Της Ειρήνης Καρύδη
Η ανάθεση της δήθεν επιμόρφωσης των επιστημόνων σε αγνώστου ταυτότητος ιδιωτικούς κερδοσκοπικούς φορείς και η κατάληξη του «Σκόιλ Ελικικού», ήταν μία απροκάλυπτη ταπείνωση για το Πανεπιστήμιο και για όλους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους.
Το Πανεπιστήμιο είναι υπεύθυνο να ελέγχει τις δεξιότητες και γνώσεις που αποκτήθηκαν, ώστε υπεύθυνα να βεβαιώνει τα πορίσματά του.
Οι τηλεξετάσεις, ιδίως με τον τρόπο που θέλουν να διεξάγονται, δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτή την απαίτηση.
Δεν υφίσταται αμερόληπτη εξέταση όταν δεν έχουν πρακτική δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής όλα τα πρόσωπα που δικαιούνται να εξεταστούν, επειδή τυχαίνει να στερούνται σύνδεση στο διαδίκτυο, τεχνικό εξοπλισμό και κατάλληλο χώρο.
Η πολιτεία και το Πανεπιστήμιο, αν θέλουν να κάνουν εξετάσεις, οφείλουν αυτά να τα εξασφαλίζουν.
Είναι ακατανόητο πώς ζητούν να διεξαχθούν τηλεξετάσεις ενώ άγνωστος αριθμός φοιτητριών και φοιτητών στερείται τ’ απαραίτητα τεχνικά μέσα και πρόσβαση στο διαδίκτυο υπό ικανοποιητικές συνθήκες.
Είναι γελοίο να μιλούμε για εξετάσεις, όταν αναφερόμαστε σε μια διαδικασία όπου την ταυτοπροσωπία και ορθή διεξαγωγή δεν βεβαιώνουν τα πρόσωπα που εξετάζουν αλλά τα εξεταζόμενα.
Μπορεί, δηλαδή, το εξεταζόμενο πρόσωπο να βεβαιώσει ότι είναι το ίδιο που δηλώνεται, και ότι έχει την ευγενή καλοσύνη να μην «κλέβει». Τα μαθήματα που διδάσκονται δεν μπορούν να εξεταστούν με τα λεγόμενα «κουίζ», παραγγέλλοντας άλλη μια ψευδώνυμη «αξιολόγηση».
Τέλος είναι αποδείξιμα ακατόρθωτο να εξασφαλιστούν αδιάβλητες τηλεξετάσεις, πέρα από τα ουσιώδη νομικά προβλήματα που μπορεί να εγείρουν. Θα είναι κρίμα αύριο απόφοιτοι ιδιωτικών ψευτοπανεπιστημίων να παραγκωνίζουν στην αγορά εργασίας τους αληθινούς απόφοιτους αληθινών πανεπιστημίων επειδή πλήρωσαν για ν’ αποκτήσουν κάποιο ψευτοπτυχίο μετά από ψευτοεξετάσεις.