Αυξημένη ανθεκτικότητα αλλά και αρνητικές επισφάλειες παρουσιάζει το ελληνικό δημόσιο χρέος, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), με την χώρα να απαιτείται να επιδείξει ιδιαίτερη «σύνεση» στη δημοσιονομική της διαχείριση, χωρίς χαλάρωση, καθώς οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας επιφέρουν δανεισμό σε όρους αγοράς, γεγονός που ενέχει κινδύνους.
Ως εκ τούτου, η Τράπεζα επισημαίνει πως η επόμενη δεκαετία είναι κρίσιμη για την Ελλάδα, καθώς η χώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί όσο μπορεί το υφιστάμενο καθεστώς δανεισμού, σπεύδοντας προς την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκλιμάκωση του χρέους.
Πιο αναλυτικά, αν και οι πρόσφατες επιδόσεις της Ελλάδας είναι σημαντικές με αισθητή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ το 2023, πορεία που αναμένεται να συνεχιστεί και στο 2024 με μείωση σε 152,3% του ΑΕΠ και με την πρώτη ονομαστική μείωση χρέους από το 2019, εκτιμάται πως θα είναι ο βραδύτερος ρυθμός μείωσης της τελευταίας τριετίας.
Ως αιτία αναδεικνύεται, η επιβράδυνση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ η οποία αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Στο βασικό σενάριο της ΤτΕ, όπου σημειώνεται επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων που είναι και κεντρικά ζητούμενα για το οικονομικό επιτελείο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ τίθεται σε σταθερή καθοδική τροχιά, η οποία ανακόπτεται προσωρινά μόνο το 2033 καθώς τότε είναι η λήξη της αρχικά 10ετούς και εν συνεχεία 20ετούς περιόδου αναβολής πληρωμών τόκων σε δάνεια ύψους περίπου 96 δισ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί από το EFSF μεταξύ 2012 και 2014.
Αν και οι αναβαλλόμενες δαπάνες των τόκων των μνημονιακών δανείων αποτυπώνονται μεν στις ετήσιες δημόσιες δαπάνες, εντούτοις δεν προσμετρούνται στο δημόσιο χρέος, στο οποίο θα προστεθούν κατά τη λήξη της περιόδου αναβολής.
Με βάση τις υποθέσεις του βασικού σεναρίου, οι συσσωρευμένοι αναβαλλόμενοι τόκοι που θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος το 2033 ανέρχονται σε περίπου 27 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ του ίδιο έτους.
Οι κίνδυνοι
Έτσι, όπως επισημαίνει η Τράπεζα, παρόλη την αυξημένη ανθεκτικότητα που παρουσιάζει το ελληνικό δημόσιο χρέος βραχυπρόθεσμα, υπάρχει μια σειρά από αρνητικές επισφάλειες μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα και απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων.
Η ΤτΕ αναφέρει πως σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης, αποδυναμώνοντας σταδιακά την αρχικά ευεργετική επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.
Τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους πλησιάζουν προς το τέλος τους
Η έκθεση υπογραμμίζει πως χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους, τονίζοντας ότι τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους δεν είναι μόνιμα.
Αναφέρει πως η σταδιακή αναχρηματοδότηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο, στον κίνδυνο αγοράς και στον κίνδυνο αναχρηματοδότησης, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Επομένως, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων με την ΤτΕ να εκτιμά πως η ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων θα διασφαλίσει όχι μόνο τη διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και την περαιτέρω βαθμιαία βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας, αναφέρει η έκθεση.