Η πρόσφατη μελέτη της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με τίτλο «Εξέλιξη στοιχείων βεβαίωσης ΦΠΑ και ηλεκτρονικών πληρωμών ανά κλάδο 2024/2023», αναδεικνύει τη θεαματική άνοδο των κρατικών εσόδων από τον ΦΠΑ και τη βελτίωση της διαφάνειας στις συναλλαγές. Παράλληλα, καταγράφει τους τέσσερις κλάδους που επωφελήθηκαν περισσότερο από την εκτεταμένη χρήση POS, με την εστίαση, τα ταξί, τα καταλύματα και τα συνεργεία αυτοκινήτων να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση στον καταβαλλόμενο ΦΠΑ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι υπηρεσίες εστίασης σημείωσαν αύξηση 37,9% στα ποσά ΦΠΑ, τα ταξί 32,9%, τα καταλύματα 19,7% και τα συνεργεία αυτοκινήτων 19,4%. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργο Πιτσιλή, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, συμπεριλαμβανομένων του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Κωστή Χατζηδάκη, του Υπουργού Κυριάκου Πιερρακάκη και του Υφυπουργού Γιώργου Κώτσηρα.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας
Η ανάλυση της ΑΑΔΕ καταλήγει σε τρία κύρια συμπεράσματα:
-
Η συμβολή της υποχρεωτικής διασύνδεσης POS – ταμειακών μηχανών
Η πλήρης εφαρμογή του μέτρου για όλους τους υπόχρεους επέφερε ουσιαστική αύξηση στη φορολογητέα ύλη, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών. Από τα επιπλέον 8,3 δισ. ευρώ που καταγράφηκαν σε ηλεκτρονικές πληρωμές, τα 7,5 δισ. ευρώ αφορούν συναλλαγές στον τριτογενή τομέα. -
Αύξηση εσόδων από ΦΠΑ και αποκάλυψη αδήλωτων συναλλαγών
Η εντατική χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών επέφερε σημαντική μείωση της παραοικονομίας, ενισχύοντας τα κρατικά ταμεία κατά τουλάχιστον 500 εκατομμύρια ευρώ από τον ΦΠΑ. Παράλληλα, η αύξηση των δηλωθέντων εσόδων συνεπάγεται υψηλότερα αναμενόμενα έσοδα από φόρο εισοδήματος την επόμενη χρονιά. -
Βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και της εισπραξιμότητας
Ο συνδυασμός της αύξησης του βεβαιωθέντος ΦΠΑ και της σταθερής εισπραξιμότητας τεκμηριώνει την αποτελεσματικότητα των μέτρων της κυβέρνησης και της ΑΑΔΕ. Μάλιστα, τουλάχιστον το 1/3 της συνολικής αύξησης των εσόδων από ΦΠΑ μεταξύ 2022-2024 αποδίδεται στη βελτίωση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων.
Οι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, τόνισε ότι η μελέτη αποδεικνύει τη στοχευμένη προσπάθεια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Υπογράμμισε πως η χώρα έχει ήδη μειώσει το ποσοστό του ΦΠΑ που χάνεται από το 2018 έως το 2022, ενώ από το 2023 και έπειτα οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες απέδωσαν πρόσθετα φορολογικά έσοδα ύψους 2 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι δράσεις αυτές έχουν κοινωνικό πρόσημο, καθώς επέτρεψαν τη μείωση 72 διαφορετικών φόρων από το 2019, ενώ θα συνεχιστούν και το 2024 με περαιτέρω παρεμβάσεις που θα ανακοινωθούν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, ανέδειξε τη σημασία της μελέτης, η οποία αποτυπώνει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας και την αποτελεσματικότητα της ψηφιοποίησης στις συναλλαγές. Όπως επεσήμανε, η αύξηση της φορολογικής ύλης κατά 22 δισ. ευρώ και του βεβαιωθέντος ΦΠΑ κατά 2,6 δισ. ευρώ επιτρέπει τη στήριξη κρίσιμων τομέων, όπως η υγεία, η παιδεία και οι υποδομές. Ο ίδιος υπογράμμισε πως η ΑΑΔΕ πλέον παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τη ροή των συναλλαγών, γεγονός που ενισχύει τον έλεγχο και μειώνει τα περιθώρια φοροδιαφυγής.
Ο Διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής, χαρακτήρισε το 2024 ως χρονιά-ορόσημο, καθώς ολοκληρώθηκε η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές και ενισχύθηκε η χρήση του συστήματος myDATA. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών καταδεικνύει ότι η μετάβαση στη ψηφιακή εποχή δεν αποτελεί απλή τάση, αλλά μια πραγματικότητα που διασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια και περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Η ψηφιακή οικονομία αλλάζει το τοπίο
Η καθολική εφαρμογή των ηλεκτρονικών πληρωμών και η διασύνδεση POS – ταμειακών μηχανών αποδεικνύονται κρίσιμα εργαλεία για την ενίσχυση των δημόσιων εσόδων. Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ επιβεβαιώνουν ότι η στρατηγική της κυβέρνησης και των οικονομικών αρχών αποδίδει καρπούς, διαμορφώνοντας ένα πιο δίκαιο και διαφανές φορολογικό σύστημα.
Η πρόκληση τώρα έγκειται στη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση των μέτρων αυτών, με στόχο τη διαρκή βελτίωση της συμμόρφωσης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, διασφαλίζοντας παράλληλα ένα σταθερό και προβλέψιμο οικονομικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες.