Ανάμικτα είναι τα μηνύματα που εκπέμπει η ελληνική αγορά εργασίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, καθώς παρά το θετικό ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, παρατηρείται επιβράδυνση της δυναμικής δημιουργίας νέων θέσεων σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
Συγκεκριμένα, το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης για το τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2025 καταγράφηκε θετικό, με τις προσλήψεις να ξεπερνούν τις απολύσεις κατά 53.156. Ωστόσο, αυτό το νούμερο είναι χαμηλότερο κατά 3.079 θέσεις σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024, σηματοδοτώντας μια υποχώρηση στον ρυθμό δημιουργίας νέων θέσεων.
Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και στον Μάρτιο του 2025, μήνα παραδοσιακά ισχυρό λόγω της έναρξης των προσλήψεων για την τουριστική σεζόν. Αν και το ισοζύγιο του Μαρτίου ήταν θετικό κατά 44.661 νέες θέσεις (245.253 προσλήψεις έναντι 200.592 απολύσεων), η επίδοση αυτή υπολείπεται αισθητά των 63.689 νέων θέσεων που δημιουργήθηκαν τον Μάρτιο του 2024. Η φετινή εικόνα του Μαρτίου είναι χειρότερη κατά 19.028 θέσεις σε σχέση με πέρυσι, συνεχίζοντας την επιβράδυνση που παρατηρήθηκε και το 2024.
Ανησυχία προκαλεί η εικόνα στον κλάδο της εστίασης, έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος κατέγραψε απώλειες θέσεων εργασίας τον Μάρτιο. Παράλληλα, σε επίπεδο τριμήνου, ενώ οι προσλήψεις αυξήθηκαν συγκριτικά με το 2024, οι απολύσεις αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο.
Ως προς τον τύπο απασχόλησης, τον Μάρτιο του 2025, η πλειονότητα των προσλήψεων (57,83%) αφορούσε πλήρη απασχόληση, μια βελτίωση σε σχέση με προηγούμενους μήνες. Ωστόσο, σε επίπεδο τριμήνου, η ευέλικτη απασχόληση (μερική ή εκ περιτροπής) συνεχίζει να αφορά πάνω από το 45% των νέων προσλήψεων, συχνά με χαμηλές αμοιβές.
Σε ηλικιακό επίπεδο, παρατηρείται ένα «γκριζάρισμα» του εργατικού δυναμικού, με τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας να δημιουργούνται στις ηλικίες 45-64 και 30-44 ετών. Αντίθετα, οι νέοι 25-29 ετών επωφελούνται λιγότερο, φαινόμενο που, σύμφωνα με αναλύσεις του ΚΕΠΕ, οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού και στο φαινόμενο του brain drain της οικονομικής κρίσης.
Η αγορά εργασίας εμφανίζει επίσης μια πρόκληση: την ύπαρξη χιλιάδων κενών θέσεων παρά την ανεργία που, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, ανέρχεται στο 8,6%. Ενώ ο αριθμός των κενών θέσεων μειώθηκε το δ’ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το 2023, παραμένει σημαντικός. Σύμφωνα με ειδικούς, η αύξηση των κενών θέσεων μπορεί να είναι θετικός δείκτης οικονομικής ανάκαμψης, καθώς ανεργία και κενές θέσεις τείνουν να κινούνται αντίστροφα.
Οι βασικές αιτίες για την αδυναμία κάλυψης των κενών θέσεων και την αναντιστοιχία δεξιοτήτων (skills mismatch) εντοπίζονται στις δημογραφικές μεταβολές, τη μετανάστευση νέων στο εξωτερικό (brain drain), την αναντιστοιχία μεταξύ προσφερόμενων και απαιτούμενων δεξιοτήτων, καθώς και στη χαμηλή ελκυστικότητα συγκεκριμένων επαγγελμάτων (όπως τουρισμός, εστίαση, γεωργία) λόγω χαμηλών αμοιβών και δύσκολων συνθηκών εργασίας.
Κλάδοι όπως τα καταλύματα και η εστίαση, οι κατασκευές και οι επαγγελματικές δραστηριότητες εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά κενών θέσεων. Η ψηφιακή μετάβαση αναμένεται να δημιουργήσει νέες θέσεις, αλλά η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων, με μεγάλο ποσοστό εργαζομένων να χρειάζεται να αναπτύξει ψηφιακές δεξιότητες. Το πρόβλημα εύρεσης προσωπικού συνδέεται επίσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την αδυναμία διατήρησης εργαζομένων, αναδεικνύοντας τη σημασία των αμοιβών, συνθηκών και προοπτικών ανέλιξης.