική διαφορά μεταξύ του ενεργητικού μηδενισμού (που απλώς θέλει να κατεδαφίσει μια τάξη πραγμάτων) και μιας θετικής επαναστατικής ιδεολογίας (που θέλει να οικοδομήσει μια διαφορετική τάξη πραγμάτων και, άρα, να αρθρώσει έναν άλλο λόγο),
ο Σμερντιάκοφ αυτοκτόνησε λόγω της εσωτερικής του αστάθειας, των παθών του και των παλινωδιών του.
Η ιστορική εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης καταδεικνύει εμπράκτως ότι το σχέδιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προϋποθέτει μια αντίστοιχη αναμόρφωση του εθνικού χαρακτήρα ενός λαού, άρα το ζήτημα της κουλτούρας κατέχει κεντρική και θεμελιώδη θέση στον σοσιαλισμό. Δεδομένου ότι η σοβιετική Ρωσία όχι μόνο δεν επέλυσε τις ψυχικές της αντιφάσεις αλλά και, σταδιακώς, διολίσθαινε όλο και περισσότερο σε μια αμφιρρέπουσα υπαρξιακή στάση μεταξύ της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ζώνης (στην οποία ανήκει ο μαρξισμός) και της ασιατικής πολιτισμικής ζώνης, ήταν μάλλον νομοτελειακή η (αυτο)καταστροφή της ΕΣΣΔ.
Μάλιστα, κατά την περίοδο ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης, ο Σοβιετικός ιστορικός, εθνολόγος και ανθρωπολόγος Λεβ Γκουμιλιόφ (Lev Gumilev) ανέπτυξε μια ευρασιατική θεωρία η οποία έχει τα εξής τρία βασικά χαρακτηριστικά:
πρώτον, τονίζει τον πολυεθνοτικό χαρακτήρα της Ρωσίας και τον θεωρεί ως τεκμήριο της αλληλεγγύης μεταξύ των ευρασιατικών λαών, προσανατολίζοντας πνευματικώς τη Ρωσία προς τους πολιτισμούς της ευρασιατικής στέπας, προς την ασιατική πατριαρχία και προς τον ασιατικό απολυταρχισμό·
δεύτερον, τονίζει τη σημασία των τοπικών γεωγραφικών συνθηκών για την ιστορική και κοινωνική ανάπτυξη της Ρωσίας με έναν τρόπο που προσδίδει θρησκευτικές και εσχατολογικές διαστάσεις στη γεωγραφία και οδηγεί σε έναν νεοπαγανιστικό νεοσαμανικό νατουραλισμό·
Και,
τρίτον, επιχειρεί να υπερασπιστεί τη ρωσική ιδιαιτερότητα έναντι της Δύσης προβάλλοντας μια ρομαντική και εξιδανικευμένη εικόνα των ταταρικών, των μογγολικών και άλλων ευρασιατικών στοιχείων και κοινοτήτων της ρωσικής επικράτειας.
Η ενσωμάτωση του ευρασιατισμού του Γκουμιλιόφ στο ιδεολογικο-πολιτικό κατεστημένο της ΕΣΣΔ ενίσχυσε τις εσωτερικές αντιφάσεις και τον εκφυλισμό του σοβιετικού σοσιαλισμού. Αντί, λοιπόν, το σοβιετικό καθεστώς να εφαρμόσει μια ευρασιατική πολιτική που θα αποσκοπούσε σε μια έντεχνη μύηση της Ασίας στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και, κατ’ επέκταση, στον σοσιαλισμό, συνθηκολόγησε με το πατριαρχικό, προνεωτερικό πνεύμα της Ασίας και εγκλωβίστηκε σε μια αντίφαση μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Για έναν ορθολογικό σοσιαλιστή, «ευρασιατισμός» (πρέπει να) σημαίνει μια πολιτική που, σεβόμενη και αξιοποιώντας επιδέξια της ασιατικές ιδιαιτερότητες, ενσωματώνει την Ασία στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα με προσανατολισμό προς τον σοσιαλισμό.
Όμως το σοβιετικό καθεστώς, υιοθετώντας την ευρασιατική θεωρία του Γκουμιλιόφ, όχι μόνο κατέστη ανίκανο να καθοδηγήσει την Ασία στον δρόμο του σοσιαλισμού, αλλά και το ίδιο έχασε τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Γενικώς, όπως εξήγησα στο Κεφάλαιο 1 (του βιβλίου μου Πιάνοντας το Ταύρο από τα Κέρατα), υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της εσωτερικής (συνειδησιακής) πραγματικότητας και της εξωτερικής (εξωσυνειδησιακής) πραγματικότητας, άρα ο πραγματικός σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας είναι αδύνατος και, πράγματι, αδιανόητος χωρίς μια θεμελιώδη αλλαγή της κυρίαρχης κουλτούρας.
Στη μετασοβιετική Ρωσία, ιδιαιτέρως στις δεκαετίες του 2000 και του 2010, οι άρχουσες ρωσικές πολιτικές ελίτ υιοθέτησαν το δόγμα της «αρνητικής ιδεολογίας».
Το δόγμα της «αρνητικής ιδεολογίας» συνίσταται σε έναν πόλεμο εναντίον της ratio καθ’ εαυτήν, επιδιώκοντας να αντικαταστήσει τον λόγο καθ’ εαυτόν (ως γεγονός φανέρωσης της αλήθειας)
και, άρα, το ίδιο το αίτημα της ορθής αλήθειας με το παραμύθι (όπου, εδώ, «παραμύθι» σημαίνει ένα προπαγανδιστικό υποκατάστατο του πολιτιστικού «μύθου» και των μεγάλων νεωτερικών αφηγήσεων) μέσω της συνωμοσιολογίας, της σκόπιμης και σχεδιασμένης ανάμειξης φαντασιακών και πραγματικών στοιχείων και της διέγερσης του συναισθήματος και του ιδιοτελούς πάθους,
ώστε ο πληθυσμός-στόχος να χάσει τη δυνατότητα διάκρισης μεταξύ του αληθούς και του φαντασιακού, να παύσει να ασχολείται καν με το αίτημα της ορθής αλήθειας, να αισθάνεται μια βαθιά υπαρξιακή ανασφάλεια και αγωνία, να μην μπορεί να αναλάβει την ιστορική ευθύνη του εαυτού του, να μην μπορεί να πιστέψει πραγματικά και ζωηρά σε τίποτε και σε κανέναν, να είναι τόσο κυνικός, που να γίνεται παθητικός από δυσπιστία (γνωσιακή απελπισία), και, στο τέλος, μοιρολατρικώς και ενστικτωδώς, να παραδίδει τον εαυτό του στα χέρια ενός μεγάλου πολιτικού ηγέτη, του Ρώσου προέδρου, ο οποίος υπόσχεται να προστατεύσει τον λαό του μέσα σε έναν ρευστό, ασαφή, παράλογο, ουσιαστικώς ακατανόητο και επικίνδυνο κόσμο.
Έτσι, καλλιεργούνται ο νεοτσαρισμός και ο νεοβοναπαρτισμός του μετασοβιετικού Κρεμλίνου.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Κρεμλίνο αξιοποιεί καταλλήλως και εθνικιστές πολιτικούς «κλόουν», όπως, λ.χ., ο Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι (Vladimir Zhirinovsky), ιδρυτής και ηγέτης του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας, ο οποίος, μέσω της εθνικιστικής ρητορικής του, εφοδιάζει πλουσιοπάροχα τον ρωσικό καθεστωτικό «πολιτισμό του θεάματος» με το στοιχείο της γελοιότητας, που, για ένα τμήμα της ρωσικής μάζας, είναι ψυχικώς πολύτιμο και ελκυστικό ως ψευδοφάρμακο για την απελπισία και την εσωτερική ανασφάλεια.
Στην αυγή του 21ου αιώνα, το μετασοβιετικό Κρεμλίνο επέλεξε να αντιπαρατεθεί με τους Δυτικούς αντιπάλους του όχι με το να αρθρώσει έναν ολοκληρωμένο αντίλογο που θα διεκδικούσε για τον εαυτό του έναν υψηλότερο βαθμό διανοητικής ορθότητας και ηθικής ποιότητας έναντι του λόγου των αντιπάλων του, αλλά με το να πολεμήσει τον λόγο των αντιπάλων του μέσω του ανορθολογισμού και της διέγερσης του συναισθήματος, πλήττοντας έτσι την ψυχική σφαίρα του πληθυσμού-στόχου με έναν τρόπο που θυμίζει το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα Αντρέι Μπέλι (Andrei Bely) με τίτλο Αγία Πετρούπολη, στο οποίο ο κεντρικός ήρωας δέχεται τόσο μεγάλη ποσότητα συνωμοσιολογικών μηνυμάτων και ανορθολογισμού, ώστε τελικώς τρελαίνεται.
Εξού και, στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, οι μηχανισμοί προπαγάνδας που δημιούργησε το ρωσικό καθεστώς έχουν χρησιμοποιήσει τη συνωμοσιολογία, τον ανορθολογισμό, τον σοβινισμό, τον ρομαντισμό και τη λατρεία της ωμής δύναμης ως υποκατάστατα για την έλλειψη οποιουδήποτε σημαντικού ρωσικού λόγου και ως νοοπολιτικό όπλο και προωθούν μια νέα ρωσική γεωπολιτική στο πλαίσιο της οποίας η γεωπολιτική συνυφαίνεται με αρχαίες παραδόσεις περί «ιερής γεωγραφίας» και με ευρασιατικές δεισιδαιμονίες, οδηγώντας έτσι σε έναν νέο ρωσικό σοβινισμό περιβεβλημένο με έναν μυστικιστικό μανδύα και με ρομαντικές θεωρήσεις της ευρασιατικής στέπας.
Για δε το ευρωατλαντικό κατεστημένο, απλώς τα πάντα είναι «μπίζνες», και η μοναδική θεότητα είναι ο αλγόριθμος της κεφαλαιακής συσσώρευσης, είτε με συμβατικές πολιτικές μάρκετινγκ,
είτε με θεσμούς χρηματοοικονομικού απολυταρχισμού και ιμπεριαλισμού, είτε με ένοπλους οργανισμούς μάρκετινγκ, όπως το ΝΑΤΟ.
Νικόλαος Λάος
Βιογραφικό Σημείωμα:
Ο Νικόλαος Λάος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι ένας κοινωνικός διανοούμενος με σπουδές στα μαθηματικά, στη φιλοσοφία, στην πολιτική οικονομία και στη νοοπολιτική (Noopolitik). Εξέθεσε μια συνθετική θεώρηση των μαθηματικών και της φιλοσοφίας στη διατριβή που συνέταξε (υπό την εποπτεία του καθηγητή και ακαδημαϊκού Th. M. Rassias) στο Τμήμα Μαθηματικών του University of La Verne (Καλιφόρνια) και εκδόθηκε με τον τίτλο Topics in Mathematical Analysis and Differential Geometry από τον εκδοτικό οίκο World Scientific το 1998 καθώς και σε άλλα βιβλία του. Η πολυδιάστατη καταστασιακή και, γενικώς, ιστορική επίγνωση που τον χαρακτηρίζει έχει ενισχυθεί από το επαγγελματικό του υπόβαθρο ως εταίρου της ιδιωτικής εταιρείας πολιτικών και οικονομικών πληροφοριών και αναλύσεων R–Techno International Ltd (Μόσχα), ως διδάκτορα φιλοσοφίας της Academia Teológica de San Andrés της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (Βερακρούζ, Μεξικό) και ως συμβούλου νοοπολιτικής και μαθηματικού μοντελισμού (οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων). Στην Ελλάδα, είναι συγγραφέας του εκδοτικού οίκου ΚΨΜ (https://kapsimi.gr), από τον οποίο κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τον τίτλο Πιάνοντας τον Ταύρο από τα Κέρατα: Αιτίες, Συνέπειες και Προοπτικές στην Πολιτειολογία και στην Πολιτική Οικονομία (2022).