Ο Χρόνος, την περίοδο των έκτακτων μέτρων για το Χτικιό της Κίνας, αν μη τι άλλο, είχε κάνει μια επίμονη στάση. Η αλήστου μνήμης, εποχή του “Μένουμε Σπίτι”.
Σα να ζούσες στο κενό, μεταξύ “Συρμού και Αποβάθρας”. Έξω βασίλευε αυτή η αφύσικη ησυχία, που έκανε τα ζωύφια των υπονόμων να τολμούν να ξεμυτάνε στην επιφάνεια ελεύθερα, ενώ μέσα, μια χαύνα απραγία.
Η περίφημη “Ροή” που θα ακούσεις να λένε οι διάφοροι βαρεμένοι οπαδοί της θεωρίας του Σύμπαντος, του, πόσο “Είμαστε όλοι ένα” και του Διαλογισμού, (Που μ έναν απλό αναγραμματισμό, του τελευταίου, θα δεις να σου χαμογελάει στο βάθος της, ο εξαποδώ αυτοπροσώπως), είχε διακοπεί επ αόριστο. Και μου κάνει μεγάλη εντύπωση το πως, κανείς, απ’ αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε “Πνευματικό Κόσμο” δεν είχε να δώσει μια πειστική και από καρδιάς, απάντηση για όλο αυτό που περνούσαμε. Έβλεπες μονάχα, μια μονότονη ευθυγράμμιση όλων, με το επίσημο αφήγημα. Κάτι, που ομολογώ πως βρήκα, άκρως απογοητευτικό.
Μα ένας αυτού του σιναφιού, να μη βρίσκεται να να δει τούτο το φαινόμενο κοντοστέκοντας, για λίγο, έξω απ’ αυτό; (Τέτοια ομοψυχία;)
Το διάστημα της πανδημίας, είδαμε να κάμπτεται όσο ποτέ άλλοτε, η ατομική κρίση και οπτική ή, για να’ μαι λίγο και της μοδός, “Το δικαίωμα” κάποιου σε αυτήν.
Το άτομο, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, έφθασε να παπαγαλίζει τα ίδια ακριβώς σλόγκαν με αυτά που άκουγες να μεταδίδονται την περίοδο εκείνη, από τις Τηλεοράσεις. Ένας απ’ αυτούς, ομολογώ ότι υπήρξα και εγώ τον πρώτο εκείνο τέρμα φοβιστικό, καιρό των εγκλεισμών. Αν και ο καθένας απάνθρωπα μόνος του στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, εν τούτοις, μας έκαναν να πιστέψουμε ότι για λίγο, ήμασταν όλοι μαζί. Ένα “Μαζί”, αλλά χωρίς κανέναν δίπλα μας. Εξαιρετικό”.
Αυτά, και άλλα πολλά ακόμα, περιγράφονται χωρίς καμιά πολιτοκορθή αυτολογοκρισία, στα “Χρονικά της Κίτρινης Μέρας”.
♦Τον πρώτο μήνα του προληπτικού εγκλεισμού, είχες την αίσθηση ότι το απόγευμα έξω, έπεφτε δυο τόνους πιο σκούρο. Περιμέναμε σα καλά και υπάκουα παιδιά μπροστά απ την τηλεόραση, να δούμε το Τραπέζι των Ειδικών. Οι κερατάδες, έκαναν σα να μας αγαπούσαν, όχι όλους μαζί, αλλά τον καθέναν από μας ξεχωριστά.
Η τελευταία λέξη στον τομέα της μαζικής κοροϊδίας.
Η ασθενής μου στον καναπέ του σαλονιού, άκουγε χωρίς να αντιλαμβάνεται (Ευτυχώς) τι έλεγαν. Η αντίληψη της είχε σηκώσει άγκυρα για, “ένας Θεός ξέρει που” και δεν την έφθαναν πια οι ειδήσεις του Κόσμου και ο Πανικός.
Εγώ πάλι, και άκουγα και αντιλαμβανόμουν, αλλά είχα ήδη τρομοκρατηθεί τόσο πολύ απ τα χουνέρια της ασθένειας της, που δεν περίσσευε στο κεφάλι μου χώρος να ανησυχήσω και για το “Χτικιό της Κίνας”.
Το κορίτσι που είχα βρει για να φροντίζει την ασθενή μου, ήταν μια υπέρβαρη εικοσιοκτάχρονη κάτοικος Βύρωνα με βλέμμα επιδέξιου αρπακτικού και φαντασιώσεις νεόπλουτης, αν έκρινα απ τη πανάκριβη συσκευή τηλεφώνου που κάθε τόσο έβγαζε να χαζέψει παράλληλα με το ξεσκάτισμα.
“Τι θα φάει σήμερα η γιαγιά;” ρώτησε δείχνοντας τη μάνα μου. Δε μ άρεσε να αποκαλούν έτσι την ασθενή μου.
“Βλέπεις κανένα εγγονάκι να τρέχει ανέμελα εδώ μέσα;” ρώτησα παίρνοντας το πολύ αυστηρό μου.
“Όχι”.
“Τότε κόψε το “Γιαγιά”, είναι η Μάνα μου, σκέτο”.
♦ Καθώς η ζωή, θα άρχιζε, απ’ το πολύ του να προσέχεις μη τη χάσεις, να μοιάζει όλο και λιγότερο με ζωή, θα έπιανες τον εαυτό σου να παραιτείται σιγά, σιγά της προσπάθειας. Αρχής γενομένης απ’ τα μικροπράγματα. Πλημμελής υγιεινή χεριών, βαθιές εισπνοές χωρίς κάλυμμα σε χώρους όπου θα ‘βλεπες αγνώστους να βήχουν σαν παλιάλογα. Θα γύρευες να παραδώσεις ο ίδιος τον εαυτό σου στην ζεστή αγκαλιά της ασθένειας, όπως ο κακούργος που, αφού πρώτα είχε διαπράξει το Τέλειο χωρίς πίσω του ίχνη, Έγκλημα, βαρέθηκε να διαφεύγει της Τσιμπίδας του Νόμου και από πλήξη, καταδίδει τον εαυτό του σα να επρόκειτο για κάποιον άλλο.
♦ Στάθηκα και περίμενα ταξί δίπλα απ’ τις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Δεν έμοιαζαν και τόσο αξιοπρόσεκτες στο φως της μέρας.
Όλη αυτή η απαθής κυκλοφορία, η άσφαλτος και οι κρεμασμένες μούρες των περαστικών αποδυνάμωναν κάπως, την ιστορικότητα του μνημείου.
Έβγαλα το μπουκαλάκι με το ζελατινοειδές αντισηπτικό. Έριξα λίγο στις χούφτες μου και τις έτριψα μεταξύ τους σα να έκανα παντομίμα τη διάσημη σκηνή του Πιλάτου με το λεκανάκι.
Έπειτα, έβγαλα το μαύρο κάλυμμα μύτης και στόματος απ’ το σακούλι του και με προσοχή πέρασα τις άκρες του γύρω απ’ τα αφτιά μου. Καθρεφτίστηκα σε ένα σταματημένο μηχανάκι. Τέρμα Αξιολύπητος. Ο οδηγός που πήρα ήταν κι αυτός μασκοφορεμένος και παραπονιόταν σε στρεβλά Ελληνικά, για την αναδουλειά που είχε πέσει τελευταία. Το Καλλιμάρμαρο, μια άδεια Αρένα χωρητικότητας εκατοντάδων χιλιάδων πισινών που με πρόσχημα τον ολυμπισμό σε ξέρναγε προτού καν διαβείς την είσοδο του και ο οδηγός μπροστά εξακολουθούσε να κάνει παράσιτα στη θλίψη μου με το θρηνολόι του.
“Εντάξει φτάνει” είπα απότομα πίσω απ’ τη μαύρη μάσκα μου και πρέπει να τον έπεισα γιατί έκοψε τις κλάψες μαχαίρι. Δε με ενδιέφεραν τα προβλήματα του κλάδου του. Είχα τα απείρως μεγαλύτερα δικά μου.
Αξίζει να διαβαστεί:
«Παρατηρήσεις ενός κυνηγού σε επικίνδυνο έδαφος»