Τα τελευταία χρόνια και δυστυχώς σε ορισμένους τομείς μάλλον καθυστερημένα, η ανθρωπότητα έχει συνειδητοποιήσει ότι σημαντικές αλλαγές έχουν κάνει αισθητή και μάλιστα κατά επιτακτικό τρόπο την παρουσία τους στη Γη. Πρόκειται για τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί ο πλανήτης μας, τη συνεχή δηλ. υποβάθμιση τόσο του φυσικού, όσο και αυτού που αποκαλείται ανθρωπογενές περιβάλλον.
Η διαδικασία υποβάθμισης του περιβάλλοντος, σε όλες του τις εκφράσεις, διανύει εδώ και καιρό, αρνητική, εκθετικά μάλιστα, πορεία, με αποτέλεσμα να έχει φτάσει σήμερα σε οριακά για την ίδια την επιβίωση στον πλανήτη μας επίπεδα. Μας το επιβεβαιώνουν οφθαλμοφανή φαινόμενα όπως: εξάντληση των φυσικών πόρων, αλλοίωση και καταστροφή των οικοσυστημάτων, μείωση του αριθμού ή και εξαφάνιση ειδών της πανίδας και της χλωρίδας, επιβάρυνση του ρυπαντικού φορτίου, φθορά της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας και, το σημαντικότερο (ίσως), η κλιματική αλλαγή.
Φέρουσα ικανότητα της Γης και αναπτυξιακή στρατηγική
Σήμερα όλα τα μεγέθη, οικονομικά, κοινωνικά, δημογραφικά, πολιτισμικά κ.λπ. σε θεωρητικό, αλλά κυρίως σε πρακτικό επίπεδο, καταδεικνύουν ότι η επικρατούσα θεωρία της «άνευ ορίων ανάπτυξης», που αποτελούσε κανόνα για αιώνες, έχει πλέον καταρριφθεί. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται με συγκεκριμένα μοντέλα τα οποία δεν έλαβαν/λαμβάνουν υπόψη τους μια θεμελιώδη ιδιότητα του πλανήτη μας: αυτή της φέρουσας ικανότητάς του, που αναφέρεται στο μέγεθος των πληθυσμών (ειδών), συμπεριλαμβανομένου και του Homo sapiens-sapiens, που μπορούν να στηρίξουν τα αποθέματα πρώτων υλών και οι βιογεωχημικοί κύκλοι της Γης. Η άποψη, προϊόν της ανθρωποκεντρικής αντίληψης, ότι διατηρούμε το δικαίωμα να εννοούμε την οικονομική ανάπτυξη αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της υπηρεσίας εξυπηρέτησης κανόνων που έχουμε εμείς θεσπίσει, φαίνεται ότι έχει αρχίσει να αυτο-διαψεύδεται.
Οι αρχές-επιταγές της αειφορίας
Η παραδοχή των παραπάνω δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόκληση για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης επικεντρώνεται στην προσπάθεια εναρμόνισης των οικονομικών και κοινωνικών στόχων με την οικολογική διαχείριση του περιβάλλοντος. Διαπιστώνεται ότι είναι πιο λογικό και εκ των πραγμάτων αναγκαίο να προσβλέπουμε σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν στηρίζεται στην καταστροφή του περιβάλλοντος και την αλόγιστη κατανάλωση των φυσικών πόρων, αλλά σε μια οικολογικά συνετή διαχείριση του χώρου, της ενέργειας, των φυσικών υλών, το σχεδιασμό και επιλογή της κατάλληλης τεχνολογίας και το οποίο θα συνδέει κοινωνικοοικονομικούς με οικολογικούς στόχους, το μοντέλο της αειφορικής ανάπτυξης.
Οικοανάπτυξη είναι μια πορεία ανάπτυξης που στοχεύει στο να ικανοποιηθούν οι βασικές ανάγκες των κοινωνιών ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να αποκατασταθεί αληθινή συμβίωση μεταξύ ανθρώπου και πλανήτη. Ο όρος σταθερή, βιώσιμη ή αειφόρος ανάπυξη δεν υπονοεί μια καθορισμένη κατάσταση αρμονίας αλλά μάλλον μια δυναμική πορεία δηλ. μια εξελικτική διαδικασία στην οποία η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η κατεύθυνση των επενδύσεων, ο προσανατολισμός της τεχνολογικής ανάπτυξης και των θεσμικών αλλαγών καθώς και το μέγεθος του πληθυσμού βρίσκονται σε αρμονία με το μεταβαλλόμενο παραγωγικό δυναμικό του οικοσυστήματος.
Η επιτυχία μιας αειφορικής, αναπτυξιακής πολιτικής στηρίζεται στα χαρακτηριστικά της και στις προδιαγραφές που θέτει αυτή η νέου τύπου θεώρηση των σχέσεων περιβάλλον-ανάπτυξη, όπως ότι: η έννοια περιβάλλον βρίσκεται σε οργανική σύνδεση με την έννοια της ανάπτυξης σε όλες τις προθέσεις, τους σκοπούς και τις ενέργειες, θεωρεί το περιβάλλον ως ολότητα, με την ευρύτερη έννοια δηλ. τη φυσική και την πολιτιστική, στηρίζεται σε μια συνετή διαχείριση του περιβάλλοντος και συνδέει οικονομικούς, κοινωνικούς και οικολογικούς στόχους, επιδιώκει την πρόοδο σε παγκόσμιο και όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, αποβλέποντας όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον, προϋποθέτει την πλήρωση των βασικών αναγκών όλων και επεκτείνει σε όλους την ευκαιρία να εκπληρώνουν τις φιλοδοξίες τους για καλύτερη ζωή, χωρίς να αφαιρεί από τις επόμενες γενιές το δικαίωμα να καλύπτουν τις δικές τους ανάγκες.
Η ανάγκη απόκτησης περιβαλλοντικού ήθους
Ικανή και αναγκαία συνθήκη όμως για την προώθηση του μοντέλου της αειφόρου ανάπτυξης είναι η αποδοχή νέων ηθών και προτύπων συμπεριφοράς που θα βοηθήσουν άτομα και λαούς να αντιμετωπίσουν τις γρήγορα μεταβαλλόμενες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές πραγματικότητες. Η διαμόρφωση ενός νέου πλανητικού-περιβαλλοντικού ήθους είναι από τα απαραίτητα ζητούμενα για οποιουδήποτε είδους περιβαλλοντική πολιτική.
Στο πλαίσιο των παραπάνω προβληματισμών εντάσσεται και ο ρόλος του σχολείου που, ως θεσμός, αποτελεί μηχανισμό για την προώθηση της πολιτιστικής και κοινωνικής εξέλιξης. Η επένδυση στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (ΠΕ), αποτελεί τον πλέον πρόσφορο, έγκυρο και σίγουρο τρόπο δημιουργίας του «νέου πολίτη», που θα διαμορφώσει τα πεπρωμένα της μελλοντικής, καλύτερης, ευχόμαστε, κοινωνίας.
Με αυτή τη λογική η ΠΕ στην ανανεωμένη της μορφή, ως Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία, συμμετέχει στη δημιουργία ενός αειφόρου μέλλοντος εφόσον: αποτελεί παιδαγωγική πρόκληση, υιοθετεί και προωθεί προσεγγίσεις, στρατηγικές και «διδακτικά» μοντέλα που δε χρησιμοποιούνται από την παραδοσιακή εκπαίδευση, ευνοεί το διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές γνώσης (θεωρητικής, εμπειρικής-βιωματικής, παραδοσιακής κ.λπ.), τη σύγκλιση της θεωρίας με την πράξη, προετοιμάζει τις νέες γενιές να προσδιορίζουν αυτόνομα το παρόν τους και να επαγρυπνούν για το μέλλον των γενεών που θα έρθουν, αντί να προσαρμόζονται σε επιλογές και επιταγές προηγούμενων γενεών.
Είναι αυτονόητο και φανερό ότι μια τέτοιας μορφής Εκπαίδευση
δεν αποτελεί ούτε απλή ούτε εύκολη διαδικασία, Ανεξάρτητα όμως από τις δυσκολίες εφαρμογής της η επίτευξη των στόχων της δηλ. η διαμόρφωση συνειδητών πολιτών, ικανών να προτείνουν λύσεις και να μετέχουν στη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων για την προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος, αποτελεί την πλέον ελπιδοφόρα επένδυση για ένα καλύτερο, περιβαλλοντικά, μέλλον.
Κείμενο: Απόστολος Ν. Κατσίκης Ομ. Καθηγητής Γεωγραφικής και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Παν/μίου Ιωαννίνων