Όπως τόνισε χαρακτηριστικά σε συνέντευξη τύπου η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως: «Με τον οδικό χάρτη, ο οποίος θα ψηφιστεί άμεσα μετά από το διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, θα δοθούν κίνητρα στους εργοδότες για να υπογράψουν περισσότερες κλαδικές συμβάσεις, με στόχο ο μέσος μισθός να φτάσει και να ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ το 2027».
Η κοινοτική οδηγία
Άλλωστε, η κοινοτική οδηγία που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο θέτει στόχο να αυξηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στο 80%. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από σύμβαση κυμαίνεται στο 25% έως 30%.
Οι παρεμβάσεις που αναμένεται να περιληφθούν στο εργασιακό νομοσχέδιο –πιθανότατα το Μάιο– είναι οι εξής:
Δραστική μείωση του ποσοστού της εργοδοτικής εκπροσώπησης που απαιτείται ως προϋπόθεση για την επέκταση των όρων των συμβάσεων στο σύνολο του κλάδου. Σήμερα, αυτό το ποσοστό είναι 51%, με αποτέλεσμα πολλοί εργοδότες να αποχωρούν από τον φορέα εκπροσώπησής τους για να μην υποχρεωθούν να αυξήσουν τους μισθούς που ορίζουν οι κλαδικές συμβάσεις. Άλλωστε, η μέτρηση του ποσοστού είναι δύσκολη και συχνά αναξιόπιστη. Αυτή η παρέμβαση, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, αποτελεί ένα κίνητρο ώστε οι εργοδότες να προσέρχονται με μεγαλύτερη προθυμία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Συμφωνία των κοινωνικών εταίρων ώστε να προβλέπεται –σε αυστηρό πλαίσιο– διαφορετική πολιτική για τις αυξήσεις που ορίζουν οι συμβάσεις, στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα.
Απλοποίηση των διαδικασιών του ΟΜΕΔ ώστε να αρθούν οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και, σε πολλές περιπτώσεις, οι διαφορές να λύνονται εξωδικαστικά πριν από την προσφυγή στη διαιτησία.
Απλοποίηση των διαδικασιών στη νομιμοποίηση και εγγραφή των συνδικαλιστών αλλά και των εκπροσώπων των εργοδοτικών φορέων στο ψηφιακό Μητρώο που προβλέπεται από το νόμο Χατζηδάκη. Για το θέμα, αναμένεται και η απόφαση του ΣτΕ, στο οποίο προσέφυγαν οι συνδικαλιστές με το σκεπτικό ότι είναι αντισυνταγματικό να εξαρτάται η πορεία μιας συλλογικής σύμβασης από την εγγραφή των μελών στα Μητρώα.
Επίδραση των συμβάσεων στους μισθούς
Όπως επισημαίνουν οικονομολόγοι που ασχολούνται με θέματα της αγοράς εργασίας, στην αύξηση των μισθών με… το σταγονόμετρο συμπράττει και η περιορισμένη επίδραση των συλλογικών συμβάσεων στους μισθούς. Οι εν ενεργεία κλαδικές συμβάσεις είναι σήμερα μόλις 17, τη στιγμή που πριν από τα μνημόνια ανέρχονταν σε 55.
Ωστόσο, σε 42 κλάδους της οικονομίας –και αυτό είναι ενθαρρυντικό, αν και αφορά λίγες χιλιάδες εργαζόμενους με εξειδίκευση και υψηλά προσόντα– οι μισθοί είναι υψηλότεροι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η κ. Κεραμέως, ένας στους δύο μισθωτούς λαμβάνει περισσότερα από 1.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ 42 κλάδοι της οικονομίας χορηγούν μισθούς υψηλότερους από το μέσο μισθό, ο οποίος κυμάνθηκε το 2024 στα 1.342 ευρώ και 1.478 ευρώ για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης. Οι 16 από αυτούς τους κλάδους (38%) αποτελούν αμιγώς βιομηχανικούς/μεταποιητικούς κλάδους.
Για παράδειγμα:
Στον κλάδο των Χρηματοοικονομικών, ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 2.626 ευρώ.
Στην Ενέργεια, στα 2.490 ευρώ.
Στον Προγραμματισμό και παροχή συμβουλών, ο μισθός φτάνει τα 2.232 ευρώ.
Στις Δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, τα 2.108 ευρώ.
Στη Φαρμακοβιομηχανία, τα 2.050 ευρώ.
Το Σχέδιο Δράσης
Το Σχέδιο Δράσης, όπως προβλέπει ο νόμος, έχει διάρκεια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη και ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.
Τα μέτρα του Σχεδίου Δράσης αφορούν ιδίως:
α) την ενθάρρυνση της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των οργανώσεων των εργοδοτών να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις,
β) τη δημιουργία βάσεων δεδομένων με στοιχεία, ιδίως για τους μισθούς, το κόστος παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την απασχόληση, και
γ) την πραγματοποίηση μελετών, ερευνών, ενημερωτικών και εκπαιδευτικών δράσεων για θέματα συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Πηγή: Μαίρη Λαμπαδίτη/imerisia.gr