Η DBRS αναβάθμισε την Παρασκευή (7 Μαρτίου 2025) την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας σε BBB (από BBB χαμηλό), ενώ παράλληλα βαθμολόγησε τις προοπτικές ως ουδέτερες αντί για θετικές. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται θετική, ωστόσο έχει και συγκεκριμένους περιορισμούς, καθώς η νέα βαθμολόγηση σημαίνει ότι δεν αναμένεται άλλη αναβάθμιση μέσα στους επόμενους 18 μήνες.
Ο υπουργός Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ερμηνεύει την απόφαση ως ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνητικές πολιτικές, ωστόσο η έκθεση της DBRS αποδίδει την αναβάθμιση κυρίως στη βελτίωση του τραπεζικού κλάδου.
Οι παράγοντες της αναβάθμισης
Σύμφωνα με την DBRS, οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στην αναβάθμιση είναι:
- Η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία πλέον διαχειρίζονται servicers με κρατικές εγγυήσεις ύψους 23 δισ. ευρώ μέσω του προγράμματος «Ηρακλής».
- Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, κυρίως μετά τις πωλήσεις συμμετοχών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
- Η μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Παρόλα αυτά, οι αναλυτές της DBRS επισημαίνουν ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό, παρά τη μείωσή του, ενώ οι γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ελληνική οικονομία, ειδικά μέσω των εξαγωγών.
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο αφορά την αυξημένη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές πρώτων υλών, γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής και επηρεάζει συνολικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αξιολόγηση με βάση τα ESG κριτήρια
Η έκθεση της DBRS ενσωματώνει και αξιολογήσεις βάσει περιβαλλοντικών, κοινωνικών και κυβερνητικών κριτηρίων (ESG).
- Στον κοινωνικό τομέα, η Ελλάδα υπολείπεται του μέσου όρου του ευρωσυστήματος, κυρίως σε ζητήματα Ανθρώπινου Κεφαλαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
- Στον κυβερνητικό τομέα, η χώρα εμφανίζει χαμηλές επιδόσεις σε θέματα Κράτους Δικαίου, Διαφάνειας, Δωροδοκίας και Διαφθοράς, γεγονός που προβληματίζει τους οίκους αξιολόγησης.
Η Ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και οι προκλήσεις
Η DBRS θεωρεί ότι η εξωτερική θέση της Ελλάδας είναι πιο ανθεκτική από το παρελθόν, ωστόσο εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από:
- Έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών.
- Υψηλή αρνητική Καθαρή Διεθνή Επενδυτική Θέση (NIIP), που την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές.
Η πολιτική παράμετρος και η σταθερότητα της κυβέρνησης
Η πολιτική σταθερότητα αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η DBRS καταγράφει τη μειωμένη στήριξη προς τη Νέα Δημοκρατία μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, αν και η κυβέρνηση διαθέτει ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Για να διατηρηθεί το θετικό κλίμα και να εξασφαλιστεί περαιτέρω πρόοδος, η DBRS θεωρεί κρίσιμη:
- Τη διατήρηση της κοινοβουλευτικής σταθερότητας.
- Την προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
- Την ενίσχυση του συστήματος Υγείας.
- Τη βελτίωση της Δικαιοσύνης.
- Την επιτάχυνση της απορρόφησης κοινοτικών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF).
Τι αναμένεται από τη Moody’s και τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης
Εν όψει της επικείμενης αξιολόγησης από τη Moody’s την Παρασκευή 14 Μαρτίου, παραμένει αβέβαιο αν η πολιτική κατάσταση θα επηρεάσει την ετυμηγορία του οίκου. Η Moody’s έχει διατηρήσει την Ελλάδα μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική κατηγορία, συνήθως ακολουθώντας τις αξιολογήσεις των Standard & Poor’s και Fitch.
Οι επόμενες κρίσιμες ημερομηνίες είναι:
- 18 Απριλίου: Αξιολόγηση από την S&P.
- 16 Μαΐου: Αξιολόγηση από τη Fitch.
- 19 Σεπτεμβρίου: Επόμενη αξιολόγηση της Moody’s.
Μια πιθανή αναβάθμιση από τη Moody’s σε αυτό το στάδιο θεωρείται απίθανη, καθώς η εταιρεία τείνει να περιμένει τις κινήσεις των άλλων μεγάλων οίκων προτού προβεί σε σημαντικές αλλαγές.
Η αναβάθμιση από την DBRS αποτελεί θετική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, ενισχύοντας την αξιοπιστία της στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο, τα ουδέτερα outlooks και οι επισημάνσεις του οίκου για τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.
Το αν η Ελλάδα θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία στις διεθνείς αξιολογήσεις θα εξαρτηθεί από τη σταθερότητα της κυβέρνησης, την ορθή διαχείριση των οικονομικών πολιτικών και την ταχύτητα υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων.