Έκρυθμη παραμένει η κατάσταση στη Γεωργία, καθώς το πολιτικό σκηνικό θυμίζει «μπαρουταποθήκη» πριν τον προγραμματισμένο διορισμό του ακροδεξιού Μιχαήλ Καβελασβίλι το Σάββατο (14/12). Συγκεντρώσεις προγραμματίζονται μπροστά στο κοινοβούλιο, όπου το Εκλεκτορικό Σώμα – που ελέγχεται από το κυβερνών κόμμα – αναμένεται να αναδείξει τον Καβελασβίλι πρόεδρο, σε μια ψηφοφορία την οποία η αντιπολίτευση μποϊκοτάρει.
Ο 53χρονος Καβελασβίλι είναι ο μοναδικός υποψήφιος, καθώς η αντιπολίτευση αρνήθηκε να καταλάβει τις έδρες της στο κοινοβούλιο μετά τις αμφιλεγόμενες βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου, αποφεύγοντας να προτείνει δική της υποψηφιότητα. Οι επικριτές του τον χαρακτηρίζουν «μαριονέτα» του δισεκατομμυριούχου Μπιτζίνα Ιβανισβίλι, ιδρυτή του κυβερνώντος κόμματος «Γεωργιανό Όνειρο», ο οποίος φέρεται να ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία από το 2012.
Η εκλογή του προέδρου της Γεωργίας έχει αλλάξει καθεστώς από το 2017, έπειτα από συνταγματική αναθεώρηση που μεταβίβασε την αρμοδιότητα της επιλογής από τη λαϊκή ψήφο σε ένα Εκλεκτορικό Σώμα αποτελούμενο από βουλευτές και περιφερειακούς εκπροσώπους. Η τελετή ορκωμοσίας του νέου προέδρου έχει προγραμματιστεί για τις 29 Δεκεμβρίου.
Η πολιτική κατάσταση της χώρας είναι ήδη τεταμένη μετά τη δήλωση νίκης του κυβερνώντος κόμματος στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Οκτωβρίου, καθώς και την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης να «παγώσει» έως το 2028 τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός αυτό πυροδότησε νέες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, με τις δυνάμεις ασφαλείας να επεμβαίνουν για να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους.
Σε αυτό το τεταμένο κλίμα, η απερχόμενη πρόεδρος Σαλομέ Ζουραμπισβίλι – η οποία διαθέτει περιορισμένες εξουσίες, αλλά έχει συνταχθεί με τους διαδηλωτές και βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση – δηλώνει ότι θα αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία, εάν δεν προκηρυχθούν νέες βουλευτικές εκλογές. Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Παρασκευή (13/12), χαρακτήρισε τον επικείμενο διορισμό του προέδρου «παρωδία», «αντισυνταγματικό» και «παράνομο», επιβεβαιώνοντας έτσι την πρόθεση της να συνεχίσει την πολιτική της αντίσταση.