Η πρόσφατη απόφαση να καταργηθεί η ομάδα εργασίας που θα διαμόρφωνε το πλαίσιο φορολόγησης των κρυπτονομισμάτων αποτελεί μία αιφνιδιαστική εξέλιξη, που φέρνει ξανά στο προσκήνιο την αβεβαιότητα γύρω από το ζήτημα. Παρότι είχε ανακοινωθεί η συγκρότηση της ομάδας για τον καθορισμό των κανόνων, το έργο της πλέον ματαιώνεται, αφήνοντας το πεδίο των κρυπτονομισμάτων στο φορολογικό σύστημα αχαρτογράφητο.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη από τις αγοραπωλησίες κρυπτονομισμάτων εξακολουθούν να βρίσκονται σε μια γκρίζα ζώνη, καθώς δεν υπάρχει καμία σαφής ρύθμιση για τη φορολόγησή τους. Επιπλέον, το τοπίο είναι εξίσου θολό σε σχέση με την κάλυψη τεκμηρίων από τα κέρδη αυτά, προκαλώντας σύγχυση στους φορολογούμενους.
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση ενός ζευγαριού που πρόσφατα βρέθηκε αντιμέτωπο με την εφορία, όταν επικαλέστηκε κέρδη από κρυπτονομίσματα για να καλύψει τεκμήρια. Παρά τα προσκομισθέντα δικαιολογητικά, η Διεύθυνση Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών απέρριψε το αίτημα, επικαλούμενη την απουσία συγκεκριμένης νομοθεσίας που να καλύπτει τέτοιες περιπτώσεις.
Στην Ευρώπη, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη, καθώς η απουσία μιας σαφούς Κοινοτικής Οδηγίας καθιστά το πεδίο των κρυπτονομισμάτων ιδιαίτερα ασαφές και δύσκολα διαχειρίσιμο από τις εθνικές αρχές. Το μόνο που υπάρχει μέχρι στιγμής είναι μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που εξαιρεί τις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα από τον ΦΠΑ, αλλά αυτό απέχει πολύ από το να αποτελεί μια ολοκληρωμένη φορολογική πολιτική.
Με την ομάδα εργασίας να καταργείται και το ζήτημα να επανεξετάζεται σε άγνωστο μέλλον, το κενό που αφήνεται πίσω της δημιουργεί αβεβαιότητα στους επενδυτές και τους φορολογούμενους, ενώ αναδεικνύει την ανάγκη για μια ξεκάθαρη και συνεπή νομική προσέγγιση στον τομέα των κρυπτονομισμάτων.