Η αγορά κατοικίας στην Αττική το 2025 διαμορφώνει ένα τοπίο έντονων αντιθέσεων, με τη μητροπολιτική περιοχή να κινείται πλέον σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μία πλευρά κυριαρχεί η πολυτέλεια της παραλιακής ζώνης και των ακριβών συνοικιών, ενώ από την άλλη αναπτύσσονται οι οικονομικότερες αλλά παραμελημένες γειτονιές, όπου το κόστος ζωής και η ποιότητα καθημερινότητας διαφοροποιούνται σημαντικά.
Στις ακριβές περιοχές, τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Η Βουλιαγμένη κρατά τα σκήπτρα με μέση ζητούμενη τιμή 7.273 ευρώ ανά τ.μ., αναδεικνυόμενη σε σημείο παγκόσμιας πολυτέλειας, εφάμιλλο με τη Ριβιέρα της Γαλλίας ή το Μαϊάμι. Ακολουθούν η Βούλα με 6.034 ευρώ/τ.μ., και οι Γλυφάδα και Ελληνικό, που χάρη στην ανάπλαση του Ελληνικού εκτοξεύονται πάνω από τα 5.300 ευρώ/τ.μ. Ακόμη και στο κλασικό κέντρο της Αθήνας, το Κολωνάκι και ο Λυκαβηττός κρατούν τη διαχρονική τους αίγλη, με τιμές γύρω στα 5.000 ευρώ/τ.μ.
Η ζήτηση επικεντρώνεται κυρίως σε αγοραστές υψηλής αγοραστικής δύναμης, όπως επενδυτές από το εξωτερικό, κάτοχοι golden visa και εύπορους Έλληνες, που αναζητούν ακίνητα υψηλών προδιαγραφών με προνομιακή θέα και άμεση πρόσβαση σε υποδομές.
Ωστόσο, πέρα από τα λαμπερά προάστια, ξεπροβάλλει μια άλλη εικόνα. Στην Αγία Βαρβάρα, η μέση τιμή αγγίζει μόλις τα 1.260 ευρώ/τ.μ., με τον Βαρνάβα, τις Αχαρνές και τα Πατήσια να κινούνται κοντά στα 1.400–1.600 ευρώ/τ.μ. Οι περιοχές αυτές, εκτός του χάρτη των μεγάλων επενδύσεων, αντιμετωπίζουν προβλήματα υποδομών, κυκλοφοριακής επιβάρυνσης και περιορισμένων δυνατοτήτων αστικής αναβάθμισης.
Η μεγάλη ψαλίδα στις τιμές δημιουργεί ανησυχίες. Από τη μία, οι οικονομικές συνοικίες προσελκύουν νέους αγοραστές με περιορισμένο κεφάλαιο ή επενδυτές που αναζητούν χαμηλό ρίσκο. Από την άλλη, το χαμηλότερο κόστος συνοδεύεται συχνά από χαμηλότερη ποιότητα ζωής και αυξημένες αστικές προκλήσεις.
Η αγορά ακινήτων της Αττικής βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Θα συνεχίσει να διχάζεται σε μια “πόλη δύο ταχυτήτων” ή θα αναπτύξει νέες, πιο ισορροπημένες ζώνες κατοικίας; Η απάντηση θα κριθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς έργα υποδομής και οι συνολικότερες οικονομικές συνθήκες θα διαμορφώσουν το νέο πρόσωπο της πρωτεύουσας.
Προς το παρόν, η εικόνα της Αττικής παραμένει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό αντιθέσεων.