Η αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών συνιστά θεμελιώδη συνταγματική αρχή αλλά και βασικό κεκτημένο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Κομβική παράμετρος αυτής της αρχής είναι η διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας της δικαστικής από την πολιτική εξουσία. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς μια εγγύηση δικαιοκρατική, αλλά και ένα αίτημα της ίδιας της δημοκρατικής αρχής, διότι διασφαλίζει το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας (Αντώνης Μεταξάς: Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και Κράτος Δικαίου, 2024).
Στη χώρα μας, το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο (παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος) επιφυλάσσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα της επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος, οι προαγωγές στις θέσεις των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Με όμοιο διάταγμα ενεργείται και η προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ, με μεταφορά της αρμοδιότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο στη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, φαίνεται να έχει θετικά στοιχεία. Ωστόσο, δεν παύει να ενέχει ζητήματα τόσο πολιτικών όσο και συνταγματικών και δικαιοπολιτικών επιφυλάξεων. Εάν η αρμοδιότητα μεταφερθεί στη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 ή ακόμη και 3/5, μπορεί να επαναληφθεί το αρνητικό φαινόμενο της αδυναμίας λήψης απόφασης, το οποίο παρατηρείται κατά την επιλογή των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα είτε την παραμονή των ανωτάτων δικαστηρίων χωρίς ηγεσία για μήνες ή και για χρόνια είτε την επ’ αόριστον παράταση της θητείας των απερχόμενων μελών, με αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία τους (Χαράλαμπος Τσιλιώτης, «Ναι» στην αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ, αλλά με προσοχή, 2024).
Λίαν προσφάτως, με το άρθρο 27 του ν. 5123/2024, εισήχθη ρύθμιση που προβλέπει τη διατύπωση γνώμης για την επιλογή των Προέδρων και Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας μεταξύ των μελών τους.
Πρόκειται για μια θετική νομοθετική παρέμβαση, καθώς παρέχει στην Ολομέλεια των ανώτατων δικαστηρίων – δηλαδή σε όργανο αποτελούμενο αποκλειστικά από δικαστές – τη δυνατότητα να διατυπώσει γνώμη για την επιλογή της ηγεσίας του αντίστοιχου δικαστηρίου. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία ήρθε ως απάντηση στις επαναλαμβανόμενες σχετικές επισημάνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση, η ρύθμιση αυτή επέφερε πλήρη συμμόρφωση της χώρας προς τη σχετική ευρωπαϊκή σύσταση για τη Δικαιοσύνη. Πλέον, η Ελλάδα όχι μόνο ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα επιλογής δικαστών, αλλά αποτελεί και διεθνές παράδειγμα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και προαγωγής του Κράτους Δικαίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παραπάνω νομοθετική παρέμβαση αποτελεί σταθμό για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και την εδραίωση του Κράτους Δικαίου στη χώρα μας. Για πρώτη φορά παρέχεται στο δικαστικό σώμα η δυνατότητα να συμμετέχει στην επιλογή της ηγεσίας του. Εντούτοις, ακόμα και υπό το νέο νομοθετικό πλαίσιο, η τελική απόφαση παραμένει στα χέρια του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο θα μπορεί να επιλέξει και άλλα πρόσωπα πέρα από τα προταθέντα.
Στη βάση των ανωτέρω, προτείνεται η διαδικασία προεπιλογής από το δικαστικό σώμα να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας που θα διαβιβάζονται στον αρμόδιο Υπουργό θα πρέπει να αφορούν όχι μόνο έναν, αλλά τουλάχιστον τρεις επικρατέστερους υποψηφίους. Η μείωση της «δεξαμενής» επιλογής μέσω της δεσμευτικής προεπιλογής από το δικαστικό σώμα υπηρετεί τόσο τον συνταγματικό κανόνα ότι η τελική κρίση ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο όσο και την ανάγκη ουσιαστικής συμμετοχής των δικαστών και εισαγγελέων στη διαδικασία (Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, 2024).
Το συμπέρασμα είναι ότι η αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ καθίσταται πλέον περιττή έως ανώφελη. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν εξαρτάται από τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά από τη βούληση και την αποφασιστικότητα της πολιτικής εξουσίας – τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης. Παράλληλα, εξαρτάται και από το δικαστικό σώμα, το οποίο πρέπει να συμμετέχει στην επιλογή της δικαστικής ηγεσίας με πλήρη συναίσθηση του λειτουργήματός του, επιλέγοντας τους πλέον άξιους, χωρίς συντεχνιακές ή ιδεολογικές προκαταλήψεις και προσωπικές πικρίες (Αντώνης Μανιτάκης, Ανεξαρτησία Δικαιοσύνης χωρίς Αναθεώρηση του Συντάγματος, 2024).
«Άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων».
Who is who:
♦ Δρ. Χρήστος Μπαξεβάνης, Επικεφαλής του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης – ΟΠΕΔ.♦ Δήμητρα Μπίκου, Υπεύθυνη Επικοινωνίας του ΟΠΕΔ με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, Επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας «Η θέση, ο ρόλος και οι σχέσεις λειτουργών, δικηγόρων και υπαλλήλων στην απονομή Δικαιοσύνης».