Ενδοοικογενειακή Βία. Ο δρόμος για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Το έτος 2006 ο Έλληνας νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, θέσπισε για πρώτη φορά νομοθετικό πλαίσιο (Ν.3500/2006), με σκοπό την αντιμετώπισή του, προβλέποντας αυστηρότερες ποινές για τα σχετικά αδικήματα. Ακολούθησαν προσθήκες τόσο με τον Νόμο 4531/2018 με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβαση της Κωνσταντινούπολης όσο και με τον Νόμο 4610/2019.
Δεκαεπτά έτη μετά την ψήφιση του σχετικού Νόμου και την αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου, τα στατιστικά στοιχεία της ενδοοικογενειακής βίας είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά και επιβεβαιώνουν την ανάγκη λήψης μέτρων για την καταπολέμηση του φαινομένου. Η αυστηροποίηση, δε, των ποινών αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του, παρά μόνον να δημιουργήσει περισσότερο μία «αίσθηση ασφάλειας» για τον πολίτη, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς αποδεικνύεται εκ του
αποτελέσματος ότι δεν οδηγεί στον περιορισμό του εγκλήματος.
Παράλληλα, η αύξηση των περιστατικών καθώς και ο τρόπος τέλεσής πολλών εξ αυτών που βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας (βλ. περιστατικό Απριλίου 2024 με τη δολοφονία γυναίκας από τον πρώην σύντροφό της ακριβώς μπροστά από το Αστυνομικό Τμήμα) μαρτυρά την ανυπαρξία ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού δικτύου προστασίας των θυμάτων. Τα υποστελεχωμένα αστυνομικά τμήματα και εισαγγελικές υπηρεσίες, ο ανεπαρκής αριθμός δομών και συμβουλευτικών κέντρων, η έλλειψη πρωτοκόλλων σε περίπτωση καταγγελίας αλλά και η έλλειψη πρωτοκόλλων άμεσης και έγκαιρης συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων κρατικών υπηρεσιών αποτελούν μία μόνο ουσιώδη πτυχή του προβλήματος.
Παράλληλα, ο μη απαιτούμενος αριθμός δομών και ξενώνων φιλοξενίας κακοποιημένων θυμάτων και η έλλειψη κλινών σε αυτούς έχουν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες θύματα να παραμένουν εγκλωβισμένα στο κακοποιητικό τους περιβάλλον. Ακόμη, δε, και όταν αποχωρήσουν από αυτό και βρουν διέξοδο σε έτερο περιβάλλον (π.χ. γονεϊκή κατοικία ή κατοικία φιλικού προσώπου), τούτο τις
περισσότερες φορές είναι γνωστό στον δράστη με αποτέλεσμα να εξακολουθεί το θύμα να υφίσταται την κακοποιητική συμπεριφορά.
Ως αποτέλεσμα, το θύμα πολλές φορές δε προβαίνει στην καταγγελία όχι μόνο λόγω του φόβου του απέναντι στον δράστη αλλά και λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς της πολιτείας. Με τον τρόπο αυτό, όμως, παραμένει παγιδευμένο σε προβληματικές καταστάσεις, φθάνοντας σε σημείο να κινδυνεύει ως και το ύψιστο αγαθό της ζωής του.
Είναι, δε, ευρέως γνωστό ότι πίσω από τα κίνητρα του δράστη ενδοοικογενειακής βίας υπάρχουν στερεοτυπικές και τις περισσότερες φορές πατριαρχικές αντιλήψεις. Ως εκ τούτου δε μπορούμε να ομιλούμε για περιορισμό –πολλώ δε μάλλον για εξάλειψη – του φαινομένου αν δεν ενεργοποιηθούν μηχανισμοί πρόληψης του. Προ αυτής της κατάστασης, στο πλαίσιο της πρόληψης του φαινομένου, επιτακτική κρίνεται η ανάγκη χάραξης επικοινωνιακής πολιτικής με σκοπό την ορθή ενημέρωση του πολίτη καθώς σημαντικό μέρος της κοινωνίας αγνοεί κρίσιμα στοιχεία του φαινομένου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μέχρι και σήμερα, μάρτυρες ή/και γνώστες περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αποφεύγουν να προβούν σε ανώνυμη καταγγελία σχετικών περιστατικών του κοινωνικού τους
περιβάλλοντος καθώς, μεταξύ άλλων, θεωρούν εσφαλμένα ότι τα ταυτοτικά στοιχεία τους θα γίνουν γνωστά.
Από την ηλικία, δε, και τις ομολογίες πολλών εκ των δραστών γίνεται αντιληπτό ότι οι εν λόγω στερεοτυπικές αντιλήψεις, βασισμένες στην πατριαρχία εξακολουθούν ως και σήμερα να μεταφέρονται σε νεότερες γενιές. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της πρόληψης του φαινομένου, για την εκρίζωση κάθε είδους σχετικών αντιλήψεων, αναγκαία καθίσταται η χάραξη ενός ποιοτικού εκπαιδευτικού συστήματος που θα καλλιεργήσει μία κοινωνία με ενσυναίσθηση, με σεβασμό στην
αξία του ανθρώπου, απαλλαγμένη από κάθε μορφή βίας.
Ελισάβετ Κοκωνίδου
Δικηγόρος ΔΣΘ, Υποψήφια Διδάκτωρ ΜΜΕ ΑΠΘ, Επικεφαλής της Ομάδας
Εργασίας «Ενδοοικογενειακή Βία και Παραβατικότητα Ανηλίκων» του Ομίλου
Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης ΟΠΕΔ