Μια πολλά υποσχόμενη νέα μελέτη απεικόνισης του εγκεφάλου αποκαλύπτει ότι ορισμένες μη επεμβατικές μέθοδοι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καταπραϋντικά και να αντιμετωπίσουν την κατάθλιψη που βιώνουν τα παιδιά
Η ψυχική υγεία έρχεται ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο, ειδικά μετά τις εμφανείς επιπτώσεις που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού. Μεγάλο ποσοστό ανθρώπων ανά τον κόσμο έρχεται αντιμέτωπο με ψυχικές νόσους, όπως η κατάθλιψη, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη να στραφεί η προσοχή στην ψυχική υγεία και να διαμορφωθούν πολιτικές διαχείρισης αυτού του τεράστιου προβλήματος. Από τη δίνη των ψυχικών προβλημάτων δεν εξαιρούνται ούτε τα παιδιά, καθώς ολοένα και περισσότερα περιστατικά διαγιγνώσκονται σε νεαρές ηλικίες.
Πρόσφατη έκθεση των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων αποκάλυψε το μέγεθος του προβλήματος: Τα έφηβα κορίτσια βίωναν θλίψη σε ποσοστά που άγγιζαν αριθμούς ρεκόρ, ενώ περισσότερο από το 40% των ερωτηθέντων μαθητών γυμνασίου δήλωσαν ότι νιώθουν τόσο έντονη θλίψη ή απελπισία, που τους καθιστούσε ανίκανους να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, η καθηγήτρια ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Northeastern, Susan Whitfield-Gabrieli υποστήριξε ότι μια νέα, πολλά υποσχόμενη, μη επεμβατική μέθοδος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στη θεραπεία των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους των εφήβων. Τα ευρήματα της σχετικής μελέτης δημοσιεύθηκαν στο Molecular Psychiatry.
Η ίδια, σε συνεργασία με την ομάδα της, διεξήγαγαν στο Κέντρο Βιοϊατρικής Απεικόνισης του Northeastern μια μελέτη απεικόνισης εγκεφάλου, κατά την οποία οι έφηβοι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μια πρακτική διαλογισμού ενσυνειδητότητας, καθοδηγούμενου από νευροανάδραση. Η νευροανάδραση δεν χρησιμοποίησε ηλεκτρόδια, αλλά μαγνητικούς τομογράφους, οι οποίοι εστίαζαν σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, μέσω αυτής της πρακτικής, οι συμμετέχοντες κατάφεραν να ηρεμήσουν ένα δίκτυο περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζεται με κατάθλιψη, άγχος, ΔΕΠΥ και άλλες διαταραχές. Οι περιοχές του δικτύου προεπιλεγμένης λειτουργίας που σχετίζονται με την κατάθλιψη και το άγχος ενεργοποιούνται όταν οι άνθρωποι ανησυχούν για το μέλλον ή νιώθουν συντετριμμένοι από το παρελθόν. Όταν ενεργοποιούνται οι περιοχές του δικτύου προεπιλεγμένης λειτουργίας, οι περιοχές του κεντρικού εκτελεστικού δικτύου που σχετίζονται με την ικανότητα διαχείρισης εργασιών και ρύθμισης της διάθεσης εμφανίζουν μειωμένη δραστηριότητα. Ταυτόχρονα με την μείωση της δραστηριότητας του δικτύου προεπιλεγμένης λειτουργίας (DMN), οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η λειτουργία του κεντρικού εκτελεστικού δικτύου (CEN) που σχετίζεται με τον καθορισμό στόχων, την επίλυση προβλημάτων και τη διαρκή προσοχή ενισχύθηκε.
«Ο διαλογισμός ενσυνειδητότητας σας αναγκάζει να επικεντρώνεστε στο παρόν. Δεν είστε πλέον παγιδευμένοι στο παρελθόν ή το μέλλον. Μόλις οι συμμετέχοντες ξεκίνησαν τον διαλογισμό ενσυνειδητότητας, το δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας άρχισε να πέφτει», σχολίασε σχετικά με τα ευρήματα η δρ. Whitfield-Gabrieli.
Η δρ. Whitfield-Gabrieli ισχυρίστηκε ότι η μελέτη 9 ατόμων ηλικίας 17 – 19 ετών αποτελεί την «απόδειξη της ιδέας» ότι οι νέοι μπορούν να εκπαιδευτούν στον διαλογισμό ενσυνειδητότητας και ότι αυτός παράγει αποτελέσματα. «Η ενσυνειδητότητα μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση του άγχους και της κατάθλιψης», δήλωσε χαρακτηριστικά. Η ίδια υποστήριξε, επιπλέον, ότι οι διαθέσιμες μέθοδοι αντιμετώπισης των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους, όπως τα αντικαταθλιπτικά και η ψυχοθεραπεία, έχουν ποσοστό επιτυχίας περίπου 30% έως 50%, επισημαίνοντας ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα. «Χρειαζόμαστε εξατομικευμένες παρεμβάσεις, που στοχεύουν εκείνα τα δίκτυα του εγκεφάλου που σχετίζονται με κλινικά συμπτώματα», προσθέτει η ειδικός.
Η ίδια υποστήριξε ότι ο διαλογισμός ενσυνειδητότητας και η καθοδηγούμενη αναπνοή θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος. «Οι άνθρωποι συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο την εκπληκτική επίδραση που μπορεί να έχει ο διαλογισμός ενσυνειδητότητας», κατέληξε η δρ. Whitfield-Gabrieli.